Δημήτρη Μαυρόπουλου
Τό Κοντάκιο τῆς ἑορτῆς τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου διακηρύττει ὅτι «τάφος καὶ νέκρωσις οὐκ ἐκράτησεν [τήν Θεοτόκον]˙ ὡς γάρ ζωῆς Μητέρα πρὸς τὴν Ζωήν μετέστησεν ὁ μήτραν οἰκήσας ἀειπάρθενον», φέρνοντας στήν ἐπιφάνεια τίς δύο κυρίαρχες καταστάσεις πού χαρακτηρίζουν τήν ἱστορία τοῦ ἀνθρώπινου γένους, τή «νέκρωση» καί τή «ζωή», ἀλλά καί τήν ὑπέρβαση αὐτῆς τῆς ἀντίθεσης μέ ὁριστική κλίση τῆς ἱστορίας πρός τήν αἰώνια ζωή.
Γνωρίζουμε ἀπό τίς ἀρχαῖες βιβλικές πηγές, κατά τήν εἰκονολογική περιγραφή πού κατατίθεται, ὅτι ἡ ἁμαρτία καί ὁ θάνατος εἰσῆλθαν στήν ἱστορία δι᾽ ἑνός ἀνθρώπου, καί μάλιστα μέ τή συνέργεια μιᾶς γυναίκας, τῆς Εὔας («ὥσπερ δι’ ἑνὸς ἀνθρώπου ἡ ἁμαρτία εἰς τὸν κόσμον εἰσῆλθε καὶ διὰ τῆς ἁμαρτίας ὁ θάνατος, καὶ οὕτως εἰς πάντας ἀνθρώπους ὁ θάνατος διῆλθεν», Ρωμ. 5,12), ἀλλά ἐπίσης γνωρίζουμε ὅτι δι᾽ ἑνός ἀνθρώπου, καί πάλι γυναίκας, τῆς νέας Εὔας, τῆς Παναγίας, γκρεμίστηκε τό μεσότειχο τῆς ἔχθρας ἀνάμεσα στόν ἄνθρωπο καί τόν Θεό καί, χάρη στήν ὕπαρξη αὐτῆς τῆς κόρης τῆς Ναζαρέτ, ἄνοιξε ἡ πύλη τοῦ Παραδείσου (βλ. τό δογματικό Θεοτοκίο τοῦ Ἑσπερινοῦ τοῦ α´ ἤχου: «Αὕτη τὸ μεσότειχον τῆς ἔχθρας καθελοῦσα, εἰρήνην ἀντεισῆξε καὶ τὸ βασίλειον ἠνέῳξε»). Ἡ παρακοή τῆς πρώτης Εὔας ἐγκαινίασε τήν κυριαρχία τοῦ θανάτου στή δημιουργία τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ ἡ ὑπακοή τῆς δεύτερης Εὔας, τῆς Παναγίας, ἐγκαινίασε τήν εἴσοδο τῆς αἰώνιας ζωῆς σ᾽ αὐτή τή δημιουργία, ἀφοῦ δι᾽ αὐτῆς, ὡς ἐκπροσώπου τῆς ἀνθρωπότητας, ὁ προαιώνιος Λόγος τοῦ Θεοῦ «ἐπὶ τῆς γῆς ὤφθη καὶ τοῖς ἀνθρώποις συνανεστράφη», σύμφωνα μέ τούς λόγους τῆς ἁγίας Ἀναφορᾶς πού κατατίθενται στή Λειτουργία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου.
Ὡς «μήτηρ ζωῆς» ἡ Παναγία εἶναι μητέρα τοῦ μυστηριακοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, δηλαδή τῆς Ἐκκλησίας. Μήν ξεχνᾶμε ὅτι ὁ Υἱός της, μετά τήν ἔνδοξη ἀνάβασή του στούς οὐρανούς, δέν ἔπαυσε νά ἐργάζεται, νά διδάσκει καί νά ζωοποιεῖ ἐντός τῆς ἱστορίας, καί ἰδιαίτερα ἐντός τῆς Ἐκκλησίας, τόν λαό τοῦ Θεοῦ, γι᾽ αὐτό καί τόν ἀντιλαμβανόμαστε ὅτι εἶναι «ὁ ἄνω τῷ Πατρὶ συγκαθήμενος καὶ ὧδε ἡμῖν ἀοράτως συνών», σύμφωνα ἄλλωστε μέ τήν ἐπαγγελία στούς μαθητές του ὅτι «ἰδοὺ ἐγὼ μεθ’ ὑμῶν εἰμι πάσας τὰς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος» (Ματθ. 28,20). Αὐτή τή δυναμική παρουσία τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ ἀλλά καί Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου ἀντιλαμβανόμαστε ἐνεργούμενη στό μυστήριο τῆς θείας 19
Εὐχαριστίας καί τῆς θείας Κοινωνίας, ἕνα μυστήριο μάλιστα πού ἡ λειτουργική καί πατερική ὁρολογία τό ἀντιλαμβάνεται σέ πληθυντικό ἀριθμό, ἀποκαλώντας το ζωοποιά καί φρικτά μυστήρια (βλ. τήν ἐκφώνηση τοῦ ἱερέα μετά τή θεία Κοινωνία: «Μεταλαβόντες τῶν θείων, ἁγίων, ἀχράντων, ἀθανάτων, ἐπουρανίων καὶ ζωοποιῶν, φρικτῶν τοῦ Χριστοῦ Μυστηρίων, ἀξίως εὐχαριστήσωμεν τῷ Κυρίῳ»). Αὐτή ὅμως ἡ παρουσία τοῦ Χριστοῦ, πού «σκηνώνει ἐν ἡμῖν», μεταβάλλοντάς μας σέ σῶμα του καί αἷμα του, ἄρα σέ υἱούς τοῦ ἴδιου Πατέρα μέ τόν δικό του, μᾶς ἑνώνει μέ τή θεωμένη του σάρκα πού εἶναι κατά τή φύση της ἀπολύτως ὅμοια μέ τή δική μας, καί πού τήν ἔχει λάβει ἀπό τά σπλάχνα τῆς Παναγίας Μητέρας του. Κατά τοῦτο, ἡ Παναγία εἶναι αὐτή πού μᾶς εἰσάγει στήν κοινωνία μέ τόν Υἱό της, καί, γιατί ὄχι, μᾶς μυσταγωγεῖ στά ἐνεργούμενα στή θεία Λειτουργία, ἰδιαίτερα στή θεία Εὐχαριστία.
Ἡ θεία Εὐχαριστία εἶναι πράξη λαοῦ, τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, ζώντων καί κεκοιμημένων. Ἀσφαλῶς δείχνει νά ἱερουργεῖται ἀπό τά ζῶντα μέλη τῆς Ἐκκλησίας, δέν μπορεῖ ὅμως νά φτάσει στό τέλος της χωρίς τήν παρουσία καί τῶν κεκοιμημένων μελῶν της, συνθήκη πού ὑπογραμμίζουμε ἀνακαλώντας τα ἀπό τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἐξαιρέτως σ᾽ αὐτή τή μνημόνευση κάνουμε παροῦσα τήν Παναγία, πού ἤδη μετά τήν κοίμησή της μετέστη στόν τόπο αὐτῆς τῆς Βασιλείας: «Ἐξαιρέτως τῆς παναγίας, ἀχράντου, ὑπερευλογημένης, ἐνδόξου δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καὶ ἀειπαρθένου Μαρίας». Αὐτή ἡ μνημόνευση δέν εἶναι ἁπλῶς τιμητική, ἀλλά ἐνσυνείδητη πιστοποίηση τῆς παρουσίας της στήν εὐχαριστιακή μας σύναξη.
Σημαντική ἔκφραση τῆς μυσταγωγικῆς παρουσίας τῆς Παναγίας, ὡς μητέρας τοῦ μυστηριακοῦ σώματος τοῦ Υἱοῦ της, ἀποτελοῦν α) ἡ εἰκόνα της στήν ἁψίδα τοῦ ἱεροῦ Βήματος, κυρίως ὡς ἀνοιχτή ἀγκαλιά πού ὑποδέχεται τά μέλη τοῦ σώματος τοῦ Υἱοῦ της ὡς λατρεύουσα ἐκκλησιαστική κοινότητα, ἤ ὡς Ὁδηγήτριας πού δείχνει πρός τόν Υἱό της, καί β) ἡ εἰκόνα τῶν Ἁγίων Πάντων, τῶν πολιτῶν δηλαδή τῆς θριαμβεύουσας Ἐκκλησίας, μέ τήν Παναγία νά βρίσκεται στό κέντρο. Αὐτές οἱ δύο παραστάσεις, τῆς Πλατυτέρας καί τῆς σύναξης τῶν Ἁγίων Πάντων, ἑνώνουν τήν ἱστορία μέ τή θεία Βασιλεία, τά παρόντα μέ τά ἔσχατα, καί πραγματικά ἀναδεικνύουν τήν Παναγία ὡς τό κεντρικό πρόσωπο ἑνός λαοῦ πού πορεύεται ἀπό τό ἐνθάδε πρός τό ἐπέκεινα.
Ἐκτός ὅμως ἀπό μητέρα τοῦ μυστηριακοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, ἡ Παναγία εἶναι και μητέρα ἑκάστου πιστοῦ πού ἔχει γεννηθεῖ ἄνωθεν καί ἐνεργεῖ τή σχέση του μέ τόν Υἱό της, τόν Ἰησοῦ Χριστό. Ἀπό τόν ἀπόστολο Ἰωάννη γνωρίζουμε τήν παρακαταθήκη τοῦ ἐσταυρωμένου Χριστοῦ μέ τήν ὁποία ἐμπιστεύεται τή μητέρα του στόν μαθητή του. Ἡ διήγηση τοῦ μαθητῆ «ὃν ἠγάπα» ὁ Ἰησοῦς εἶναι εὔγλωττη: «Ἰησοῦς οὖν ἰδὼν τὴν μητέρα καὶ τὸν μαθητὴν παρεστῶτα ὃν ἠγάπα, λέγει τῇ μητρί αὐτοῦ˙ Γύναι, ἴδε ὁ υἱός σου, εἶτα λέγει τῷ μαθητῇ˙ Ἰδοὺ ἡ μήτηρ σου. Καὶ ἀπ’ ἐκείνης τῆς ὥρας ἔλαβεν ὁ μαθητὴς αὐτὴν εἰς τὰ ἴδια» (Ἰωάν. 19,26-20
27). Ἡ ὑπόδειξη τοῦ Ἰησοῦ δέν ἔχει χαρακτήρα μέριμνας γιά τήν προστασία τῆς μητέρας του, ἀλλά τό περιεχόμενό του εἶναι μυσταγωγικό. Ὁ Ἰωάννης, ὡς πρότυπο ἑκάστου πιστοῦ, συνδέεται μέ τή μητέρα τοῦ Χριστοῦ, τήν ἀνάγει σέ μητέρα του, καί δι᾽ αὐτῆς μένει συνδεδεμένος μέ τόν Χριστό. Καί ἡ Παναγία συνδέεται μέ τόν μαθητή τοῦ Χριστοῦ σέ ἕνα βαθύτατο ἐπίπεδο καί ἀναλαμβάνει τό ἔργο τῆς μεσολάβησης μεταξύ μαθητοῦ καί Κυρίου. Ἡ ἐπισήμανση ὅτι ὁ πιστός στόν Διδάσκαλο μαθητής «ἔλαβεν αὐτὴν εἰς τά ἴδια» δέν σημαίνει τήν ἀνάληψη μιᾶς πρακτικῆς φροντίδας, ἀλλά τήν εἴσοδο αὐτῆς τῆς γυναίκας ἐντός τῆς καρδίας του. Ἀποτελεῖ ἑπομένως αὐτή ἡ ὑπόδειξη τοῦ Χριστοῦ παρακαταθήκη γιά κάθε πιστό, νά λάβει τή μητέρα του εἰς τά ἴδια, ἐντός τῆς ὑπάρξεώς του, ὥστε νά γίνει ἕκαστος υἱός της.
Μήν ξεχνᾶμε ὅτι περιγράφονται δύο περιπτώσεις πού ὁ Ἰησοῦς, μετά τήν Ἀνάστασή του, παρέδωσε τό Πνεῦμα στούς μαθητές του: α) τό πρωί τῆς μιᾶς τῶν Σαββάτων πού ἐνεφύσησεν σ᾽ αὐτούς Πνεῦμα Ἅγιον («Εἰρήνη ὑμῖν. Καθὼς ἀπέσταλκέ με ὁ πατήρ, κἀγὼ πέμπω ὑμᾶς. Καὶ τοῦτο εἰπὼν ἐνεφύσησε καὶ λέγει αὐτοῖς˙ Λάβετε Πνεῦμα ἅγιον», Ἰωάν. 20,21-22), καί β) κατά τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς. Καί στά δύο αὐτά συμβάντα ἡ Παναγία ἦταν παροῦσα ὡς μητέρα τοῦ Ἰησοῦ, ἀλλά καί ὡς μητέρα, ὑπό μυσταγωγική ἔννοια, τοῦ ἐπίσης παρόντος μαθητῆ Ἰωάννη, καί κατά συνέπεια κάθε μαθητῆ τοῦ Χριστοῦ. Κατά ὁμόλογο τρόπο ἡ Παναγία εἶναι παροῦσα καί συντρέχουσα στή ζωή ἑκάστου πιστοῦ, ὁ ὁποῖος καλεῖται ἀπό τόν ἴδιο τόν Υἱό της νά τήν «λάβει εἰς τά ἴδια» ὡς μητέρα του, ἑπομένως νά ἀντιληφθεῖ τόν ἑαυτό του ὡς υἱό της.
Εἶναι ἐνδεικτικό ὅτι ὅσες ὁμάδες ἤ τμήματα τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου παρανόησαν ἤ ἐκ προθέσεως ὑποτίμησαν τή θέση τῆς Παναγίας στή ζωή καί στή λατρεία τῆς Ἐκκλησίας, εἰσήγαγαν δύο πλάνες πού σκοτείνιασαν ἤ ἀκύρωσαν τό ἔργο τῆς θείας Οἰκονομίας γιά τή σωτηρία τοῦ κόσμου: α) λησμόνησαν τή θεότητα τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Λόγου τοῦ Θεοῦ, ἤ β) ἀρνήθηκαν τήν αἰώνια παρουσία τῆς ἀνθρώπινης φύσης του. Κατ᾽ ἐπέκταση, ἀμφισβήτησαν ἤ ὑποβίβασαν τή θέση καί τό ἔργο τῆς Παναγίας, ἰδιαίτερα τήν παρουσία της ὡς μητέρας τοῦ μυστηριακοῦ σώματος τοῦ Υἱοῦ της καί ὡς μητέρας ἑκάστου πιστοῦ. Καί ὅμως, ἀκούγεται συνεχῶς ὁ ἀπόηχος τῶν πατέρων καί ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας: «Διάσωσον ἀπὸ κινδύνων τοὺς δούλους σου Θεοτόκε, ὅτι πάντες μετὰ Θεὸν εἰς σὲ καταφεύγομεν, ὡς ἄρρηκτον τεῖχος καὶ προστασίαν». Ἰδιαίτερα ἀκοῦμε τόν Μέγα Ἀθανάσιο νά ὑπογραμμίζει ὅτι «Ἀδελφὴ ἡμῶν ἡ Μαρία, ἐπεὶ καὶ πάντες ἐκ τοῦ Ἀδάμ ἐσμεν» (Ἐπιστολὴ πρὸς Ἐπίκτητον Κορίνθου, PG 26, 1061B), ἤ τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο νά μᾶς θυμίζει ὅτι «Εἴ τις οὐ Θεοτόκον τὴν ἁγίαν Μαρίαν ὑπολαμβάνει, χωρίς ἐστι τῆς θεότητος» (Ἐπιστολὴ ρα´, Πρὸς Κληδόνιον, PG 37, 177C).
ΣΗΜΕΙΩΣΗ. Ὅσα παρέθεσα στό παραπάνω μικρό ἀρθρίδιο βασίζονται στό ἄρθρο τοῦ ἀείμνηστου Δημητρίου Κουτρουμπῆ (1921-1983), πού περιέχεται στό βιβλίο Ἡ χάρις τῆς θεολογίας», τό ὁποῖο ἐκδόθηκε μετά τόν θάνατό του (Ἀθήνα: Δόμος 1995, 318σσ.).
Μάρτιος - Ἀπρίλιος 2020