Γ.Ν. ΦΙΛΙΑΣ
Καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών
Στη λατρεία της Εκκλησίας, υπό τον όρο «εξορκισμός» (ή επορκισμός) περιγράφεται η αγιαστική πράξη που έχει σκοπό την απαλλαγή του ανθρώπου από τη δαιμονική επήρεια1 2. Είναι η προσευχή που απευθύνεται στο Θεό για την εκδίωξη του δαίμονα, στην περίπτωση που αυτός κατέχει έναν άνθρωπο η ένα άλλο είδος της δημιουργίας2. Ο «ενεργούμενος από ακάθαρτα πνεύματα» (δηλαδή ο κατεχόμενος από τους δαίμονες) θεραπεύεται με την προσευχή προς το Θεό, αλλά και με τις εξορκιστικές λέξεις και πράξεις3, οι οποίες έχουν χαρακτήρα επιτιμητικό και προστακτικό4.
Στις εξορκιστικές ευχές ο κεντρικός άξονας είναι η επίκληση του ονόματος του Θεού ή του Χριστού για την εκδίωξη των δαιμόνων. Εκτός από την περίπτωση των «ενεργουμένων» από το διάβολο, η λειτουργική πράξη της Εκκλησίας χρησιμοποιεί εξορκισμούς κατα την τελεσιουργία του Βαπτίσματος, κατα την οποία εκτός από τους εξορκιστικούς λόγους προβλέπονται και κάποιες κινήσεις του εξορκίζοντος ιερέα (εμφύσηση, σχηματισμός του σημείου του Σταυρού, χρίση με έλαιο)5. Θα πρέπει, μάλιστα, να σημειωθεί ότι το κείμενο των εξορκισμών επί των κατηχουμένων λίγο πριν από το Βάπτισμά τους, είχε λάβει την τελική του διαμόρφωση από αρκετά ενωρίς6. Εξορκιστικές ευχές, επίσης, χρησιμοποιεί η Εκκλησία σε περιπτώσεις μολυσμού του νερού, άλλα και προσβολής των γεωργικών καλλιεργειών από έντομα ή από κάποια ασθένεια (βλ. την ευχή, που αποδίδεται στον άγιο Τρύφωνα, για «τους κήπους, τους αμπελώνες και τα χωράφια»)7.
Οι ευχές και οι εξορκισμοί για τους ενεργούμενους από το διάβολο (τους δαιμονισμένους) αποτελούν τη σημαντικότερη ομάδα απ’ όλες τις εξορκιστικές ευχές της χριστιανικής λατρείας. Η μελέτη της διαμορφώσεως και της ευχολογιακής τους εξελίξεως παρέχει τα απαραίτητα στοιχεία για μια ορθή θεώρησή τους στη σύγχρονη λειτουργική πράξη· μια θεώρηση που (σε αρκετές περιπτώσεις σήμερα) φαίνεται ότι πάσχει σοβαρά. Μόνο υπό το πρίσμα της μελέτης αυτής θα μπορέσουμε να προσεγγίσουμε τους εξορκισμούς ως λειτουργική θεραπευτική δραστηριότητα.
- Οι καινοδιαθηκικές μαρτυρίες περί της θεραπείας των δαιμονισμένων
Στα Συνοπτικά Ευαγγέλια παρατίθενται οι περιπτώσεις δαιμονισμένων, τους οποίους εθεράπευσε ο Κύριος8. Εκ της προσεκτικής μελέτης των περιστατικών δαιμονισμού στα Συνοπτικά Ευαγγέλια συνάγουμε τα ακόλουθα συμπεράσματα:
α) Η κατάληψη του ανθρώπου υπό δαίμονος ή δαιμόνων δύναται να έχει χαρακτήρα καθολικής κυριαρχίας του δαίμονος ή των δαιμόνων επί του ανθρώπου9.
β) Η κατάληψη του ανθρώπου υπό δαίμονος ή δαιμόνων δύναται να έχει χαρακτήρα μερικής κυριαρχίας του δαίμονος ή των δαιμόνων επί του ανθρώπου10.
γ) Η κατάληψη του ανθρώπου υπό δαίμονος ή δαιμόνων δύναται να έχει χαρακτήρα μόνιμης κυριαρχίας του δαίμονος ή των δαιμόνων επί του ανθρώπου10 11.
δ) Η κατάληψη του ανθρώπου υπό δαίμονος ή δαιμόνων δύναται να έχει χαρακτήρα περιστασιακής κυριαρχίας του δαίμονος ή των δαιμόνων επί του ανθρώπου12.
ε) Η κατάληψη του ανθρώπου υπό δαίμονος ή δαιμόνων δύναται να έχει χαρακτήρα προκλήσεως διαφόρων ασθενειών ψυχοσωματικής φύσεως13.
στ) Η κατάληψη του ανθρώπου υπό δαίμονος ή δαιμόνων δύναται να έχει χαρακτήρα προκλήσεως διαφόρων υπερφυσικών καταστάσεων 14.
Οι θεραπείες αυτές των δαιμονισμένων ενδιαφέρουν τη λειτουργική πράξη των εξορκισμών, διότι αποτελούν τη βάση της. Στις σχετικές ευαγγελικές διηγήσεις, τα επιμέρους θέματα διεκδικούν ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
α). Ο τρόπος των θεραπειών, και η εξουσία του Κυρίου
Στην περίπτωση του δαιμονισμένου στη Συναγωγή της Καπερναούμ15 16 γίνεται λόγος για ακάθαρτο πνεύμα, το οποίο κατείχε το συγκεκριμένο άνθρωπο. Ο Ιησούς επετίμησε το πνεύμα με λόγια απλά: φιμώθητι και έξελθε απ’ αυτού 16. Η θεραπεία της κόρης της Συροφοινίκισσας17 συνίσταται στην απελευθέρωσή της από το ακάθαρτο πνεύμα18 χωρίς να μνημονεύονται τα λόγια της επιτιμήσεως, σε αντίθεση με τη διήγηση περί του δαιμονισμένου εκείνου νέου, τον οποίο ο διάβολος καθιστούσε άλαλο, επιφέροντας και άλλα φοβερά συμπτώματα19 20 21. Ο Κύριος επετίμησε το πνεύμα με τα ακόλουθα λόγια: το πνεύμα το άλαλον και κωφόν, εγώ σοι επιτάσσω, έξελθε εξ αυτού και μηκέτι εισέλθης εις αυτόν 20. Η διήγηση προσθέτει ότι ο Χριστός υπέδειξε την προσευχή και τη νηστεία ως προϋποθέσεις για τη θεραπεία των δαιμονισμένων από τους Μαθητές 21. Αλλά ούτε και σε άλλες περιπτώσεις θεραπειών δαιμονισμένων από το Χριστό μνημονεύεται κάποιος ιδιαίτερος τρόπος, με τον οποίο ο Κύριος παρέσχε την ίαση στον «τυφλό και κωφό δαιμονισμένο»22 23 και στη Μαρία τη Μαγδαληνή (αφ’ ης δαιμόνια επτά εξεληλύθει23), ενώ στην περίπτωση των δύο δαιμονισμένων στην περιοχή των Γεργεσηνών24 εκβάλει τους δαίμονες με την απλή εντολή υπάγετε.
Είναι εμφανές ότι προκειμένου περί των δαιμονισμένων ο Κύριος χρησιμοποίησε το λόγο του για να εκδιώξει το διάβολο. Σε περιπτώσεις θεραπειών από άλλες ασθένειες μαρτυρείται σαφώς κάποια «κινητικότητα» του Χριστού, η οποία συνίσταται κυρίως στην επίθεση των χειρών επί του αρρώστου25 26. Απέναντι, όμως, στο «ακάθαρτο πνεύμα», ο Ιησούς εκφράζει την αίσθηση της εξουσίας του, διατάσσοντας απλώς το διάβολο να εξέλθει από τον κατεχόμενο άνθρωπο. Παρόμοια είναι η αίσθηση εκείνων που παρευρίσκονται στη θεραπεία του δαιμονισμένου: και εθαμβήθησαν πάντες…ότι κατεξουσίαν και τοις πνεύμασι τοις ακαθάρτοις επιτάσσει και υπακούουσιν αύτω26. Αλλά και όταν κάποιοι Τον κατηγορούν ότι «βγάζει τα δαιμόνια με τη δύναμη του άρχοντα των δαιμονίων», ο Κύριος διακηρύσσει ότι όχι μόνο δεν είναι όργανο του «Βεελζεβούλ», αλλά ότι είναι ανώτερος του διαβόλου, τον οποίο κατατροπώνει θεραπεύοντας το δαιμονισμένο27 28.
Ιδιαιτέρως πρέπει να επισημανθεί η ομολογία του ίδιου του διαβόλου, ότι δια της εκδιώξεώς του από τον Κύριο υπόκειται σε βασανισμό: τι ημίν και σοι, Ιησού Υιέ του Θεού; ήλθες ώδε προ καιρού βασανίσαι ημάς28. Ο διάβολος, δηλαδή, διακηρύσσει ότι βασανίζεται πριν από την ώρα του κατά την τελική κρίση29. Γι’ αυτό, η εκδίωξή του από τον κατεχόμενο άνθρωπο σηματοδοτεί μία πρόγευση των εσχάτων, όπως τονίζει ο ίδιος ο Κύριος μετά τη θεραπεία του δαιμονισμένου (ει δε εγώ εν Πνεύματι Θεού εκβάλλω τα δαιμόνια, άρα έφθασεν εφ’ υμάς η Βασιλεία του Θεού30) και προσθέτει ότι η νίκη κατά του διαβόλου με τη θεραπεία των δαιμονισμένων αποτελεί το σημάδι της αληθινής πίστεως: σημεία δε τοις πιστεύσασι ταύτα παρακολουθήσει· εν τω ονόματί μου δαιμόνια εκβάλουσι …31.
Στην υπόσχεση αυτή του Ιησού προς «εκείνους που θα πιστεύσουν» εδράζεται η μετέπειτα δράση των εξορκιστών- θεραπευτών τη πρώτης Εκκλησίας. Άλλωστε, η επίκληση του ονόματος του Χριστού για την εκδίωξη των δαιμόνων από τους δαιμονισμένους ανθρώπους αποτελεί εξουσία, που έδωσε ο Χριστός στους δώδεκα Μαθητές Του32 33, αλλά και στον ευρύτερο κύκλο των εβδομήκοντα, οι οποίοι υπέστρεψαν μετά χαράς λέγοντες· Κύριε και τα δαιμόνια υποτάσσεται ημίν εν τω ονόματί σου33. Ο Χριστός, όμως, τονίζει ότι η εξουσία αυτή των Μαθητών δεν θα πρέπει να αποτελέσει αιτία επάρσεώς τους34.
Στο σημείο αυτό, ακριβώς, είναι επιβεβλημένο να τονίσουμε ότι η εξουσία των Χριστιανών να εκδιώκουν τους δαίμονες «στο όνομα του Κυρίου» δεν είναι αυτόνομη, αλλά θα πρέπει να εκφράζεται μέσα από το γεγονός της πίστεως και της συνεπούς χριστιανικής ζωής: Ον πας ο λέγων μοι Κύριε, Κύριε, εισελεύσεται εις την βασιλείαν των ονρανών, αλλά ποιων το θέλημα τον Πατρός μου τον εν ουρανοίς. Πολλοί έρουσι μοι εν εκείνη τη ημέρα· Κύριε, Κύριε, ον τω σω ονόματι…δαιμόνια εξεβάλομεν;…και τότε ομολογήσω αυτοίς ότι ουδέποτε έγνων ημάς· αποχωρείτε απ’ εμού οι εργαζόμενοι την ανομίαν 35.
β) Ο δαιμονισμός, ως ασθένεια
Όπως ήδη τονίστηκε, ο Κύριος χρησιμοποίησε ιδιαίτερο τρόπο για τη θεραπεία των δαιμονισμένων. Οι μαρτυρίες των σχετικών με το θέμα Συνοπτικών διηγήσεων συνηγορούν άλλοτε υπέρ της διακρίσεως και άλλοτε υπέρ του συσχετισμού του δαιμονισμού με τις υπόλοιπες ασθένειες. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες αυτές, ο Χριστός «εθεράπευε» τους αρρώστους, αλλά «εξεδίωκε» τα δαιμόνια36. Η διαφορά δεν είναι απλώς εννοιολογική, εάν συνειδητοποιήσουμε ότι ο όρος «θεραπεία» δεν χρησιμοποιείται περί του δαιμονισμού. Στο συμπέρασμα, πάντως, ότι ο δαιμονισμός διακρίνεται ως ιδιαίτερο νόσημα οδηγεί η μαρτυρία ότι ο Κύριος εθεράπευε τους «αρρώστους, δαιμονισμένους, σεληνιαζομένους και παραλυτικούς»37, όπως δε μαρτυρεί ο απ. Πέτρος στην ομιλία του προς τον Κορνήλιο, ο Ιησούς διήλθεν ευεργετών και ιώμενος πάντας τους καταδυναστευομένους υπό του διαβόλου (Πρ. 10, 38).
Φαίνεται, όμως, ότι ο δαιμονισμός θεωρείται και ως κατάσταση ασθένειας. Στη διήγηση του Κατά Ματθαίον περί του παιδιού, το οποίο κατεχόταν από δαιμονικό πνεύμα38, σημειώνεται ότι «σεληνιάζεται και κακώς πάσχει». Είναι, επομένως, σαφές ότι ο δαιμονισμός εντάσσεται στις ασθένειες που τυραννούν τον άνθρωπο («κακώς πάσχει»), άλλα και ότι συγκεκριμενοποιούνται τα παθολογικά του συμπτώματα με τη μαρτυρία περί επιληπτικής καταστάσεως. Γι’ αυτό ο στίχος 18 της σχετικής διηγήσεως επισημαίνει ότι εξήλθε το δαιμόνιον… και εθεραπεύθη (εθεωρείτο, επομένως, ως άρρωστος). Η ίδια έννοια της «θεραπείας» σχετικά με την εκδίωξη των πονηρών πνευμάτων μαρτυρείται και σε άλλες συναφείς περιπτώσεις38 39.
Η ασθένεια, με τους πόνους που τη συνοδεύουν, θέτει ένα πρόβλημα στους ανθρώπους όλων των εποχών. Στην αρχαία ανατολή, ο κόσμος έβλεπε την ασθένεια ως μάστιγα που προκαλούσαν τα πονηρά πνεύματα ή που έστελναν οι θεοί, οργισμένοι από μία λατρευτική παράλειψη40. Γι’ αυτό έκαναν εξορκισμούς προορισμένους να διώξουν τους δαίμονες και εκλιπαρούσαν τη συγγνώμη των θεών με ικεσίες και θυσίες41. Η Παλαιά Διαθήκη εκφράζει την ίδια αντίληψη περί της σχέσεως του διαβόλου με τη σωματική ασθένεια42. Κυρίως στον μετά την εξορία ιουδαϊσμό τονίζεται η ιδέα ότι η επιρροή των δαιμόνων πάνω στον κόσμο φανερώνεται με την ασθένεια43.
Ο Ιησούς διακηρύσσει την ίδια άποψη κατά τη θεραπεία της συγκύπτουσας γυναίκας, την ασθένεια της οποίας θεωρεί ως «δεσμά του διαβόλου»44. Στην περίπτωση αυτή είναι σαφές ότι η ασθένεια της συγκύπτουσας συμπίπτει με την κατοχή από το διάβολο. Η ίδια κατοχή υπονοείται από τον απ. Παύλο, ο οποίος αποκαλεί την ασθένειά του ως άγγελο σατάν45 (υπηρέτη του σατανά). Στις καινοδιαθηκικές αυτές μαρτυρίες, η κατοχή από το δαίμονα συνδυάζεται με παθολογικά συμπτώματα και μπορεί να θεωρηθεί ως ασθένεια.
Εξορκισμοί και θεραπείες δαιμονιζομένων στην Εκκλησία των οκτώ πρώτων αιώνων (έως της εμφανίσεως των πρώτων χειρογράφων ευχολογίων)
α) Η πρώτη Εκκλησία, και το χάρισμα των εξορκιστών
Όπως αναφέρθηκε, ζώντος ήδη του Κυρίου, οι Απόστολοι εξεδίωκαν τους δαίμονες από τους ανθρώπους. Το εξορκιστικό αυτό έργο συνεχίστηκε και στα πρώτα βήματα της νεοσύστατης Εκκλησίας: ο απ. Φίλιππος θεραπεύει τους «έχοντες ακάθαρτα πνεύματα» (τα όποια βοώντα φωνή μεγάλη εξήρχετο46), ενώ ο απ. Παύλος εκδιώκει με εξορκιστικά λόγια το «μαντικό πνεύμα» από την παιδίσκη των Φιλίππων (παραγγέλλω σοι εν τω ονόματι Ιησού Χριστού εξελθείν απ’ αυτής47). Το έργο, μάλιστα, της εκδιώξεως των δαιμόνων ασκείται από τον απ. Παύλο και χωρίς εξορκιστικά λόγια46 47 48 και αποτελεί μία βασική αποστολή της κλήσεώς του49 50.
Ο Σταυρός του Κυρίου αποτελούσε, ήδη από την πρώτη Εκκλησία, το όπλο κατά του διαβόλου. Πρόκειται για μία θεολογική θέση, η οποία απορρέει από τη διδασκαλία του ίδιου του Κυρίου: Νυν κρίσις εστίν του κόσμου τούτου. Νυν ο άρχων του κόσμου τούτου εκβληθήσεται έξω καγω εάν υψωθώ εκ της γης, πάντας ελκύσω προς εμαυτόν. Τούτο δε έλεγεν σημαίνων ποίω θανάτω ήμελλεν αποθνήσκειν50. Είναι θεμιτό, επομένως, να συμπεράνουμε ότι το σημείο του Σταυρού αποτελούσε μία «τελετουργική κίνηση» κατά τη διαδικασία του εξορκισμού στην πρώτη Εκκλησία51.
Το έργο της δια των εξορκισμών θεραπείας των δαιμονιζομένων δεν θα πρέπει να εξένιζε το ιουδαϊκό περιβάλλον της πρωτοχριστιανικής Εκκλησίας. Στο περιβάλλον αυτό οι εξορκισμοί ήταν γνωστοί, αφού ο ίδιος ο Κύριος αναφέρει ότι «οι υιοί» των Φαρισαίων «εξέβαλαν» δαιμόνια52, ενώ πληροφορούμαστε για τη δράση επτά ιουδαίων εξορκιστών, παιδιών του αρχιερέως Σκευά, οι οποίοι επεχείρησαν… ονομάζειν επί τους έχοντας τα πνεύματα τα πονηρά το όνομα του Κυρίου Ιησού λέγοντες· ορκίζομεν υμάς τον Ιησούν, ον ο Παυλος κηρύσσει53.
Υπάρχουν μαρτυρίες περί ενός εβραϊκού «τυπικού» εκδιώξεως των δαιμόνων από τους ασθενείς, που συνίστατο στην επίθεση των χειρών με τη συνοδεία επικλήσεως του ονόματος του Θεού και ενός βιβλικού κειμένου53 54. Ανάλογες πρακτικές αποκαλύπτουν και τα χειρόγραφα της Νεκράς Θαλάσσης55 56, ενώ ο Φλάβιος Ιώσηπος μαρτυρεί περί της υπάρξεώς του στον ιουδαϊσμό του Α’ μ.Χ. αι., συνδέοντάς τις με τις παλαιότερες ευχές και πρακτικές που ανάγονται στο Σολομώντα56. Αλλά και κατά το Α’ ήμισυ του Β’ μ.Χ. αι., ο φιλόσοφος και μάρτυρας Ιουστίνος αναφέρεται σε Ιουδαίους εξορκιστές, οι οποίοι εξόρκιζαν στο όνομα των «βασιλέων ή δικαίων ή προφητών ή πατριαρχών», αλλά και στο όνομα «του Θεού Αβραάμ και Θεού Ισαάκ και Θεού Ιακώβ», ενώ παράλληλα χρησιμοποιούσαν και ειδωλολατρικές τεχνικές (θυμιάματα, καταδέσμους)57.
Στην πρώτη Εκκλησία διαπιστώνουμε την ύπαρξη ειδικής τάξεως εκκλησιαστικών λειτουργών, οι οποίοι είχαν ο χάρισμα του «εξορκίζειν»58. Επρόκειτο για προσωπικό χάρισμα, το οποίο μπορούσε να λάβει κάθε Χριστιανός59 και το οποίο είχε σχέση με το χάρισμα των θεραπευτών60. Φαίνεται ότι οι εξορκισμοί αποτελούσαν καθημερινό μέλημα της Εκκλησίας61, ο δε «εξορκιστής» εθεωρείτο ανώτερος του «αναγνώστη»62. Στις αρχές του Γ’ μ.Χ. αι., η Αποστολική Παράδοση του Ιππολύτου Ρώμης (μία από τις σημαντικότερες ιστορικές πηγές περί της λατρείας κατά τους τέσσερεις πρώτους αιώνες), αναφέρεται στους «θεραπευτές», επί των οποίων «δεν γινόταν κάποια χειροθεσία, αλλά επαφιόταν στα γεγονότα να δείξουν εάν είχαν όντως το χάρισμα»63. Φαίνεται, επομένως, ότι έως και τον Γ’ μ.Χ. αι. οι εξορκιστές αποτελούσαν ιδιαίτερη ομάδα χαρισματούχων64. Μετά την υποχώρηση, όμως, του θεσμού των χαρισματούχων τέθηκαν υπό την εποπτεία των λειτουργών65. Το γεγονός αυτό αποκαλύπτεται σε επιστολή του πάπα Κορνήλιου (περί το 251 μ.Χ.) προς τον Φαβιανό Αντιοχείας (την οποία διασώζει ο Ευσέβιος Καισαρείας)66, ενώ και η αρχαιότατη λειτουργία του αγίου Ιακώβου του Αδελφοθέου μνημονεύει τους εξορκιστές στις τάξεις των εκκλησιαστικών λειτουργών67.
Στην ανατολική Εκκλησία των πρώτων αιώνων φαίνεται ότι η θέση του εξορκιστή παρέμεινε ανεξάρτητη από την ιερωσύνη. Ο Ωριγένης φωτίζει το ερώτημα αυτό με την αναφορά του στους εξορκίζοντες: επισημαίνει ότι ήσαν «αρκετοί» εκείνοι που εξεδίωκαν τους δαίμονες, αλλά τους αποκαλεί «ιδιώτες», οι οποίοι «δεν χρησιμοποιούσαν κάποια μαγική η φαρμακευτική μέθοδο, αλλά μόνο ευχές και απλούς εξορκισμούς»68. Υπήρχε, επομένως, ακόμα η ειδική τάξη των εξορκιστών69 70. Οι άνδρες που εξόρκιζαν είχαν «οικειότητα» με την επίκληση του ονόματος του Θεού κατά των δαιμόνων70, αλλά είναι σαφές ότι δεν πρόκειται για τους έχοντες το ιερατικό χάρισμα. Στο τέλος του Δ’ μ.Χ. αι., οι Αποστολικές Διαταγές μαρτυρούν περί διακρίσεως του «χαρίσματος των εξορκιστών» από τους «χειροτονημένους λειτουργούς», επισημαίνουν, όμως, τη δυνατότητα χειροτονίας του εξορκιστή «εάν υπάρχει ανάγκη»71. Την ύπαρξη παρόμοιας δυνατότητας πιστοποιεί και ο Ευσέβιος Καισαρείας, ο οποίος μαρτυρεί περί ενός «Ρωμανού από την Αντιόχεια, διακόνου και εξορκιστή»72.
Σε αντίθεση, όμως, με την ανατολική, η δυτική Εκκλησία υιοθέτησε (κατά τη διάρκεια του Ε’ μ.Χ. αι.) τη χειροτονία για τους εξορκιστές. Το πρώτο τυπικό μιας παρόμοιας χειροτονίας διασώζεται στο έργο Statuta Ecclesiae antiquae («διατάξεις της πρώτης Εκκλησίας»), το οποίο χρονολογείται περί το 500 μ.Χ. και προέρχεται από τη νοτιοανατολική Γαλλία73 74. Στη μαρτυρία αυτή επισημαίνεται ότι ο εξορκιστής λαμβάνει, δια της χάριτος, την αποστολή να εξορκίζει, επιθέτοντας τα χέρια στους «ενεργούμενους» και στους «υποψήφιους για το Βάπτισμα».
β) Οι μαρτυρίες των λειτουργικών πηγών και της εκκλησιαστικής γραμματείας
Ήδη από τον Β’ μ.Χ. αι., οι υπάρχουσες μαρτυρίες πιστοποιούν ότι η Εκκλησία συνέχισε το έργο των εξορκιστών στους «ενεργούμενους από ακάθαρτα πνεύματα». Ο φιλόσοφος και μάρτυρας Ιουστίνος (+165 μ.Χ.) επιβεβαιώνει την ύπαρξη «πολλών Χριστιανών», οι οποίοι επορκίζοντες κατά του ονόματος Ιησού Χριστού του σταυρωθέντος επί Ποντίου Πιλάτου… ιάσαντο και έτι νυν ιώνται, καταργούντες και εκδιώκοντες τους κατέχοντας τους ανθρώπους δαίμονας74. Στη μαρτυρία του αυτή, ο Ιουστίνος αντιδιαστέλλει την εξορκιστική δύναμη των Χριστιανών από την αδυναμία των άλλων πάντων επορκιστών και επαστών και φαρμακευτών, ενώ φαίνεται ότι συγχέει την κατοχή από το διάβολο με τη σωματική ασθένεια75. Σε δύο άλλες περιπτώσεις του Διαλόγου προ Τρύφωνα, ο Ιουστίνος τονίζει στον εβραίο συνομιλητή του την εξορκιστική δύναμη του ονόματος του Ιησού, δια του οποίου «υποτάσσονται τα δαιμόνια»76. Η δύναμη αυτή του ονόματος αποτελεί κοινό τόπο στην εκκλησιαστική γραμματεία77. Η τρίτη μαρτυρία του Ιουστίνου στο Διάλογο εμφανίζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, επειδή τα εξορκιστικά λόγια συνιστούν μια «έκθεση πίστεως»78· γι’ αυτό διατυπώθηκε η άποψη ότι οι εξορκισμοί επείχαν θέση κάποιας αρχικής διατυπώσεως της πίστεως79.
Εξορκισμός κατά του ονόματος του όντως Θεού μαρτυρείται και από το Θεόφιλο Αντιοχείας (+180 μ.Χ.)80, αλλά και από το σύγχρονό του Τερτυλλιανό81, ο οποίος παρέχει αρκετές μαρτυρίες στο έργο του De anima82. Σε άλλες μαρτυρίες του αναφέρεται στην τεχνική του εξορκισμού (επίθεση των χειρών του ιερέα επί του αρρώστου, εμφύσηση στο στόμα και εξορκιστικά λόγια)82 83, αλλά και στην απογοήτευση να γίνεται εξορκισμός από γυναίκες84. Ιδιαίτερη εντύπωση προκαλεί η μαρτυρία του Τερτυλλιανού ότι ο εξορκισμός ολοκληρώνεται όταν «το ακάθαρτο πνεύμα διαδηλώσει τη δαιμονική του ιδιότητα, όπως σε άλλες περιπτώσεις εμφανιζόταν ψευδώς ως Θεός»85 86 87 88.
Στα τέλη του Β’ μ.Χ. αι. χρονολογείται το απόκρυφο κείμενο υπό τον τίτλο Πράξεις Πέτρου και Σιμώνης (περί το 180-190 μ.Χ.). Στο κείμενο αυτό διασώζεται μία εξορκιστική φράση, η οποία φαίνεται ότι αποτελούσε τμήμα ενός μεγαλύτερου εξορκισμού86. Εκείνος, όμως, που αναπτύσσει λεπτομερώς το θέμα των εξορκιστών, είναι ο Μινούκιος Φίλικας, Χριστιανός απολογητής στη Ρώμη περί τα τέλη του Β’- αρχές του Γ’ μ.Χ. αι. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του, «οι δαίμονες εκδιώκονται από τις φλόγες της προσευχής και τα βασανιστήρια των λόγων… εξορκιζόμενοι δε, στο όνομα του μοναδικού και αληθινού Θεού, τρέμουν εντός των ανθρωπίνων σωμάτων που έχουν καταλάβει και είτε εξέρχονται αμέσως, είτε εξαφανίζονται σταδιακά, σύμφωνα με την πίστη του ασθενούς και τη δραστικότητα της χάριτος του εξορκιστή87». Είναι σαφές ότι ο Μινούκιος Φίλικας αναφέρεται σ’ ένα τελετουργικό θεραπείας των δαιμονισμένων, το οποίο συνίστατο σε προσευχή και σε εξορκισμούς . Η μαρτυρία του περί εξορκισμού «εις το όνομα του Θεού» ενισχύει τις προηγούμενες αντίστοιχες μαρτυρίες, αλλά η αναφορά στην πίστη του ασθενούς και στη χάρη του εξορκιστή αποκαλύπτουν ένα εκκλησιολογικό πλαίσιο της εξορκιστικής πράξεως: επρόκειτο, δηλαδή, περί ενδοεκκλησιαστικής διαδικασίας και όχι περί μαγικής πρακτικής που είχε υιοθετηθεί από τους Χριστιανούς.
Σε κοντινή, χρονικώς, απόσταση από τη μαρτυρία του Μινούκιου, ευρίσκεται μία εξορκιστική φράση που διασώθηκε σε φύλλο χρυσού στη Βηρυτό (χρονολογείται περί τις αρχές του Γ’ μ.Χ. αι.). Ο μαρτυρούμενος εξορκισμός (εξορκίζω σε, ω Σατανά, και ευμενίζω ίνα μήποτε καταλείπης τον τόπον σου, επί τω ονόματι του Κυρίου Θεού ζώντος88) θα μπορούσε να χαρακτηριστεί περισσότερο ως πρόληψη, παρά ως θεραπεία των δαιμονισμένων, υπό την έννοια ότι στοχεύει στην απομόνωση του διαβόλου και στην απαγόρευση εξόδου του από τον τόπο της κατοικίας του. Την αδυναμία των εξορκιζομένων δαιμόνων καταγράφει κατά τον Γ’ μ.Χ. αι. ο Κυπριανός, ο οποίος τονίζει ότι οι εξορκιστικοί λόγοι αποτελούν «μαστίγωμα του διαβόλου που ομολογεί τη μέλλουσα και τελική καταδίκη του»89.
Η πράξη του εξορκισμού για τη θεραπεία των δαιμονιζομένων μαρτυρείται, πλέον, όλο και περισσότερο. Κείμενα εξορκισμών, όπως αυτό των αποκρύφων Πράξεων Πέτρου και Παύλου (Γ’ μ.Χ. αι.)90 ή των αποκρύφων Πράξεων Ιωάννου (Δ’ μ.Χ. αι.)91, αποκαλύπτουν την παγίωση της εξορκιστικής πράξεως. Μπορεί, όμως, η όλη αυτή διαδικασία να χαρακτηριστεί ως λειτουργική, όπως χαρακτηρίζουμε τη μη εξορκιστική επίκληση της αρχαιότατης Λειτουργίας του αγ. Ιακώβου του Αδελφοθέου92;
Η απάντηση στο ερώτημα αυτό δίδεται από τα σημαντικότερα κείμενα εξορκιστικών ευχών του Δ’ μ.Χ. αι., η ύπαρξη των οποίων αποδεικνύει ότι είχε διαμορφωθεί κάποια λειτουργική πράξη. Αναφερόμαστε στους φερόμενους υπό το όνομα του «μάρτυρος Κυπριανού» εξορκισμούς, καθώς και στις «ευχές επί ενεργουμένων» των Αποστολικών Διαταγών.
Επτά εξορκιστικές ευχές διασώζονται υπό το όνομα του αγίου Κυπριανού. Το περιεχόμενο των εξορκισμών αυτών ποικίλλει κατά περίπτωση: (α) Απευθύνεται προς το Θεό το αίτημα «λύσεως» από πάσης μαγείας και φθόνον και έριδος και οφθαλμού κακού, αλλά και «δραπετεύσεως των δαιμόνων», ώστε «να έλθει βροχή, να βγάλουν καρπούς τα δέντρα, να γεννούν οι γυναίκες και να λύονται οι άνθρωποι από κάθε δεσμό»93. (β) Παράκληση εάν έσται δεδεμένον ευδαιμόνιον η γοητεία η φαρμακία η από οφθαλμών πονηρών η κακών, ίνα λυθή η κακία αυτή και οι κατοικούντες εν αυτή από παντός έργον πονηρού και ίνα λυτρωθή και ίνα επιστρέψη ο πόνος επί την κεφαλήν τον εργαζομένου την ανομίαν94. (γ) Με την αναφορά στα ονόματα της Παναγίας και του αγ. Κυπριανού, γίνεται, «δέσμευση και αναθεματισμός και λύση όλων των πνευμάτων της κακίας και της πονηρίας και όλων των δαιμόνων», καθώς και «των οφθαλμών του κακού ανθρώπου»94 95 96. (δ) Παράκληση προς την Αγία Τριάδα, ίνα πας άνθρωπος η οίκος η αμπέλων η κήπος, εν ω γέγονε πνεύμα πονηρίας, φθόνου η φαρμακίας η μαγίας, όταν αναγνωσθή ενώπιον αυτού η παρούσα ευχή.. λυθή96. (ε) «Λύση του δεσμού των κακών ανθρώπων… των κακών φαντασιών, του κακού δαίμονος και των πνευμάτων πονηρίας»97 98. (στ) Προσευχή προς το Θεό, ίνα γένηται η ευχή και η δέησις, τείχος οχυρόν και υψηλόν… και ίνα λυθώσιν (οι δούλοι του Θεού) από των τριακοσίων και εξήκοντα μαγικών έργων, άτινα διλέρχονται εις βλάβην των ανθρώπων98. (ζ) Δι’ ευχών της υπεραγίας Θεοτόκου και πάντων των αγίων δεσμεύομεν και καταργούμεν και διώκομεν πάντα τα πνεύματα αποστατούντα και τας δοκιμασίας αυτών και τα φοβερά βλέμματα τον Σατανά… τω πάθει του μονογενούς υιού του Θεού του σταυρωθέντος εν Γολγοθά επί Πιλάτου και τω τόπω του σταυρού σου, δεσμεύω πάντα τα πονηρά και των κακοδαιμόνων και πονηρών ανθρώπων οφθαλμούς του μη έχειν εξουσίαν ή εν έργω ή εν λόγω, προσεγγίσαι εις τον δούλον σου 99.
Η εξουσία αυτού που εξορκίζει με τις παραπάνω ευχές συνίσταται στη δύναμη της επικλήσεως «του Θεού», του «Ιησού», «της Αγίας Τριάδος», «της Θεοτόκου» και «του αγίου Κυπριανού». Ο επικλητικός χαρακτήρας των ευχών αυτών συνηγορεί υπέρ του λειτουργικού χαρακτήρα τους και, επομένως, υπέρ της απόψεως ότι οι εξορκίζοντες ήσαν ιερείς. Η όλη εικόνα του θέματος φαίνεται σαφέστερα: η δράση των εξορκιστών φθάνει έως του Γ’ μ.Χ. αι και στηρίζεται στο χάρισμα που έχουν λάβει, το οποίο διακρίνεται από κάθε αντίστοιχη μαγική δύναμη. Από το Δ’ μ.Χ. αι., η εξορκιστική διαδικασία ανατίθεται στους ιερείς, οπότε και επενδύεται μ’ ένα λειτουργικό χαρακτήρα (διαμόρφωση ευχών και πιθανών τελετουργικών στοιχείων). Περί τα τέλη του εν λόγω αιώνα, οι Αποστολικές Διαταγές παρέχουν σαφείς μαρτυρίες για το λειτουργικό χαρακτήρα των εξορκισμών.
Πρόκειται περί της Θείας Λειτουργίας των Αποστολικών Διαταγών, όπου παρατίθενται κατ’ αρχάς οι διακονικές αιτήσεις για τους ενεργούμενους υπό πνευμάτων ακαθάρτων: Εύξασθε οι ενεργούμενοι υπό πνευμάτων ακαθάρτων. Εκτενώς υπέρ αυτών δεηθώμεν, όπως ο φιλάνθρωπος Θεός δια του Χριστού επιτιμήση τοις ακαθάρτοις και πονηροίς πνεύμασι και ρύσηται τους αυτού ικέτας από της αλλοτρίου καταδυναστείας- ο επιτιμήσας τη λεγεώνι των δαιμόνων και τω αρχεκάκω διαβόλω, επιτιμήση αυτός και νυν τοις αποστάταις της ευσεβείας και ρύσηται τα εαυτού πλάσματα από της ενεργείας αυτών και καθαρίση αυτά, α μετά πολλής σοφίας εποίησεν. Έτι εκτενώς υπέρ αυτώ δεηθώμεν· σώσον και ανάστησον αυτούς ο Θεός, εν τη δυνάμει σου· κλίνατε οι ενεργούμενοι και ευλογείσθε100.
Ακολουθεί η «ευχή Επισκόπου για τους ενεργούμενους»: Και ο Επίσκοπος επευχέσθω λέγων· «Ο τον ισχυρόν δήδας και πάντα τα σκεύη αυτού διαρπάσας, ο δους ημίν “ως στρουθίον παιδίοις, ον φρίττει και τρέμει πάντα από προσώπου δυνάμεώς σου”, ο ρήξας αυτόν “ως αστραπήν εξ ουρανού: εις γην, ου τοπικώ ρήγματι, αλλά από τιμής εις ατιμίαν δι’ εκούσιον αυτού κακόνοιαν- ου το βλέμμα ξηραίνει αβύσσους και η απειλή τήκει όρη και “η αλήθεια μένει εις τον αιώνα”, ον υμνούσιν και προσκυνούσιν άγγελοι- ο επιβλέπων επί την γην και ποιών αυτήν τρέμειν, ο απτόμενος των ορέων και καπνίζονται, απειλών θαλάσση και ξηραίνων αυτήν και πάντας τους ποταμούς αυτής εξερημών, ου νεφέλαι κονιορτός των ποδών, ο περιπατών επί θαλάσσης ως επ’ έδάφους”, μονογενη Θεέ, μεγάλου πατρός υιε, επιτίμησον τοις πονηροίς πνεύμασιν και ρύσαι “τα έργα των χειρών σου” εκ της του αλλοτρίου πνεύματος ενεργείας, ότι σοι δόξα, τιμή και σέβας και δια σού τω σώ πατρί εν αγίω πνεύματι εις τους αιώνας- αμήν. Και ο διακονος λεγέτω· προέλθετε οι ενεργούμενοι101.
Το λειτουργικό πλαίσιο και των δύο εξορκιστικών ευχών είναι σαφέστατο. Όπως όλα τα Μυστήρια και οι ακολουθίες, έτσι και οι εν λόγω ευχές ήσαν εντεταμένες στη Θεία Ευχαριστία102. Είναι εμφανής ο βιβλικός χαρακτήρας των ευχών αλλά και η όλη εκκλησιολογική τους δομή, υπό την έννοια ότι ο Επίσκοπός και ο διάκονος εύχονται κατά τη διάρκεια της ευχαριστιακής συνάξεως και, επομένως, αποκλείεται κάθε περίπτωση μεμονωμένης εξορκιστικής δραστηριότητας. Το κεντρικό σημείο και των δύο δεήσεων είναι ότι ο Θεός θα λυπηθεί το πλάσμα Του και θα το διαφυλάξει από τη δαιμονική προσβολή103. Εκεί εστιάζεται όλη η δύναμη των ευχών· αυτή είναι η «λέξη που κατατροπώνει τα αόρατα πνεύματα» και θεραπεύει τους πάσχοντες από αυτά (όπως τονίζει ο Ιλάριος Πικταύων περί τα μέσα του Δ’ μ.Χ. αι.104, αλλά και ο σύγχρονός του Μ. Αθανάσιος105).
Οι μαρτυρίες περί εξορκισμών στη Δυτική Εκκλησία μετά το Δ’ μ.Χ. αι. είναι εξίσου σημαντικές. Η διήγηση περί των εξορκισμών του αγίου Μαρτίνου της Τουρώνης την οποία μας διασώζει ό ιστορικός Σουλπίκιος Σεβήρος (360-420 μ.Χ.) είναι αποκαλυπτική106: κάθε φορά που ο άγιος Μαρτίνος εγκατέλειπε το κελλί του για να πάει στο ναό του μοναστηριού του, τον ανέμεναν ενεργούμενοι από ακάθαρτα πνεύματα, οι οποίοι «εκραύγαζαν και έφριτταν» βλέποντας το Μαρτίνο και παρουσίαζαν υπερφυσικά συμπτώματα. Ο άγιος προσευχόταν σιωπηλά και, ακολούθως, απευθυνόταν με εξορκιστικούς λόγους στον καθένα ενεργούμενο, ο οποίος εκραύγαζε το όνομα του δαίμονος που τον κατείχε. Η όλη εξορκιστική διαδικασία ετελείτο στο ναό και με βάση συγκεκριμένους λόγους. Παρόμοια μαρτυρείται και η τακτική του Αμβροσίου Μεδιολάνων, ο οποίος εθεράπευε τους ενεργούμενους με ευχές, εξορκισμούς και επίθεση των χειρών107, ενώ ο σύγχρονός του Αυγουστίνος συγκαταριθμεί τους εξορκισμούς στα «sacramenta», δηλαδή στις ιεροτελεστίες της Εκκλησίας, επιβεβαιώνοντας έτσι το λειτουργικό τους χαρακτήρα108.
Κάποια κείμενα εξορκισμών στη δυτική Εκκλησία διασώθηκαν και μαρτυρούν περί της, ολίγον κατ’ ολίγον, ευχολογιακής διαμορφώσεως της εξορκιστικής διαδικασίας. Αναφερόμαστε στο σημαντικό κείμενο ευχής εξορκισμού, το οποίο περιέχεται σε πάπυρο του Ε’ μ.Χ. αι. στο Μουσείο Γκιζέ (αριθμός 10263) και το οποίο απηχεί πιθανόν την ελληνόφωνη λειτουργική πράξη της Κάτω Ιταλίας: Επικαλούμαι σε Θεόν των ουρανών και Θεόν της γης και Θεόν… ελθέ το έλεος ο Θεός του αιώνος… αι αρχαί και εξουσίαι και κοσμοκράτορες του σκότους η και ακάθαρτον πνεύμα η και πτώσις δαιμόνων μεσημβριναίς ώραις, ει δε ρίγος, ει δε πυρέττιον, ει δε ριγοπυρέττιον, ει δε κάκωσις απανθρώπων, ει δε εξουσίαι του αντικειμένου, μη ισχύουσι κατά της εικόνος διο επλάσθη εκ χειρός της σης θεότητος… 109. Την ίδια εποχή χρονολογείται μία εξορκιστική επιγραφή που βρέθηκε στην περιοχή της σημερινής Κροατίας110. Αλλά και λίγο αργότερα, στις αρχές του Ζ’ μ.Χ. αι., ο Ισίδωρος Σεβίλλης μαρτυρεί περί «της εκδιώξεως» του ακαθάρτου πνεύματος από τους ενεργούμενους, με τη Χρήση εξορκιστικών λόγων111 112.
Πλησιάζει η εποχή των πρώτων χειρόγραφων ευχολογίων (Η’ μ.Χ. αιώνας), στα οποία πλέον καταχωρίζονται οι ευχές και οι εξορκισμοί για τους ενεργούμενους από ακάθαρτα πνεύματα, παρέχοντας έτσι τη δυνατότητα της πλήρους και συστηματικής μελέτης τους. Στη λειτουργική παράδοση των οκτώ πρώτων αιώνων παρατηρήσαμε την εξέλιξη του θέματος από το εξορκιστικό χάρισμα κάποιων Χριστιανών έως τη λειτουργική διαμόρφωση της όλης εξορκιστικής διαδικασίας. Οι ποικίλες μαρτυρίες, είτε ευχών εκδιώξεως των δαιμόνων, είτε εξορκιστικών πράξεων, πιστοποιούν τη βεβαιότητα ότι ο Χριστός, όντας ανώτερος του διαβόλου, θα απόβει νικητής στη μεταξύ τους αναμέτρηση. Την αλήθεια αυτή διατυπώνει το τέλος μιας έξορκιστικής επιγράφης του Ε’ μ.Χ. αι., η οποία «υπενθυμίζει» στο διάβολο την τελική του ήττα: Χριστού το νίκος· φεύγε 112.
Οι παλαιότερες χειρόγραφες ευχολογιακές μαρτυρίες περί των εξορκισμών και η σημερινή τους μορφή στο Μεγάλο και Μικρό Ευχολόγιο
Τα πρώτα διασωθέντα χειρόγραφα ευχολόγια χρονολογούνται από το τέλος του Η’ μ.Χ. αι. και περιέχουν πολλές και ενδιαφέρουσες εξορκιστικές ευχές.
Σε ορισμένες εξ αυτών, και κυρίως από τον τρόπο με τον οποίο διατυπώνονται τα αιτήματα της Ευχής, υπονοούνται ως αίτια η αμαρτία και η απομάκρυνση του ανθρώπου από το σώμα της Εκκλησίας και την Μυστηριακή ζωή, ενώ σε κάποιες άλλες Ευχές η ζήλεια και ο φθόνος άλλων ανθρώπων (συνήθως χωρίς να θίγεται η όποια ευθύνη του πάσχοντος).
Νοηματικός πυρήνας των «Εξορκιστικών Ευχών» είναι η κατάργηση κάθε δαιμονικής επηρείας ή η εκδίωξη των πονηρών πνευμάτων με την επίκληση του ονόματος του Τριαδικού Θεού. Μέσα απ’ αυτόν τον κεντρικό νοηματικό πυρήνα εμφαίνονται τρία επί μέρους νοηματικά πλαίσια εντός των οποίων κινούνται οι εξορκιστικές Ευχές:
α) Η παντοδυναμία του Θεού εκφραζόμενη εν αγάπη στο δημιουργικό, συνεκτικό και προνοητικό έργο Του για την αποκατάσταση και σωτηρία πάσης της κτίσεως, με κεντρικό δημιούργημα τον «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεού» πλασθέντα άνθρωπο. Στο πλαίσιο αυτό έχουμε συχνές αναφορές στον Τριαδικό Θεό εκ της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, ενώ ακόμα πιο συχνές είναι οι αναφορές στο επί γης σωτήριο έργο του ενανθρωπήσαντος Δευτέρου προσώπου της Αγίας Τριάδος, του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Με τις αναφορές αυτές καταδεικνύονται η αγάπη του Θεού και η δωρεά της χάριτός Του προς τον άνθρωπο, η παντοδυναμία Του και η κατάλυση πάσης δαιμονικής ενεργείας, καθώς και η λύτρωση και σωτηρία του ανθρώπου.
β) Η δαιμονική επήρεια στον άνθρωπο (μέχρι και της κατοχής αυτού υπό δαίμονος η δαιμόνων), απόρροια του σκοτεινού αγώνος του διαβόλου. Ο διάβολος και το εκπεσών μετ’ αυτού αγγελικό τάγμα προσπαθούν να καρπωθούν μέρος κάθε πτυχής της ζωής του ανθρώπου για να αμαυρώσουν το «κατ’ εικόνα Θεού» και πολεμούν κάθε δυνατότητα σωτηρίας για να ακυρώσουν την προοπτική του «καθ’ ομοίωσιν Θεού». Οι συχνές αναφορές στην πτώση του διαβόλου λόγω της υπερηφανείας του καταδεικνύουν ότι ο διάβολος αποβλέπει στην αναγωγή του σκοτεινού αγώνος του στον ίδιο τον Τριαδικό Θεό, στην πολεμική του θελήματος του Θεού «ος πάντας ανθρώπους θέλει σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν»113.
γ) Η ανάγκη του ανθρώπου για σωτηρία. Ο άνθρωπος, στην πορεία του προς τη σωτηρία, έχει να αντιμετωπίσει τα ποικίλα τεχνάσματα του διαβόλου. Η αμαρτία (με οποιαδήποτε προσωπική μετοχή και ευθύνη του ανθρώπου) και κάθε άλλη δαιμονική επήρεια στον άνθρωπο (ανεξαρτήτως αιτίας και αφορμής) λειτουργούν ως παράγοντες ανασταλτικοί της προς σωτηρίαν πορείας του ανθρώπου και ως παράγοντες διαιρετικοί της σχέσεως του ανθρώπου με το Θεό και το συνάνθρωπο. Η ανθρώπινη αδυναμία λαμβάνει ισχύ εκ της Θείας χάριτος και ακριβώς αυτήν την Θεία χάρη και βοήθεια ζητά αγωνιωδώς ο άνθρωπος.
Τα τρία αυτά επί μέρους νοηματικά πλαίσια δεν αποτελούν αυτόνομα μέρη των Ευχών, συνυφαίνονται, εναλλάσσονται και αναλόγως του τι θέλει να τονίσει ο συντάκτης της Ευχής δίδεται το βάρος σε ένα από τα τρία ή και εξ ίσου και στα τρία.
Επιπλέον, ο τρόπος με τον οποίο διατυπώνονται συνήθως τα αιτήματα των Ευχών οριοθετεί το πλαίσιο λειτουργίας και χρήσεώς τους, κυρίως όταν δια της επικλήσεως του ονόματος του Θεού αιτείται η απαλλαγή του ανθρώπου εκ της δαιμονικής επηρείας με σκοπό την επανένταξή του στη Μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας και την επίγνωση της αληθείας. Βλέπουμε, δηλαδή, ότι αν και οι «Εξορκιστικές Ευχές» πραγματεύονται το θέμα της απαλλαγής του ανθρώπου από κάθε δαιμονική ενέργεια, το ζητούμενο είναι η καλλιέργεια της εκκλησιολογικής συνείδησης του ανθρώπου και όχι η αυτονόμησή του.
Εξάλλου, αυτή η αυτονόμηση υπονοείται κάποιες φορές και ως αιτία της δαιμονικής επηρείας στον άνθρωπο.
Οι «Εξορκιστικές Ευχές» ενώ κάνουν λόγο για θεραπεία του πάσχοντος (άρα δαιμονισμός = ασθένεια) και ενώ πολλές εξ αυτών απαντώνται ανάμεσα σε «Ευχές ασθενείας» ή κάποιες επιγράφονται και ως Ευχές «εις παν είδος ασθενείας», από την άλλη, οι «Εξορκιστικές Ευχές» αποτελούν μία ιδιαίτερη ομάδα των «Περιστατικών Ευχών» σε αντίθεση με άλλες ασθένειες για τις οποίες δεν έχουμε τόση εξειδίκευση σε επίπεδο Ευχών. Για παράδειγμα, δεν έχουμε ιδιαίτερες Ευχές για παράλυση, για κώφωση, για ψυχικής φύσεως ασθένειες.
Αυτό μπορεί να σημαίνει δύο πράγματα. Το πρώτο και προφανές, ότι ο δαιμονισμός είναι ασθένεια με ιδιαίτερο χαρακτήρα η οποία πρέπει να προσεγγίζεται και να αντιμετωπίζεται με ανάλογο τρόπο. Το δεύτερο, το οποίο κάποιες «Εξορκιστικές Ευχές» αφήνουν να εννοηθεί, είναι η αντίληψη ότι υπάρχει στενός σύνδεσμος δαίμονος και ασθενείας· αντίληψη που κυριάρχησε σε ανατολικά θρησκεύματα και κατάλοιπά της διακρίνονται στις Ευχές που εξετάζουμε.
Θα επιχειρήσουμε συνοπτική αναφορά στις περί εξορκισμών μαρτυρίες των χειρογράφων ευχολογίων, με άξονα τη σημερινή τους μορφή στο Μεγάλο και Μικρό Ευχολόγιο.
Α). Στο εν χρήσει Μεγάλο Ευχολόγιο καταχωρίζονται επτά συνολικώς ευχές εξορκισμών, υπό τον τίτλο Ευχαί, ήτοι εξορκισμοί Βασιλείου του Μεγάλου και Ιωάννου του Χρυσοστόμου εις πάσχοντας υπό δαιμόνων· και εις εκάστην ασθένειαν114. Πρόκειται για τρεις «ευχές ήτοι εξορκισμούς » του Μ. Βασιλείου και για τέσσερεις αντίστοιχες ευχές του Ι. Χρυσοστόμου. Στο Μικρό Ευχολόγιο υπάρχει η Ακολουθία εις παράκλησιν ασθενών χειμαζομένων υπό πνευμάτων ακαθάρτων115, καθώς και η ευχή εις βασκανίαν114 115 116 117 118 (η οποία, όπως θα επισημάνουμε ακολούθως, περιέχει κάποια εξορκιστικά στοιχεία).
α). Η πρώτη ευχή του Μ. Βασιλείου (Ο Θεός των Θεών και κύριος των Κυρίων, ο των πυρίνων ταγμάτων δημιουργός… 117) μαρτυρείται σε δύο παλαιότατα χειρόγραφα ευχολόγια: στο υπ’ αριθμ. 226 ελληνικό ευχολόγιο της βιβλιοθήκης του Λένινγκραντ (του Ι’ μ.Χ. αι.118) υπό τον τίτλο Ευχή επί πνευμάτων ακαθάρτων του αγ. Βασιλείου119 και στο ύπ’ αριθμ. 2 ελληνικό ευχολόγιο της Κρυπτοφέρρης (του ΙΑ’ μ.Χ. αι.120 121) υπό τον τίτλο Αφορκισμός τον εν αγίοις πατρός ημών Βασιλείου εις ενοχλουμένους υπό πνευμάτων ακαθάρτων 121. Πρόκειται, επομένως, περί αρχαιότατης ευχής.
Το κείμενο της ευχής δίδει έμφαση στο γεγονός ότι ο Θεός είναι ο δημιουργός «των πυρίνων ταγμάτων» και των «αΰλων δυνάμεων» και ότι «απέρριψε» τον παρακούσαντα «αρχιστράτηγο» και τους συναποστάτας αυτώ Αγγέλους. Με βάση αυτή τη θεϊκή υπεροχή έναντι του διαβόλου, ο ιερέας επικαλείται το Θεό να «δώσει», ώστε αυτός ο «αφορισμός» που τελείται «στο φρικτό Του όνομα» να γίνει φόβητρο για το διάβολο (τον «προηγούμενο της πονηρίας») και «τις φάλαγγές του», να τον τρέψει σε φυγή και να «αναχωρήσει παντελώς», ώστε να μην «εργασθεί» κάτι βλαβερό κατά της εσφραγισμένης εικόνος (δηλαδή του βαπτισμένου). Επικαλείται, επίσης, το Θεό ώστε να λάβουν «ισχύ» οι Χριστιανοί τον πατείν επάνω όφεων και σκορπίων και επί πάσαν την δύναμιν τον εχθρού.
β). Ακολουθεί ο εξορκισμός του διαβόλου (Εξορκίζω σε τον αρχέκακον της βλασφημίας… 122), του οποίου η αρχαιότερη ευχολογιακή μαρτυρία βρίσκεται στο υπ’ άριθμ. 2 ελληνικό ευχολόγιο της Κρυπτοφέρρης (του ΙΑ’ μ.Χ. αι.)123. Απευθύνεται στον αρχέκακο της βλασφημίας, τον αρχηγό της ανταρσίας και αυτουργό της πονηρίας, τον εκριφθέντα εκ της φωτοφορίας και σκότω βυθόν κατενεχθέντα δια την έπαρσιν. Εξορκίζεται, επίσης, πάσα η εκπεσούσα δύναμις που ακολουθεί «την προαίρεση» του διαβόλου.
Το «ακάθαρτο πνεύμα» εξορκίζεται στο όνομα «του Θεού Σαβαώθ, και πάσης στρατιάς Αγγέλων Θεού, Αδωναΐ, Ελωΐ, Θεού παντοκράτορος», αλλά και «στο όνομα του Ιησού Χριστού». Οι εξορκιστικές αυτές επικλήσεις έχουν έντονο εβραϊκό χαρακτήρα, διότι αφενός μεν παρατίθενται τα εβραϊκά ονόματα του Θεού («Θεός Σαβαώθ», «Αδωναΐ», «Ελωΐ»), αφετέρου δε η αναφορά στο όνομα του Χριστού γίνεται από μαρτυρίες της Παλαιάς Διαθήκης. Τα εβραϊκά στοιχεία παρατηρούνται μόνο στο συγκεκριμένο εξορκισμό και όχι στις υπόλοιπες ευχές για τους «ενεργούμενους από ακάθαρτα πνεύματα». Είναι σαφές ότι οι μεν ευχές παρουσιάζουν τη συνήθη δομή της χριστιανικής ευχολογίας, ο δε εξορκισμός φαίνεται να περιέχει και πρωτοχριστιανικά στοιχεία, προερχόμενα από την εβραϊκή λειτουργική παράδοση.
Οι εξορκιστικές απειλές κατά του δαίμονος (που αποκαλείται με μία σειρά αξιοσημείωτων επιθέτων, όπως «ακάθαρτος», «εναγής») περικλείονται στις ακόλουθες προσταγές: φοβήθητι, φύγε, δραπέτευσον, αναχώρησον… αισθύνθητι την εικόνα, την χειρί Θεού πλασθείσαν και μορφωθείσαν… και μη εγκρίβη εις τον δούλον του Θεού… Φοβήθητι, φιμώθητι, φύγε μη υποστρέψης, μη υποκρίβη μεθ’ έτέρας πονηρίας πνευμάτων ακαθάρτων. Βασικό στοιχείο στις απειλές αυτές κατά του δαίμονα είναι ο φόβος, ο οποίος προέρχεται από τη χρήση του ονόματος του Θεού. Ο διάβολος εξορκίζεται να αναχωρίσει από τον άνθρωπο που είναι πλασμένος κατ’ εικόνα Θεού. Με τον τρόπο αυτό, ο εξορκισμός «υπενθυμίζει» στο διάβολο ότι οι δαιμονικές δυνάμεις είναι εξαιρετικά περιορισμένες ενώπιον του Θεού, αλλά και ότι το ακάθαρτο πνεύμα δεν έχει δικαιώματα επί του ανθρώπου .
Από τα στοιχεία αυτά εμφαίνεται ότι η εξορκιστική δύναμη δεν πηγάζει από τον ανθρώπινο παράγοντα, αλλά από τη θεϊκή υπεροχή έναντι του διαβόλου και από την ιδιότητα του Θεού ως Δημιουργού. Οποιαδήποτε παρερμηνεία των στοιχείων αυτών, όχι μόνο πλήττει το βαθύτερο νόημα της ευχής, αλλά υποθάλπτει μία υπέρβαση των ανθρωπίνων ορίων, που (εν προκειμένη) οδηγεί στη μαγική θεώρηση του εξορκισμού, υπό την έννοια της προσωπικής δυνάμεως του εξορκίζοντος .
γ). Η τρίτη, κατά σειρά, ευχή εξορκισμού του Μ. Βασιλείου (Ο Θεός των ουρανών, ο Θεός των φώτων, ο Θεός των Αγγέλων των υπό την σην ισχύν…124) φαίνεται ότι είναι μεταγενέστερη, μη μαρτυρούμενη από τα χειρόγραφα ευχολόγια έως του οριακού χρονικού σταθμού του ΙΔ’ μ.Χ. αι. Η ευχή απευθύνεται στο Θεό, αλλά και στον «Υιό και Λόγο», ζητώντας τη θεϊκή προστασία από πάσαν μαλακίαν… από πάσαν ενέργειαν του Διαβόλου και πάσαν μαγείαν.
Διαπιστώνουμε ότι πρόκειται περί ευχής, στην οποία εκζητείται η διαφύλαξη από πιθανή προσβολή της ασθένειας η του διαβόλου. Η ευχή, επομένως, δεν απευθύνεται σε «ενεργούμενους από ακάθαρτα πνεύματα», αλλά στους φοβούμενους παρόμοια μελλοντική «κατοχή». Είναι αξιοσημείωτο ότι, ως «αντίδοτο» για την προσβολή από το διάβολο, η ευχή μνημονεύει την «εγκατάσταση» στον άνθρωπο του «πνεύματος του Θεού», δηλαδή τη δημιουργία μιας εσωτερικής αγιοπνευματικής καταστάσεως. Μόνο υπό τις συνθήκες αυτές, ο άνθρωπος μπορεί να «περιφρουρηθεί» (όπως σημειώνει η ευχή) από τη δαιμονική προσβολή. 124 Ας σημειωθεί, επίσης, η αναφορά της ευχής στην «αποσόβηση πάσης μαλακίας από της ψυχής του ανθρώπου». Το αίτημα αυτό τονίζει την αναγκαιότητα της «ψυχικής υγείας», όχι με την έννοια της σύγχρονης ψυχιατρικής, αλλά με τη διάσταση που διαγράφεται από την ίδια την ευχή: η «απιστία», καθώς και το «επιθυμητικόν, φιλόχρυσον, φιλάργυρον, τυφωνικόν και πορνικόν» πνεύμα, είναι αυτά που δημιουργούν την «ασθένεια της ψυχής».
δ). Η πρώτη από τις αποδιδόμενες στον αγ. Ι. Χρυσόστομο ευχές (Ο Θεός ο αιώνιος, ο λυτρωσάμενος… 125) είναι η περισσότερο από όλες τις άλλες μαρτυρούμενη στη χειρόγραφη ευχολογιακή παράδοση: περιέχεται ήδη στο αρχαιότερο χειρόγραφο ευχολόγιο, το Βαρβερινό 336126 (Η’- Θ’ μ.Χ. αι.125 126 127), στο υπ’ αριθμ. 10 ελληνικό ευχολόγιο της Κρυπτοφέρρης128 (Ι’ μ.Χ. αι.129), στο υπ’ αριθμ. 226 ελληνικό ευχολόγιο της βιβλιοθήκης του Λένινγκραντ130 (Ι’ μ.Χ. αι.), στο υπ’ αριθμ. 270 ελληνικό ευχολόγιο της βιβλιοθήκης της Μόσχας131 (ονομάζεται, πλέον, ως Sebastianov 474, Ι’-ΙΑ’ μ.Χ. αι.132), στα ελληνικά ευχολόγια της Κρυπτοφέρρης υπ’ αριθμ. 1133 και 2134 (και τα δύο του ΙΑ’ μ.Χ. αι.135), στο ευχολόγιο υπ’ αριθμ. 662 της Εθνικής βιβλιοθήκης (ΕΒΕ 662136 του ΙΒ’ μ.Χ. αι.137), καθώς και στον Κοίσλίνο κώδικα 213 της Εθνικής βιβλιοθήκης Παρισίων138 (του ΙΓ’ μ.Χ. αι.139). Η εν λόγω ευχή, επομένως, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως η περισσότερο διαδεδομένη στη λειτουργική πράξη της περιόδου που απηχούν τα χειρόγραφα ευχολόγια.
Το προς το Θεό αίτημα της ευχής είναι να «ρύσει το δούλο του από πάσης ενεργείας πνευμάτων ακαθάρτων», να «φύγουν τα ακάθαρτα πνεύματα από την ψυχή και το σώμα του δούλου του Θεού» και να «καθαρισθεί από κάθε διαβολική επήρεια». Εντύπωση προκαλεί το σημείο, στο οποίο γίνεται αναφορά στον απαλλαγμένο, πλέον, από τη δαιμονική επήρεια άνθρωπο και όπου διατυπώνεται η ευχή να ζήσει οσίως και δικαίως… αξιούμενος των αχράντων Μυστηρίων. Η φράση αυτή αποκαλύπτει ότι ο ενεργούμενος από το διάβολο δεν μετελάμβανε, θεωρούμενος ως αποκεκομμένος από το Θεό (αν και η δαιμονοπληξία δεν οφειλόταν σε δική του πρωτοβουλία). Επομένως, η απαλλαγή από το δαιμόνιο εσήμαινε, για τον ενεργούμενο, την επανένταξή του στην ευχαριστιακή σύναξη, δηλαδή στην εκκλησιαστική κοινωνία. Η αναφορά στην, εφεξής, «οσία και δικαία και ευσεβή» ζωή αποκαλύπτει εμμέσως τις αιτίες της δαιμονοπληξίας, αλλά και τις προϋποθέσεις για τη μελλοντική διαφύλαξη του ανθρώπου από τις δαιμονικές προσβολές.
ε). Η δεύτερη ευχή που αποδίδεται στον αγ. Ι. Χρυσόστομο (Ο πάσιν ακαθάρτοις πνεύμασιν επιτιμήσας… 140) περιέχεται στο υπ’ αριθμ. 10 ελληνικό ευχολόγιο της Κρυπτοφέρρης (Ι’ μ.Χ. αι.), υπό τον τίτλο Ευχή επί ενεργουμένων ήτοι πειραζομένων υπό πνευμάτων ακαθάρτων του αγίου Βασιλείου140 141. Η απόδοση της ευχής στο Μ. Βασίλειο και όχι στον Ι. Χρυσόστομο αποδεικνύει ότι έχουν επέλθει κάποιες μεταβολές στα κείμενα των ευχών, αλλά και ότι η σημερινή μορφή του συνόλου των ευχών προέρχεται από μία αντιμετάθεση τίτλων και κειμένων από τα παλαιότερα ευχολόγια.
Η δέηση της ευχής προς το Θεό να απαλλάξει το πλάσμα του από τον αντικείμενο, ίνα ελεηθέν και καθαρισθέν ενταγή τη αγία ποίμνη. Όπως η προηγούμενη, έτσι και η ευχή αυτή αναφέρεται σε «ένταξη» στην Εκκλησία του απαλλαγέντος από το διάβολο. Η αναφορά της ευχής σε «καθαγιασμό» του ανθρώπου υπενθυμίζει τις ευχές του Μυστηρίου της Μετανοίας, σύμφωνα με τις οποίες ο αμαρτωλός καθαρίζεται από το «ρύπο» της αμαρτίας και επανασυνδέεται με την ευχαριστιακή σύναξη.
στ) Η ευχή Επικαλούμεθά σε Δέσποτα, Θεέ Παντοκράτορ, ύψιστε…142 είναι η τρίτη, κατά σειράν, που αποδίδεται στον αγ. Ι. Χρυσόστομο. Η σημερινή μορφή της ευχής αποτελεί σύντμηση μιας εκτενέστερης, που καταχωρίζεται στο υπ’ άριθμ. 10 ελληνικό ευχολόγιο της Κρυπτοφέρρης (Ι’ μ.Χ. αι.) υπό τον τίτλο Αφορκισμός του αγίου Επιφανίου κατά πνευμάτων ακαθάρτων 143.
Προκαλεί εντύπωση το γεγονός ότι το αίτημα της ευχής (και κατάπεμψον αυτώ Άγγελον ειρηνικόν, Άγγελον κραταιόν, ψυχής και σώματος φύλακα, ος επιτιμήσει και απελάσει απ’ αυτόν παν πονηρόν και ακάθαρτον δαιμόνιον) συμπίπτει με ένα από τα αιτήματα της Ευχής επί βασκανίαν που εμπεριέχεται στο Μικρό Ευχολόγιο 143 144. Διαπιστώνουμε, επομένως, ότι η ευχή αυτή αφορά όχι μόνο στην απαλλαγή του ενεργουμένου από το διάβολο, αλλά και στη διαφύλαξη από κάθε είδος δαιμονικής και μαγικής επήρειας, όπως η βασκανία.
ζ) Η τελευταία ευχή που αποδίδεται στον αγ. Ι. Χρυσόστομο (Την θείαν τε και αγίαν και μεγάλην και φρικτήν…)145 μαρτυρείται από το ύπ’ άριθμ. 226 ελληνικό ευχολόγιο της βιβλιοθήκης του Λένινγκραντ (Ι’ μ.Χ. αι.), υπό τον τίτλο Αφορισμός τον αγίου Ι. του Χρυσοστόμου επί πασχόντων υπό πνευμάτων ακαθάρτων 146 147 148. Το κείμενο του εξορκισμού είναι μεγάλο, αλλά το περιεχόμενό του διατηρεί τη γνωστή δομή των εξορκισμών: ο διάβολος «επιτιμάται» (φρίξον, τρόμαξον, φοβήθητι, αναχώρησαν, εξολοθρεύθητι) δια του ονόματος του Θεού και όλων των άλλων ιδιοτήτων Του. Πολύ ενδιαφέρουσα είναι η αναφορά της εξορκιστικής ευχής στα είδη των πονηρών πνευμάτων.
Β). Στο εν χρήσει Μικρό Ευχολόγιο υπάρχει η Ακολουθία εις παράκλησιν ασθενών χειμαζομένων υπό πνευμάτων ακαθάρτων και επηρεαζόντων 147. Στην Ακολουθία αυτή δεν υπάρχει εξορκιστική ευχή, αλλά μόνον ψαλμοί και ύμνοι. Η μόνη ευχή της Ακολουθίας (Πάτερ άγιε, Ιατρέ…) ανήκει στην Ακολουθία του Ευχελαίου και δεν έχει άμεση σχέση με τους «χειμαζομένους από τα ακάθαρτα πνεύματα». Φαίνεται, επομένως, ότι η Ακολουθία αυτή είναι μεταγενέστερη του 14ου αι., είναι δε εμφανές ότι θεωρεί τη δαιμονοπληξία ως ασθένεια, γι’ αυτό και χρησιμοποιείται η ευχή της κατ’ εξοχήν Ακολουθίας προς θεραπείαν των αρρώστων (του Μυστηρίου του Ευχελαίου).
Περί της Ευχής επί βασκανίαν (Κύριε ο Θεός ημών, ο βασιλεύς των αιώνων… )148 έγινε ήδη λόγος με αφορμή την τρίτη κατά σειράν εξορκιστική ευχή του αγ. Ι. Χρυσοστόμου. Η ευχή έχει εξορκιστικό χαρακτήρα (απόστησον, φυγάδευσον και απέλασον πάσαν διαβολικήν ενέργειαν, πάσαν σατανικήν έφοδον και πάσαν επιβουλήν), ο τίτλος της, όμως, εισάγει μία νέα παράμετρο, αυτήν της βασκανίας. Η καινοτομία έγκειται στο γεγονός ότι δεν αντιμετωπίζεται πλέον μόνο η δαιμονική προσβολή, άλλα και κάποια ανθρώπινη μαγική ενέργεια, η οποία, βεβαίως, βρίσκεται σε άμεση σχέση με το διάβολο149.
Εκτός από τις εξορκιστικές ευχές και Ακολουθίες του Μεγάλου και Μικρού Ευχολογίου, στη χειρόγραφη ευχολογιακή παράδοση καταχωρίζονται και άλλες ευχές που δεν βρίσκονται πλέον σε χρήση. Η σημερινή μορφή και ο αριθμός των ευχών είναι αποτέλεσμα κάποιας επιλογής μεταξύ ενός μεγαλυτέρου αριθμού, η οποία έγινε όταν διαμορφώθηκαν οι πρώτες έντυπες εκδόσεις του Ευχολογίου. Κατά τη διαδικασία αυτή, δεν φαίνεται να υπήρξαν ιδιαίτερα κριτήρια προτιμήσεως η απορρίψεως κάποιων ευχών εκ μέρους εκείνων που επιμελήθηκαν τις εκδόσεις. Οι εν χρήσει εξορκιστικές ευχές παρουσιάζουν ομοιογενές περιεχόμενο και εκείνο που απομένει προς διευκρίνιση είναι ο ιδιαίτερος χαρακτήρας τους, δηλαδή το εάν πρόκειται απλώς για προσευχές προς το Θεό η εάν υπεισέρχεται κάποια παράμετρος προσωπικής μαγικής δραστηριότητας εκείνου που εξορκίζει.
Οι εξορκισμοί : προσευχή η εξουσία ;
Τόσο κατά την παλαιότερη ευχολογιακή παράδοση, όσο και κατά την ισχύουσα λειτουργική πράξη, οι εξορκισμοί για τους ενεργούμενους από το διάβολο παρουσιάζουν τη μορφή είτε προσευχών προς το Θεό για την απαλλαγή του δαιμονισμένου, είτε επιτιμήσεως προς το ακάθαρτο πνεύμα, ώστε να εξέλθει από τον ενεργούμενο. Οι εξορκιστικές προσευχές δεν αντιμετωπίζουν προβλήματα παρερμηνείας: όπως όλες οι ευχές, έτσι και οι συγκεκριμένες εκζητούν τη θεϊκή παρέμβαση προς θεραπεία του δαιμονισμένου. Ο ιερέας, επομένως, που εξορκίζει, δεν βιώνει κάποια ιδιαιτερότητα σε σχέση με το υπόλοιπο λειτουργικό του έργο.
Η επιτίμηση, όμως, του διαβόλου δεν έχει τη συνήθη μορφή μιας ευχής, αλλά πρόκειται περί άμεσης αντιπαραθέσεως του ιερέα με το «ακάθαρτο πνεύμα». Στο σημείο αυτό ελλοχεύει (τόσο για τον ιερέα, όσο και για τον ενεργούμενο) ο κίνδυνος μιας διαφορετικής αισθήσεως, η οποία υπερβαίνει τα πλαίσια της ιερατικής χάριτος και φθάνει στη βίωση μιας «ειδικής εξουσίας». Το αποτέλεσμα αυτής της παραμέτρου φαίνεται στην εκκλησιαστική πραγματικότητα, όποτε αναπτύσσονται φαινόμενα «ειδικευμένων ιερέων- εξορκιστών», δημιουργώντας την εντύπωση ότι η φροντίδα της Εκκλησίας για τους δαιμονισμένους υλοποιείται μόνο σε κάποιους συγκεκριμένους ναούς ή μοναστικά κέντρα150. Γι’ αυτό ενδείκνυται ο ιερέας που θα εξορκίζει να είναι «πνευματικός» και εξομολόγος, αλλά και να έχει την προς το έργο τούτο ευλογία του Επισκόπου του.
Η περί των εξορκισμών καινοδιαθηκική και Λειτουργική παράδοση (που εκθέσαμε στις προηγούμενες ενότητες) είναι πολύ διαφωτιστική προς διευθέτηση του παραπάνω προβλήματος. Η εξουσία του Ιησού κατά των δαιμόνων επήγαζε από τη Θεία Φύση Του και, γι’ αυτό, η επιτίμηση του ακαθάρτου πνεύματος είχε άμεσο χαρακτήρα Εγώ σοι επιτάσσω (Μκ. 9, 25). Η εξορκιστική εξουσία, όμως, που διαβιβάζεται στους Μαθητές πηγάζει από τις προϋποθέσεις της «προσευχής, της νηστείας και της πίστεως» (Μτ. 17, 20) και δεν αποτελεί ούτε αντικείμενο επάρσεως (Λκ. 10, 20), αλλά ούτε και εγγύηση για την είσοδο στη Βασιλεία του Θεού (Μτ. 7, 21-23). Εκείνος που εξορκίζει ενεργεί «εις το όνομα του Κυρίου, του επιτιμήσαντος τον διάβολον», και, επομένως, δεν έχει εξουσία «αφ’ εαυτού». Η μετάβαση από το «χάρισμα των εξορκιστών» στην ενσωμάτωση του εξορκισμού μέσα στην ιερατική δικαιοδοσία, ετόνισε το χαρακτήρα της διακονίας και όχι της εξουσίας. Ως «διακονία», η ιερατική φροντίδα για τους δαινονισμένους δεν δικαιολογεί «επιλεκτική τακτική» εκ μέρους των πιστών, αλλά αφορά στο σύνολο εκείνων που έχουν τη Χάρη της Ιερωσύνης.
Η λειτουργική παράδοση διακρίνει τη μέριμνα για τους αρρώστους (ευχές ασθενούντων/ Μυστήριο Ευχελαίου) από τη μέριμνα για τους δαιμονισμένους. Η μέριμνα, όμως, αυτή συνιστά αυστηρώς ενδοεκκλησιαστικό γεγονός, όπως τονίζεται στις Πράξεις των Αποστόλων με την περίπτωση των «υιών του Σκευά», που εξόρκιζαν «στο όνομα του Χριστού», αλλά δεν ανήκαν στην Εκκλησία. Οι εξορκισμοί , μάλιστα, εντάσσονται στις ευχές της ευχαριστιακής συνάξεως: οι ευχές των Αποστολικών Διαταγών για τους ενεργούμενους αναπέμπονται κατά τη διάρκεια της Θείας Ευχαριστίας, αποκλείοντας, έτσι, κάποια «μεμονωμένη εξορκιστική δραστηριότητα». Οι ενεργούμενοι δεν είναι απλώς οι «πάσχοντες από τα ακάθαρτα πνεύματα», αλλά οι αποκεκομμένοι από την ευχαριστιακή σύναξη· γι’ αυτό η απαλλαγή του από το διάβολο συνεπάγεται και την επανένταξή τους στο ευχαριστιακό σώμα.
Οι προμνημονευθείσες ευχές των Αποστολικών Διαταγών είναι εξορκιστικές . Η ευχαριστιακή κοινότητα, όμως, απηύθυνε προς το Θεό και απλές δεήσεις (όχι μόνο εξορκισμούς ) υπέρ των «ενεργουμένων από τα ακάθαρτα πνεύματα». Το γεγονός αυτό μαρτυρείται όχι μόνο στις αρχαιότατες Θ. Λειτουργίες του απ. Μάρκου151 και Ιακώβου του αδελφοθέου152, αλλά και στη σήμερον επιτελούμενη του Μ. Βασιλείου153.
Αυτή η οπτική θεώρηση των εξορκισμών προβάλλει και τον εσχατολογικό τους χαρακτήρα, ο οποίος μαρτυρείται ήδη στις καινοδιαθηκικές θεραπείες των δαιμονισμένων από το Χριστό. Η εκδίωξη του δαίμονα (προσυμβολισμός της τελικής και ολοκληρωτικής καταδίκης του κατά τη Μέλλουσα Κρίση) είναι γεγονός εσχατολογικό και, ως εκ τούτου, η ένταξή του μέσα στο κατ’ εξοχήν εσχατολογικό γεγονός της Θείας Ευχαριστίας είναι απολύτως κατανοητή. Ο διαχωρισμός, όμως, των Μυστηρίων, Ακολουθιών και μεμονωμένων ευχών από τη Θεία Ευχαριστία σηματοδότησε και για τους εξορκισμούς την απαρχή προβλημάτων. Αυτονομημένη από την ευχαριστιακή τελεσιουργία, η εξορκιστική δραστηριότητα έπαυσε να αποτελεί προσευχή ολόκληρης της ευχαριστιακής κοινότητας και απέκτησε, συν τω χρόνω, έναν «πανθρησκειακό χαρακτήρα», ο οποίος συνεπάγεται την αποδυνάμωση της «εν τω ονόματι του Χριστού» εκδιώξεως του διαβόλου και ο οποίος προβάλλει τον προσωπικό (και, επομένως, μαγικό) χαρακτήρα του εξορκισμού154.
Το πρόβλημα, όμως, δεν προέρχεται μόνο από την άγνοια της περί εξορκισμών θεολογικής και λειτουργικής παραδόσεως. Τα φαινόμενα «ιερέων- εξορκιστών» δεν θα αποτελούσαν αντιλεγόμενα σημεία εάν δεν προσελάμβαναν το χαρακτήρα της αποκλειστικότητας, τόσο από την πλευρά του εξορκίζοντος, όσο και του εξορκιζομένου155. Η έλλειψη λειτουργικής κατηχήσεως του ορθοδόξου πληρώματος κατέχει (για μια ακόμα φορά) ένα σημαντικό ποσοστό ευθύνης, ενώ και ο πληρέστερος και, εν γένει, θεολογικός καταρτισμός του κλήρου παραμένει πάντοτε μελλοντικός οραματισμός. Ιερείς που σπεύδουν να «διαβάσουν» ευχές εξορκισμών σε περιπτώσεις ψυχιατρικών παθήσεων (μη γνωρίζοντες τα συμπτώματα του δαιμονισμού), λαϊκοί που, λόγω μιας έμμονης αλλά πλασματικής ιδέας δαιμονοπληξίας, απαιτούν από τον ιερέα να προσευχηθεί γι’ αυτούς ή τους συγγενείς του με εξορκισμούς αλλά και, αντιθέτως, μια επιφυλακτικότητα αναγνώσεως των εξορκιστικών ευχών εκεί όπου πραγματικά απαιτείται, όλα αυτά συνιστούν δυσλειτουργίες και παρέχουν «τροφή» στην όποια σκανδαλοθηρική δημοσιογραφία.
Τόσον ο ιερέας που θα εξορκίσει, όσο και οι συγγενείς εκείνου που χρήζει εξορκισμού, θα πρέπει να γνωρίζουν ότι η κατάσταση του δαιμονισμού έχει συγκεκριμένες αιτίες και συμπτώματα. Οι αιτίες του δαιμονισμού συνοψίζονται κατά το καλύτερο τρόπο από τον αγ. Νικόδημο τον Αγιορείτη στην ερμηνεία του 79ου κανόνα των αγίων Αποστόλων: εκεί ο αγ. Νικόδημος επισημαίνει ότι ο δαιμονισμένος «έδωσεν άδειαν εις τον διάβολον και εμβήκεν εις αυτόν» Λόγω «της φαυλότητας της ζωής του»156. Ο ιερέας, για παράδειγμα, δεν πρέπει να προτρέξει στην εξορκιστική διαδικασία, όταν ο προσερχόμενος είναι συνειδητό μέλος της Εκκλησίας, δηλαδή όταν ευρίσκεται ενωμένος με τον Κύριο δια της συνεχούς Μετανοίας και Θ. Μεταλήψεως. Ένας παρόμοιος άνθρωπος είναι «άτρωτος» από την προσβολή του διαβόλου, όχι διότι ως άνθρωπος είναι ισχυρότερος του διαβόλου, αλλά διότι ο εντός του Κύριος είναι «μείζων του εν τω κόσμω»157. Άλλωστε, ο δαιμονισμός έχει σαφή συμπτώματα (όπως κάθε ασθένεια)158, με βάση τα οποία μπορεί να διαγνωστεί εκ του ασφαλούς η δαιμονική επήρεια και να προβεί ο ιερέας στην εξορκιστική διαδικασία.
Τα μέλη της Εκκλησίας μάχοντας και θα μάχονται κατά του διαβόλου «έως της συντελείας του αιώνος». Οι ευχές και οι εξορκισμοί για τους ενεργούμενους από τα ακάθαρτα πνεύματα αποτελούν την αιχμή του δόρατος· όπως, όμως, σε κάθε πτυχή της Λατρείας μας, έτσι και οι εξορκιστικές ευχές δεν αναπέμπονται ούτε προς το «θεαθήναι», ούτε με την αίσθηση μιας υπεροχής. Η αλήθεια που εκφράζεται με τη φράση Αυτός επιτιμά σοι Κύριος, Διάβολε, δια του φοβερού αυτού ονόματος, θα πρέπει να αποτελέσει τον άξονα, γύρω από τον οποίο η Εκκλησία θα προσευχηθεί για τη θεραπεία των δαιμονισμένων, χωρίς διακρίσεις ιερέων εξορκιστών και ιδιαίτερων εξορκιστικών τόπων. Οι εξορκισμοί είναι έργο του κάθε κληρικού, τον οποίο όμως βαρύνει και η ευθύνη της σωστής διαγνώσεως και ο διακριτικός χειρισμός του θέματος.
ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ «ΘΕΟΛΟΓΙΑ»
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ – ΜΟΡΦΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ