Η ΡΩΣΣΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΥΠΕΦΕΡΕ ΔΙΑΚΟΠΤΟΝΤΑΣ ΤΗ ΣΥΝΕΧΙΣΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΠΑΡΑΔΟΣΕΩΝ

floro953x476

π. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΦΛΟΡΟΦΣΚΥ

   Η κρίση της απομακρύνσεώς μας από τον βυζαντινισμό κατά τον δέκατον έκτο αιώνα ήταν και μια εγκατάλειψη της πατερικής παραδόσεως. Δεν έγινε καμμιά διακοπή της πνευματικής εμπειρίας· τουναντίον, αν κυττάξουμε προς τα πί­σω, θα δούμε ότι η ρωσσική ευσέβεια φαίνεται ακόμα αρχαϊκή. Αλλά η θεολογία έχει χάσει το πατερικό ήθος (style) και τις πατερικές μεθόδους. Τα έργα των Πατέρων έγιναν αρχεία, άψυχα κείμενα. Δεν είναι αρκετό να γνωρίζης τα κείμενα και να ξέρης πως να αντλής από αυτά χωρία και επιχειρήματα. Πρέπει κανείς να κατέχη τη θεολογία των Πατέρων εκ των ένδον. Η διαίσθηση είναι ίσως πιο σπου­δαία γι’ αυτόν τον σκοπό από την πολυμάθεια, γιατί η δι­αίσθηση μόνο ξαναζωντανεύει τα γραπτά κείμενά τους και τα κάνει μια μαρτυρία. Είναι μόνον εκ των ένδον που μπορούμε να αντιληφθούμε και να διακρίνουμε ό,τι (πράγμα­τι) είναι καθολική μαρτυρία από εκείνο που θα αποτελούσε απλώς θεολογική γνώμη, υπόθεση, ερμηνεία ή θεωρία. «Οι Πα­τέρες είναι οι διδάσκαλοί μας» παρατήρησε με οξύνοια ο Newman, «αλλά δεν είναι οι εξομολόγοι ή οι ηθικοί μας σύμβουλοι (casuists)· είναι οι προφήτες μεγάλων πραγμά­των, όχι οι πνευματικοί καθοδηγηταί ατόμων»(Essays, 11, 371). Το να ξαναζωντανέψουμε το πατερικό ήθος είναι απαραίτητη προϋπόθεση της θεολογικής αναγεννήσεως.Αυτό δεν σημαίνει παλινόρθωση, επιστροφή στο παρελθόν ούτε επανάληψη. «Επιστροφή στους Πατέρες» σημαίνει, στην πράξη, να προχωρήσουμε, όχι να πάμε πίσω. Εκείνο που χρειαζόμαστε είναι να είμαστε πιστοί στο πνεύμα, όχι στο γράμμα των Πατέρων, να αφήσουμε τον εαυτό μας να πυρακτωθή στη φλόγα της δικής τους φλογερής εμπνεύσεως, όχι να συλλέξουμε δείγματα για ένα βοτανολόγιο.

Υπάρχουν δυο τύποι συνειδήσεως, η ατομική και η καθολική. Η «καθολική συνείδηση» δεν είναι συλλογική συνείδηση, δεν είναι ένα είδος «συνειδήσεως γενικώς». Το «εγώ» δεν εξαφανίζεται, ούτε διαλύεται μέσα στο «εμείς».

Τουναντίον, η προσωπική συνείδηση φθάνει την πληρότητά της και την τελείωσή της στην καθολική μεταμόρφωση, ελευθερώνει τον εαυτό της από την απομόνωση και αποξένωσή της και απορροφά την ακεραιότητα τών άλλων ατόμων. Κατά μία εκφραστική διατύπωση του πρίγκηπος S. Trubetskoy, «κρατά μέσα της την κοινωνία με όλους». Γι’ αυτό αποκτά την ικανότητα και τη δύναμη να αφομοιώνη και να εκφράζη τη συνείδηση και τη ζωή όλων. Μόνο μέσα στην τέλεια κοινωνία της Εκκλησίας αυτή η «καθολική με­ταμόρφωση» της συνειδήσεως είναι αληθινά δυνατή. Εκείνους που, εξ αιτίας της ταπεινώσεώς τους μπροστά στην αλήθεια, έχουν λάβει το χάρισμα να εκφράζουν αυτήν την καθολική συνείδηση της Εκκλησίας, τους ονομάζουμε Πατέρες και Διδασκάλους, αφού ό,τι μας κάνουν να ακούμε δεν είναι απλώς δική τους σκέψη ή προσωπική τους πεποίθηση, αλλ' είναι επί πλέον η ίδια η μαρτυρία της Εκκλησίας, γιατί μιλούν από το βάθος της καθολικής της πληρότητος.

Η θεολογία τους αναπτύσσεται στο επίπεδο της καθολικότητος, της παγκοσμίου κοινωνίας. Και τούτο είναι το πρώτο πράγμα που πρέπει να μάθουμε. Μέσα από τον ασκητισμό και την αυτοσυγκέντρωση, ο θεολόγος πρέπει να μάθη να βρίσκη τη γραμμή πλεύσεως του μέσα στην Εκ­κλησία: Πρέπει να ωριμάζουμε και να ανυψωνόμαστε στο επίπεδο του καθολικού, να πηγαίνουμε πέρα από τον στενό υποκειμενισμό μας και έξω από την κατ’ ιδίαν απομόνωσή μας.

Με άλλα λόγια, πρέπει να εκκεντρισθούμε στην Εκκλησία, για να μεγαλώσουμε μέσα της και να ζήσουμε μέσα σ’ εκείνη τη μυστηριακή παράδοση, την πλήρη και διαχρονική, που περιλαμβάνει το σύνολο των αποκαλύψεων και των οραμάτων. Εκεί και μόνο εκεί, βρίσκεται η εγγύηση της δημιουργικής εργασίας και όχι στην παραπλανητική βεβαίω­ση μιας προφητικής ελευθερίας. Πρέπει να ανησυχούμε πιο λίγο για την ελευθερία και πιο πολύ για την αλήθεια.

Μόνο η αλήθεια ελευθερώνει. Το να πιστεύσουμε ότι «μια σκέψη χωρίς ρίζες, μια σχισματική αλήθεια, είναι πάντα πιο ελεύθερη» θα ήταν μια επικίνδυνη πλάνη.

Η ελευθερία δεν βρίσκεται ριζωμένη ούτε στο φυσικό έδαφος ούτε έξω απ’ αυτό· βρίσκεται στην αλήθεια και στη ζωή της αλήθειας, στον φωτισμό του πνεύματος. Μόνο η Εκκλησία κατέχει την ισχύ και τη δύναμη της αληθινής, καθολικής συνθέσεως. Σ’ αυτό συνίσταται η potestas magisterii της, το χάρισμα και το χρίσμα του αλαθήτου.

Η συνείδηση της γνώσεως πρέπει να διευρυνθή, ν' αγκαλιάση όλο το παρελθόν, και συγχρόνως, τη συνέχεια της αναπτύξεως στο μέλλον. Η θεολογική συνείδηση πρέπει να γίνη ιστορική. Μόνο αν είναι ιστορική μπορεί ίσως να γίνη καθολική. Αδιαφορία για την ιστορία οδηγεί πάντα σε μια αιρετική ξηρότητα, σε μια δογματιστική διάθεση. Η ιστορική ευαισθησία είναι απαραίτητη για τον θεολόγο, είναι ο αναγκαίος όρος για να είναι κανείς μέσα στην Εκκλησία. Οποιοσδήποτε είναι αναίσθητος προς την ιστορία δύσκολα θα είναι καλός Χριστιανός.

Δεν είναι απλή σύμπτωση το ότι η παρακμή της εκκλησιαστικής συνειδήσεως κατά τη Μεταρρύθμιση εμφανίζεται μαζί με μια μυστική άγνοια (blind spot) της ιστορίας. Είναι αλήθεια ότι οι Προτεστάντες, στην πολεμική τους κατά της Ρώμης για τις παπικές καινοτομίες, έγιναν πράγματι οι δημιουργοί της «Εκκλησιαστικής Ιστορίας» ως μιας ιδιαίτερης επιστήμης, και συνέβαλαν περισ­σότερο από κάθε άλλον σ’ αυτήν την εκκλησιαστική επιστή­μη. Παρά ταύτα, το ιστορικό φαινόμενο καθ’ εαυτό είχε, στα μάτια τους, χάσει τη θρησκευτική του αξία και δύναμη, εκείνο που είδαν στην ιστορία ήταν απλώς η γένεση μιας παρακμής (ήταν σκοπός τους να το αποδείξουν αυτό), ενώ το αντικείμενο της ερεύνης τους ήταν μάλλον ο «αρχέγονος» Χριστιανισμός, δηλαδή, κάτι που προηγείται της ιστο­ρίας της Εκκλησίας.

Αυτό είναι το βασικό σημείο του «μον­τερνισμού» Αυτός κρύβει μέσα του ένα είδος απιστίας προς την ιστορία· οδηγεί πίσω στον θετικισμό και στον ουμανισμό· αρχίζει κανείς από τη σκέψη ότι η χριστιανική αλήθεια δεν μπορεί να επικυρωθή από την ιστορία ως αφετηρία και ότι μπορεί να επιβεβαιωθή μόνο «δια πίστεως». Η ιστο­ρία γνωρίζει μόνο τον Ιησού τον από Ναζαρέτ· μόνον η πί­στη ομολογεί εν αυτώ τον Χριστόν. Αυτός ο ιστορικός σκε­πτικισμός υπερνικάται στην Εκκλησία δια της καθολικότητας της εμπειρίας της, πολύ κάτω της επιφανείας, επί της οποίας το βλέμμα ενός ουμανιστού πλανάται και γλιστρά.

Η Εκκλησία αναγνωρίζει και διακηρύσσει τις δογματικές αλήθειες ως γεγονότα της ιστορίας. Η θεανδρικότητα είναι ένα τέτοιο γεγονός, και όχι απλώς μια ομολογία της πίστεως. Στην Εκκλησία η ιστορία πρέπει να είναι για τον θεολόγο μια προοπτική που είναι πραγματική. Το έργο ενός θεολόγου στην Εκκλησία είναι να εργάζεται μέσα στο στοιχείο της ιστορίας. Γιατί «εκκλησιαστικότης» είναι παράδοση. Ο θεολόγος πρέπει να δη την ιστορία ως μια θεανθρώπινη πορεία, μια μετάβαση από τον χρό­νο στην αιωνιότητα της χάριτος, τη γένεση και την οικοδο­μή του σώματος του Χριστού. Μόνο μέσα στην ιστορία είναι δυνατό να γνωρίσουμε αυτήν την ανάπτυξη του μυστικού σώματος, να είμαστε σίγουροι για τη μυστική πραγματικό­τητα της Εκκλησίας, και να απαλλαγή κανείς από τον πει­ρασμό που συνίσταται στην αποδυνάμωοη (dehydrating) του Χριστιανισμού για να τον υποβιβάση σε ένα αφηρημένο δόγμα ή σ’ ένα σύστημα ηθικής.

Ο Χριστιανισμός είναι ολόκληρος μέσα στην ιστορία, αφορά την ιστορία. Δεν είναι μια αποκάλυψη στην ιστορία, αλλά μάλλον μια αναφορά στην ιστορία, στην Ιστορική δράση και δη­μιουργία. Το κάθε τι στην Εκκλησία είναι δυναμικό, το κάθε τι είναι εν ενεργεία και κινήσει από την Πεντηκοστή μέχρι την έσχατη ημέρα. Βέβαια, μια τέτοια κίνηση δεν είναι κίνηση απομακρύνσεως από το παρελθόν. Αντίθετα, πρέπει πολύ περισσότερο να εκληφθή ως η συνεχιζομένη καρποφορία του. Η παράδοση ζη και ζωογονεί μέσα στη δη­μιουργία. Τελείωση είναι η θεμελιώδης κατηγορία της ιστορίας. Η θεολογική προσπάθεια δικαιώνεται μόνο μέ­σα στην προοπτική της ιστορίας, εφ’ όσον είναι ένα δημιουρ­γικό εκκλησιαστικό δεδομένο.

Η ιστορική ευαισθησία της ρωσσικής σκέψεως, ο έλεγ­χος των διαλογισμών της και των εμπειριών της, είναι η καλύτερη απόδειξη της αναμενομένης θεολογικής της ανανεώσεως. Ασφαλώς, ο δρόμος της ιστορικής αναμνήσεως διανύθηκε πολύ γρήγορα και μόνο στο επίπεδο της θεωρη­τικής σκέψεως. Δεν θα ήταν σωστό να πούμε ότι η ρωσσική θεολογία, στη δημιουργική της ανάπτυξη, είχε καταλάβει και αφομοιώσει πλήρως ή αρκετά σε βάθος τους Πατέρες και το Βυζάντιο. Αυτό, πρέπει ακόμα να το κάνη. Πρέπει να περάση μέσα από το αυστηρό σχολείο του χριστιανικού Ελληνισμού. Ο Ελληνισμός, ούτως ειπείν, προσέλαβε αιώνιο χαρακτήρα στην Εκκλησία· έχει ενσωματωθή σ’ αυτήν τη δομή της Εκκλησίας ως η αιώνια κατηγορία της χριστιανικής υπάρξεως.

Φυσικά εδώ δεν εννοείται ο εθνικός Ελληνισμός της συγχρόνου Ελλάδος ή της Ανατολής ούτε ο ελληνικός φυλετισμός, που είναι απηρχαιωμένος και χωρίς δικαίωση. Ασχολούμεθα με τη χριστιανική αρχαιότητα, με τον Ελληνισμό του δόγματος, της λειτουργίας, της εικόνας.

Στη λειτουργία, το ελληνικό style της «ευσεβείας των μυ­στηρίων» μπήκε μέσα στον ρυθμό της λειτουργικής μυσταγωγίας, χωρίς να υποστή κάποιο είδος μυστικού «επανεξελληνισμού». Θα μπορούσε κανείς, που είναι μέσα στην Εκκλησία, να είναι τόσο ανόητος, ώστε αυθαίρετα να «αφελληνίση» τις λειτουργίες και να τις μεταφέρη σ’ ένα πιο «μοντέρνο» style; Επί πλέον, ο Ελληνισμός είναι κάτι περισσότερο από ένα προσωρινό σταθμό στην Εκκλησία.

Όταν ο θεολόγος αρχίση να σκέπτεται ότι οι «ελληνικές κα­τηγορίες» είναι απηρχαιωμένες, αυτό απλώς σημαίνει ότι αυτός έχει βγη έξω απ’ τον ρυθμό της Εκκλησίας. Η θεο­λογία δεν μπορεί ίσως να είναι καθολική παρά μόνο μέσα στον Ελληνισμό.

Βέβαια, ο Ελληνισμός έχει διπλή σημα­σία. Ένα αντιχριστιανικό στοιχείο κυριαρχούσε στο αρχαίο πνεύμα. Μέχρι τώρα υπήρξαν πολλοί που κατέφυγαν στον Ελληνισμό με ολοφάνερο σκοπό να σηκωθούν και να πο­λεμήσουν τον Χριστιανισμό (απλώς θυμηθήτε τον Νίτσε).

Αλλ’ ο Ελληνισμός ολοκληρώθηκε μέσα στην Εκκλησία, τέτοια είναι η ιστορική σημασία της πατερικής θεολογίας.

Αυτή η «ολοκλήρωση του Ελληνισμού» συνεπήγετο μια ανελέητη διάσπαση, το κριτήριο της οποίας υπήρξε το κή­ρυγμα του Ευαγγελίου, η ιστορική φανέρωση του σαρκωθέντος Λόγου. Ο χριστιανικός Ελληνισμός, μεταμορφωμέ­νος καθώς ήταν, είναι τελείως ιστορικός. Η πατερική θεο­λογία είναι πάντα «θεολογία γεγονότων», μας φέρνει αντιμέτωπους με γεγονότα, τα γεγονότα της ιεράς ιστορίας. Όλα τα σφάλματα και οι πειρασμοί ενός εξελληνισμού που επιδιώχθηκε απερίσκεπτα — συνέβησαν επανειλημμένα στον ρου της ιστορίας — δεν μπορούν ίσως να μειώσουν τη σπουδαιότητα αυτού του θεμελιώδους γεγονότος: το «Ευαγγέλιο» και η χριστιανική θεολογία, άπαξ δια παντός, διατυπώθηκαν εξ αρχής με ελληνικές κατηγορίες. Πατερικότητα και καθολικότητα, ιστορικότητα και Ελληνισμός είναι διάφορες απόψεις ενός μοναδικού και αδιαιρέτου δεδομένου.

Αυτή η υπέρ του Ελληνισμού απολογία θα ξεσηκώση αναμενόμενες αντιρρήσεις. Αυτές διατυπώθηκαν περισσότερο από μία φορά και από διάφορες πλευρές. Είναι πολύ γνωστή η προσπάθεια του A. Ritschl(Ο Άλμπρεχτ Μπέντζαμιν Ριτσλ ήταν Γερμανός προτεστάντης θεολόγος. Ξεκινώντας το 1852, ο Ritschl έδωσε διαλέξεις για τη συστηματική θεολογία. Σύμφωνα με αυτό το σύστημα, η πίστη ήταν κατανοητή ως μη αναγώγιμη σε άλλες εμπειρίες, πέρα ​​από το εύρος της λογικής) και της σχολής του. Αποσκοπούσε στο να στερήση τη χριστιανική διδασκαλία από όλα τα ιστορικά της στοιχεία, για να επιστρέψη σ’ ένα καθαρά «βιβλικό» θεμέλιο. Οποτεδήποτε αυτή η μέθοδος άγεται στη λογική της κατάληξη, το αποτέλεσμα είναι ότι ολόκληρος ο Χριστιανισμός αποσυντίθεται σε ουμανιστική ηθική, κατ’ ουσία σε μια παρωδία· μια τέτοια επιστροφή στη Βίβλο είναι μια αυταπάτη. Εξ ίσου ανεπαρκής θα ήταν κάθε ερμηνεία της αποκαλύψεως, βασισμένη αποκλειστικά σε «ση­μιτικές» κατηγορίες, δηλαδή στον «νόμο» κα στους «προφήτες».

(…)

Όποιος είναι απρόθυμος να μείνη κοντά στους Πατέ­ρες, όποιος φοβάται να αφεθή να σύρεται πίσω από τον «πατερικό σχολαστικισμό», οποίος αγωνίζεται για πρόοδο και προσπαθεί να προχωρήση πάνω στο κοσμικό επίπεδο χωρίς αποτέλεσμα, ρίχνεται μοιραία προς τα πίσω από την ίδια τη λογική των πραγμάτων και βρίσκει τον εαυτό του ανάμεσα στη συντροφιά του Πλάτωνος και του Αριστοτέλους, του Πλωτίνου και του Φίλωνος, δηλαδή προ Χριστού. Το ταξίδι του είναι μια μάταιη, ξεπερασμένη διαδρομή από τα Ιεροσόλυμα προς την Αθήνα.

Άλλες αντιρρήσεις κατά της «Απολογίας υπέρ του Ελληνισμού» έρχονται από την αντίθετη πλευρά, όχι από τη δυτική φιλοσοφία, αλλά από το πνεύμα του ίδιου του ρωσσικού λαού.

Δεν θα ήταν σωστό να μεταγράψουμε την Ορθοδοξία στο σλαβικό κλειδί, σύμφωνα με τον ρυθμό αυ­τής της «σλαβικής ψυχής» που πρόσφατα κερδήθηκε για τον Χριστό; Μερικοί σλαβόφιλοι (π.χ. Orest - Miller) και μετά από αυτούς μερικοί λαϊκιστές, σκέφτηκαν τέτοιες προσ­πάθειες. Ό,τι ήταν ελληνικό το υποψιάζονταν ως νοησιαρχικό και συνεπώς το χαρακτήριζαν ως περιττό και ξένο προς τις ανάγκες της ρωσσικής καρδιάς. «Ο λαός μας αφο­μοίωσε τον Χριστιανισμό αρχίζοντας, όχι τυχαία, από τον πρόλογο και όχι από το Ευαγγέλιο· κατηχήθηκε, όχι με κή­ρυγμα, αλλά με τη λειτουργία, όχι με τη θεολογία, αλλά με τη λατρεία, την προσκύνηση και τον σεβασμό των ιερών αντικειμένων».

Ο Tareiev τελευταία αμφισβήτησε την ελληνική «παράδοση» ή επίδραση πιο φανερά από κάθε άλ­λον. Πολύ λογικά επεκτείνει στην πατερική παράδοση την απόρριψη που κάνει για όλα τα είδη του Ελληνισμού. «Η πατερική διδασκαλία είναι από την αρχή ως το τέλος ένας γνωστικισμός», πίστευε. Είναι σωστό επομένως ότι η θεολο­γία πρέπει να ακολουθή τον δικό της δρόμο, για να αποφύγη τον «βυζαντινό γνωστικισμό». Είναι ανάγκη να δημιουργήση μια «φιλοσοφία της καρδιάς». Αν μια τέτοια φιλοσοφία δεν αντικαταστήση τη δογματική θεολογία, που είναι τυπικό δη­μιούργημα του ελληνικού διανοητισμού (intellectualism), θα μπορούσε τουλάχιστο να την μεταμορφώση.

Ο Tareiev ξεσπάθωσε με πάθος κατά της ελληνικής καταπιέσεως, κατά του ζυγού των Βυζαντινών: «ο ελληνικός γνωστικισμός εμπόδισε τη θρησκευτική σκέψη. Αναχαίτισε τη θρησκευτική μας δημιουργικότητα· εμπόδισε την ανάπτυξη της δικής μας φιλοσοφίας της καρδιάς, ξέρανε τη ρίζα της, έκαψε τους βλα­στούς της». Στην πραγματικότητα ο Tareiev απλώς εισάγει ύπουλα ένα απατηλό θεμέλιο, κάτω από κείνο το γλυκό και πολύ διαδεδομένο είδος σκοταδισμού, που εμφανίζεται όποτε ζητεί κανείς στον πόθο της ευσεβείας, όπως στη «φιλοσο­φία της καρδιάς», ένα καταφύγιο από όλες τις δοκιμασίες του πνεύματος. Δεν βαστούμε να μην εκφράσουμε την απορία, πως ένας άνθρωπος μπορεί με τόση αφέλεια να αρνηθή την ιστορία και τη χριστιανική κληρονομιά με τη διά­θεση αμεροληψίας και την αδιαφορία εκείνων που ξέχασαν την καταγωγή τους.

Η ρωσσική θεολογία δεν υπέφερε από ελληνική καταπίεση. Υπέφερε, αντίθετα, από την αφροσύ­νη και την ελαφρότητα που έδειξε διακόπτοντας τη συνέ­χιση των ελληνικών και βυζαντινών παραδόσεων. Το γεγο­νός ότι απέκλεισε τον εαυτό της από αυτήν τη συνέχιση επέδρασε για πολύ χρόνο κατά μαγικό τρόπο πάνω στη ρωσσική ψυχή και την κατέστησε στείρα, γιατί η δημιουργία είναι αδύνατη χωρίς ζωντανές παραδόσεις. Η αποκήρυ­ξη της ελληνικής πατερικής κληρονομιάς ισοδυναμεί πραγμα­τικά με εκκλησιαστική αυτοκτονία.

ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΦΛΟΡΟΦΣΚΥ – ΘΕΜΑΤΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ Κ. ΠΑΛΛΗ Γενικού Επιθεωρητού Μ.Ε.

ΕΚΔΟΣΕΙΣ Π. ΠΟΥΡΝΑΡΑ – ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ – 1979

  ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ – ΜΟΡΦΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ

 


Εκτύπωση   Email