Πρωτ. Βασιλείου Ιω. Καλλιακμάνη
Επικούρου Καθηγητού
Εισαγωγικά
Κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα εκδηλώνεται στο Άγιον Όρος πολύμορφη πνευματική κίνηση και διεξάγεται αγώνας για αναγέννηση της μοναχικής και γενικότερα της εκκλησιαστικής ζωής. Κύριοι εκπρόσωποι της δραστηριοποιήσεις αυτής, που είναι γνωστή ως φιλοκαλική κίνηση ή ως κίνημα των Κολλυβάδων, υπήρξαν ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, ο άγιος Μακάριος Νοταράς, ο άγιος Αθανάσιος Πάριος, ο Νεόφυτος Καυσοκαλυβίτης, Ιάκωβος Ιερομόναχος ο Πελοποννήσιος, Αγάπιος Ιερομόναχος ο Κύπριος, Χριστόφορος μοναχός ο Αρτινός και άλλοι.
Οι Κολλυβάδες στράφηκαν στη σπουδή και τη βίωση της ησυχαστικής παραδόσεως, που είχε λησμονηθεί. Φρόντισαν ακόμη για την πνευματική αφύπνιση, την ανύψωση του πνευματικού και μορφωτικού επιπέδου και την ανάπτυξη της ορθόδοξης αυτοσυνειδησίας του ορθοδόξου κλήρου και του λαού, ενώ παράλληλα προέβαλαν το λατρευτικό πλούτο της ορθοδοξίας καλλιεργώντας το λειτουργικό και ευχαριστιακό ήθος της Εκκλησίας και την αγιοπνευματική σοφία των Πατέρων.
Δίδοντας μεγάλη σπουδαιότητα στα προνόμια της Κυριακής τόνιζαν με έμφαση τον αναστάσιμο χαρακτήρα της και υποστήριζαν παράλληλα τη συχνή μετοχή στη Θεία Ευχαριστία. Για το θέμα μάλιστα της συνεχούς θείας μεταλήψεως κυκλοφόρησαν δύο βιβλία ανωνύμως, το πρώτο κατά το έτος 1777 και το δεύτερο το 1783. Το πρώτο που θεωρείται έργο του Νεοφύτου Καυσοκαλυβίτου εκδίδεται «παρά Νικολάω Γλυκεί τω εξ Ιωαννίνων» στη Βενετία, ενώ το δεύτερο αποδίδεται στον άγιο Νικόδημο Αγιορείτη και τον Μακάριο Νοταρά και εκδίδεται «υπό Αντωνίου του Βόρτολι» στην ίδια πόλη. Ο Αθανάσιος Πάριος γνώριζε προφανώς το περιεχόμενο των εν λόγω εκδόσεων και συμφωνούσε με αυτό. Γι’ αυτό το 1804, όταν τελειώνει τη σύνταξη της Δογματικής του, αναφέρεται στα βιβλία αυτά. Ιδού τι γράφει: «Η συνεχής θεία μετάληψις, και νόμιμος, και σωτηριωδεστάτη υπάρχει δια τοσούτων αποδείξεων, και γραφικών, και κανονικών και μαρτυριών θείων πατέρων δείκνυται, ως ουδέν έτερον των εκκλησιαστικών ζητημάτων και δέδεικταί γε ήδη δια βιβλίων αυτό τούτο, ούτως ακριβώς και στερρώς, ως μηδένα έτερον αντειπείν αν έχειν, ειμή τον πνεύματι πλάνης και σατανικής απειθείας συνεχόμενον».
Η προσέλευση κατά την εποχή των Μεγάλων Πατέρων
Είναι γνωστή από την εκκλησιαστική παράδοση η τιμή των χριστιανών προς την ημέρα της Κυριακής, η οποία χαρακτηρίζεται ως «βασιλίς και ύπατος πασών των ημερών». Οι Χριστιανοί κατά την ημέρα της Κυριακής γιόρταζαν την ανάσταση του Χριστού, τελούσαν την Ευχαριστία και κοινωνούσαν των τίμιων δώρων. Στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, που ιερουργείται με την άκτιστη θεία χάρη, μετείχαν οι πιστοί κατά τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους κάθε Κυριακή, ενώ αργότερα σύμφωνα με μαρτυρία του Μ. Βασιλείου τέσσερις ή και περισσότερες φορές την εβδομάδα.
Η προσέλευση στη σύναξη της Εκκλησίας συνδεόταν αρχικά με τη μετοχή στη Θεία Ευχαριστία και τη μετάληψη των τιμίων δώρων. Με την πάροδο του χρόνου η παράδοση αυτή ατόνησε. Ήδη από την εποχή του ιερού Χρυσοστόμου υπήρχε η συνήθεια συμμετοχής στη Θεία Ευχαριστία μία ή δύο φορές το χρόνο, τη Μ. Τεσσαρακοστή και τα Θεοφάνεια, που ας σημειωθεί ότι γιορταζόταν εκείνη την εποχή από κοινού με την γιορτή των Χριστουγέννων. Είναι χαρακτηριστικά όσα αναφέρει ο Ιερός Χρυσόστομος: «Πολλούς ορώ του σώματος του Χριστού μετέχοντας απλώς και ως έτυχε, και συνηθεία μάλλον και νόμω, ή λογισμώ και διανοία. Αν επιστή, φησίν, ο της Αγίας Τεσσαρακοστής καιρός, οίος εάν η τις, μετέχει των μυστηρίων, αν επιστή η των Επιφανίων ημέρα. Καίτοι καιρός ου τούτο προσόδου· ου γαρ Επιφάνια, ουδέ Τεσσαρακοστή ποιεί άξιους του προσιέναι, αλλά ψυχής ειλικρίνεια και καθαρότης». Γι’ αυτό και στο ερώτημα που είχε τεθεί και στην εποχή του ιερού Χρυσοστόμου, για το χρόνο προσελεύσεως και μετοχής στη Θεία Ευχαριστία , ο Ιερός πατήρ εκφράζει με σαφήνεια την τακτική που ακολουθούσαν οι χριστιανοί της εποχής του, αλλά και την αλήθεια της Εκκλησίας. «Πολλοί της θυσίας ταύτης άπαξ μεταλαμβάνουσι παντός του ενιαυτού, άλλοι δε δις, άλλοι δε πολλάκις. … Τι ουν; τίνας αποδεξόμεθα; τους άπαξ; τους πολλάκις; τους ολιγάκις; Ούτε τους άπαξ, ούτε τους πολλάκις, ούτε τους ολιγάκις, αλλά τους μετά καθαρού συνειδότος, τους μετά καθαράς καρδίας, τους μετά βίου αλήπτου. Οι τοιούτοι αεί προσίτωσαν οι δε μη τοιούτοι μηδέ άπαξ».
Επίσης λίγους χρόνους νωρίτερα η Σύνοδος της Αντιόχειας είχε ασχοληθεί με το θέμα διατυπώνοντας και σχετικό κανόνα. «Πάντας τους εισιόντας εις την Εκκλησίαν, και των ιερών Γραφών ακούοντας, μη κοινωνούντας δε ευχής άμα τω λαώ, ή αποστρεφομένους την μετάληψιν της Ευχαριστίας, κατά τινα αταξίαν, τούτους αποβλήτους γίνεσθαι της Εκκλησίας, έως αν εξομολογησάμενοι και δείξαντες καρπούς μετάνοιας και παρακαλέσαντες, τυχείν δυνηθώσι συγγνώμης».
Αλλοτρίωση και ιδιαιτερότητες κατά την Τουρκοκρατία
Στην Τουρκοκρατία επικρατούσε η ίδια συνήθεια που περιγράφει ο ιερός Χρυσόστομος με μια ουσιαστική διαφορά. Ενώ κατά την εποχή του Χρυσοστόμου η μη τακτική προσέλευση και μετοχή στη Θεία Ευχαριστία θεωρείται αταξία που πρέπει να διορθωθεί, στην τουρκοκρατία παγιώνεται λόγω της παρανόησης και παρερμηνείας της εκκλησιαστικής παραδόσεως και των ιερών κανόνων.
Δίδεται έμφαση στην ακρόαση της θ. Λειτουργίας και όχι στη μετάληψη των τιμίων δώρων. Οι περισσότερες Ομολογίες Πίστεως και οι Κατηχήσεις της εποχής αυτής, που στηρίζονται σε δυτικά πρότυπα, κάνουν λόγο για ακρόαση της θείας λειτουργίας και αποσιωπούν ή σπάνια αναφέρονται στη μετάληψη των τιμίων δώρων. Είναι γνωστό πόση επίδραση άσκησε η Κατήχηση του Πέτρου Κανισίου στη συγγραφή πολλών ορθοδόξων δογματικοσυμβολικών κειμένων και κατηχήσεων. Γράφει ο Κανίσιος: «την Κυριακή ή την γιορτή εν τη εκκλησία ευσεβώς άγεσθαι, τω επιφοιτών δηλονότι, τω ιερώ και της λειτουργίας ακούειν».
Ανάλογες θέσεις βρίσκει κάποιος σε μεταφρασμένα έργα δυτικών μισσιοναρίων που κυκλοφορούσαν στον ορθόδοξο χώρο. Στην Ορθόδοξη Ομολογία του Πέτρου Μογίλα, που είχε την έγκριση των τεσσάρων πατριαρχών της Ανατολής, αναφέρεται ότι η εξομολόγηση πρέπει να γίνεται τέσσερις, μία ή δώδεκα φορές το χρόνο. «Να εξομολογούμεθα τας αμαρτίας μας τέσσαρες φοραίς τον χρόνον έμπροσθεν του ιερέως, του νομίμως και ορθοδόξως κεχειροτονημένου, οι δε προκόπτοντες εις ευσέβειαν και ευλάβειαν, ας εξομολογούνται κάθε μήνα, οι δε απλούστεροι χρεωστούσι καν από μίαν φοράν τον χρόνον να κάνουσιν εξομολόγησιν των αμαρτιών των, και τούτο να γίνεται εις τον καιρόν της αγίας τεσσαρακοστής. Εις δε τους άρρωστους τούτο πρέπει να είναι η πρώτη έννοια, να καθαίρουσι το γοργώτερον την συνείδησίν των με την εξομολόγησιν και να γενούσι μέτοχοι της αγίας κοινωνίας, παίρνοντες με πάσαν ευλάβειαν προτήτερα το άγιον ευχέλαιον».
Ο Νεόφυτος Καυσοκαλυβίτης συμπεραίνει ότι όσα λέγονται για την εξομολόγηση ισχύουν και για τη θεία κοινωνία και χρησιμοποιεί το παραπάνω κείμενο, αλλά και αλλά σημεία της Ομολογίας για να ενισχύσει τις απόψεις του. Όμως θεωρούμε ότι με την Ομολογία ήδη έχουμε καθορισμένο καιρό προσέλευσης στη Θεία Ευχαριστία. Στην ίδια γραμμή κινούνται και πολλοί άλλοι συγγραφείς της Τουρκοκρατίας. Ο Δαμασκηνός Στουδίτης και ο Θεόφιλος Καμπανίας, ενώ μιλούν για τον εκκλησιασμό, δεν αναφέρουν καθόλου το θέμα της μετοχής στη Θεία Ευχαριστία. Ο Βικέντιος Δαμοδός γράφει ότι κατά την Κυριακή «πρέπει να συντρέχωμεν εις την Εκκλησίαν, και να ακούωμεν την ιεράν λειτουργίαν». Συνιστά ωστόσο στους πνευματικούς και τους ποιμένες να προτρέπουν τους Χριστιανούς «εις την μετάληψιν των αχράντων μυστηρίων, οπού είναι η πηγή της χάριτος και της ευλογίας». Ο Πάριος παρατηρεί εξάλλου, ότι την εποχή του δεν υπήρχε μόνο αμάθεια, αλλά και αμέλεια για το έργο της διδασκαλίας και της κατηχήσεως των Χριστιανών από μέρους των κληρικών. Αν δε κάποιος κληρικός τολμούσε να διδάξει το λαό, έστω διαβάζοντας ένα απόσπασμα από κάποιο βιβλίο, προκαλούσε το γέλιο και τους χλευασμούς «ως δήθεν αγιάσαι θέλων».
Σύγχυση είχε δημιουργηθεί στους πνευματικούς και τους ποιμένες της Εκκλησίας κατά την εν λόγω εποχή, από την ελλιπή δημοσίευση και παρερμηνεία των ιερών κανόνων. Οι διάφορες νομοκανονικές συλλογές που κυκλοφορούσαν χειρόγραφες περιείχαν νοθευμένους, ψευδεπίγραφους και κατακερματισμένους ιερούς κανόνες. Στο Πηδάλιον αναφέρεται ότι, συχνά οι ερμηνευτές των κανόνων διέστρεφαν το νόημά τους και δίδασκαν «αλλόκοτά τινα και εσφαλμένα». Οι συγγραφείς του αιτιολογούν ως εξής την έκδοσή του: «Δεν υπεφέραμεν, αγαπητοί, να βλέπωμεν εις πολλά πολλών πνευματικών χυδαιονομοκάνονα χειρόγραφα, κατακερματισμένους τους θείους και ιερούς Κανόνας, νενοθευμένους, ψευδεπιγράφους, άλλους αντ’ άλλων, και τας ερμηνείας των εξηγητών αντί των κυρίως Κανόνων εκλαμβανομένας, και το χειρότερον, ότι και τας ερμηνείας ταύτας περιέχοντα, διεφθαρμένας, παρεξηγημένας, και αλλόκοτά τινα και εσφαλμένα διδασκούσας». Το ίδιο προφανώς συνέβαινε και σε αποσπασματικές εκδόσεις κανόνων σε διάφορα εξομολογητάρια αλλά και σε εύχρηστα λειτουργικά βιβλία.
Σε Ωρολόγιον των εκδόσεων Βενετίας του 1789 γράφονται τα εξής: «Τρίς του ενιαυτού μόνον αξιωθήσεται της Μεταλήψεως των μυστηρίων, άπαξ μεν εν τη σωτηρίω του Χριστού και Θεού ημών Αναστάσει. Δεύτερον δε εν τη κοιμήσει της αχράντου Δεσποίνης ημών Θεοτόκου, και τρίτον εν τη Γενεθλίω ημέρα Χριστού του Θεού ημών, δια το και εν ταύταις προηγείσθαι νηστείαν, και το εκ ταύτης όφελος». Διάταξη με το ίδιο περιεχόμενο είχε περιληφθεί και στο νομοκάνονα του Μανουήλ Μαλαξού (16ος αιών). Εδώ πρόκειται για νόθευση και ίσως σκόπιμη γενίκευση και παρερμηνεία του κανόνα, που προέρχεται από τον Τόμο Ενώσεως των βασιλέων Κωνσταντίνου και Ρωμανού. Ο εκδότης του Ωρολογίου παρέλειψε το πρώτο μέρος του κανόνα, με αποτέλεσμα να αποσιωπείται ο σκοπός του. Ο Αθανάσιος Πάριος, ακολουθώντας τον Νεόφυτο Καυσοκαλυβίτη και τον Νικόδημο, αποκαλύπτει την νόθευση και γνωστοποιεί, ότι αυτό που προβάλλεται ως κανόνας από τους πολεμίους της συχνής θείας Μεταλήψεως, δεν αναφέρεται σ’ όλους τους χριστιανούς, αλλά στους τριγάμους.
Όμως η συνήθεια να κοινωνούν οι χριστιανοί δύο ή τρεις φορές το χρόνο, είχε ήδη επικρατήσει και γενικευθεί. Είναι χαρακτηριστικά όσα αναφέρονται σε κείμενο ίσως ρωσικής προέλευσης, που αποδίδεται στον Πατριάρχη Καλλίνικο και απευθύνεται προς τους ιερείς και διακόνους. «Οι Ιερείς δε, όσοι έχουσιν ενορίτας, να διδάσκωσιν αυτούς να μεταλαμβάνωσιν εις τας τεσσαρακοστάς του χρόνου, και να προσέρχωνται με καθαράν καρδίαν και συντριβήν και ευλάβειαν εις την αγίαν Κοινωνίαν». Ο Καλλίνικος δεν αποκλείει τη συχνότερη προσέλευση στη θεία κοινωνία στους λαϊκούς, αλλά τη θεωρεί προαιρετική. «Εάν δεν θελήσωσιν να κοινωνήσωσι και άλλοτε εκτός των αγίων τεσσαρακοστών επτά ημέρας ή πέντε το ολιγώτερον, να ακούσωσι την ακολουθίαν εις τας Εκκλησίας ή να την αναγινώσκωσιν εις τας οικίας αυτών. Εις ανάγκην δε ας νηστεύωσι και τρεις ημέρας μόνον προετοιμαζόμενοι με την θείαν εξομολόγησιν» .
Οι αντικολλυβάδες και ο Αθ. Πάριος
Με βάση την παγιωθείσα εκκλησιαστική πρακτική, αλλά και τους νοθευμένους κανόνες, οι αντίπαλοί τους κατηγορούν τους Κολλυβάδες ως καινοτόμους, αιρετικούς και πλανεμένους. Όπως ομολογεί ο όσιος Νικόδημος, οι αντίπαλοί τους τους είχαν προσάψει την κατηγορία ότι «βαστάζουν μέσα εις το καμιλαύκιόν τους αρτοφόριον με Άγιον Άρτον» και σε οποίο μέρος θέλουν κάθονται και μεταλαμβάνουν. Διέδιδαν επίσης ότι οι Κολλυβάδες κοινωνούσαν καθημερινά. Δεν περιορίζονται όμως στις κατηγορίες, αλλά αρχίζουν και διωγμό εναντίον εκείνων που προσέρχονται τακτικά και κοινωνούν των τιμίων δώρων.
Ο Αθανάσιος Πάριος ανταποδίδει στην πολεμική και γίνεται θερμός υποστηρικτής όσων θέλουν να κοινωνούν συχνά. Το 1774 συντάσσει την έκθεση ή την Ομολογία πίστεως, στην οποία απολογείται εξ ονόματος και των άλλων πατέρων για όλες τις κατηγορίες που τους προσάπτονται. Έτσι μεταξύ των άλλων θεμάτων αναφέρεται διεξοδικά στη συχνή θεία μετάληψη. Στη Δογματική του επίσης, ασχολείται σε πολλά σημεία με το θέμα αυτό. Σε επιστολή του επίσης, προς κάποιο επίσκοπο αντίπαλο των Κολλυβάδων που συνέταξε το 1775, καταφέρεται κατά της συνήθειας να εμποδίζονται οι Χριστιανοί από τη συχνή προσέλευση στη Θεία Ευχαριστία.
Ο Αθανάσιος Πάριος εστιάζει τη σχετική διδασκαλία του για τη συχνή μετοχή στη Θεία Ευχαριστία στα εξής σημεία:
α) Συγκαταλέγει τη Θεία Ευχαριστία στα επτά μυστήρια, τα οποία αντιδιαστέλλει από το μυστήριο της Εκκλησίας. Ακολουθώντας προφανώς τον άγιο Διονύσιο Αρεοπαγίτη τα ονομάζει τελετές. Εντάσσει τα επτά μυστήρια στα θεοπαράδοτα μέσα για τη σωτηρία και τον αγιασμό των ανθρώπων. Δίπλα όμως στα μυστήρια-τελετές, τοποθετεί και τις ηθικές εντολές. Έτσι τα σωστικά μέσα των χριστιανών, «εις δύο ταύτα ευρίσκονται διαιρούμενα, εις ιεράς τελετάς, και εντολάς ηθικάς». Ακόμη κατακρίνει τη νεώτερη συνήθεια να διακόπτεται η συνέχεια των ευχών της αναφοράς του Μ. Βασιλείου και του Χρυσοστόμου.
β) Ο λόγιος της Πάρου τεκμηριώνει τις θέσεις του στηριζόμενος στον Απ. Παύλο και τη διδασκαλία των Πατέρων. Επικαλείται τις μαρτυρίες του φιλοσόφου και μάρτυρος Ιουστίνου, του Μ. Βασιλείου, του Κυρίλλου Αλεξανδρείας, του Συμεών Ν. Θεολόγου, του Μ. Βαρσανουφίου, του Θεοδώρου Στουδίτου, του οσίου Νείλου, του Ιερωνύμου, του Πατριάρχου Γενναδίου και του Μοναχού Ιώβ. Αναφέρεται διεξοδικά στον ιερό Χρυσόστομο και χρησιμοποιεί το Δεκάλογο της κατά Χριστόν Νομοθεσίας του Γρηγορίου Παλαμά, τον οποίο εκδίδει δύο φορές. Επικαλείται ακόμη τις ευχές της θείας λειτουργίας και της θείας μεταλήψεως.
γ) Υποστηρίζει με έμφαση ότι δεν προσδιορίζεται κάποιο δεσμευτικό χρονικό διάστημα από τη Γραφή και τους Πατέρες της Εκκλησίας για τη θεία μετάληψη. Ο χρόνος προσελεύσεως καθορίζεται από τη συνείδηση του καθενός. «Ο καιρός της θείας μεταλήψεως είναι πάντη αδιώριστος, ως εκ των ημερών, διωρισμένος δε μόνον, ως εκ της συνειδήσεως». Αν κάποιος είναι έτοιμος και θέλει, μπορεί και καθημερινά να συμμετέχει. Γράφει χαρακτηριστικά ο Πάριος: «Ούτε δε καθ’ εκάστην ημέραν προσερχόμεθα, ούτε τούτο διδάσκομεν, καθώς διαβαλλόμεθα. Φρονούμεν δε, ως εάν τις ευρεθή τούτο ποιών μετά της προσηκούσης δοκιμασίας, δεν θέλει προκριματισθεί δια την συνέχειαν, έχων τους αγίους και την ιδίαν συνείδησιν δεφένσορας». Παραπέμποντας στον Απ. Παύλο και τον ιερό Χρυσόστομο, ερμηνεύει το χωρίο, «οσάκις γαρ αν εσθίητε τον άρτον τούτον και το ποτήριον τούτο πίνητε, τον θάνατον του Κυρίου καταγγέλετε, άχρις ου αν έλθη… δοκιμαζέτω δε άνθρωπος εαυτόν και ούτως εκ του άρτου εσθιέτω και εκ του ποτηριού πινέτω», ως εξής:
«Δεν χρειάζεται πάρα πολύ δια να καταλάβωμεν, πως το οσάκις, δεν θέλει να ειπή τοσάκις, τουτέστιν εις κάθε μήνα, εις κάθε τεσσαράκοντα, ή τρίμηνον, ή εξάμηνον το οσάκις ομολογουμένως αδιώριστον καιρόν δηλοί, τις δεν το ηξεύρει; ώστε ούτε υπό του Κυρίου, ούτε υπό του Αποστόλου του παραδόντος ήμίν καθώς παρέλαβε, τοσούτος ή τοσούτος καιρός είναι διωρισμένος».
Να μη νομισθεί όμως ότι ο Πάριος ομιλεί για συνεχή θεία μετάληψη αδιακρίτως. Είναι υπέρμαχος της εμπροϋπόθετης προσέλευσης στο μυστήριο. Προσέρχεται κάποιος, όταν δεν κρίνεται ως ανάξιος από τη συνείδησή του και δεν έχει κανονικά κωλύματα που τον αποκλείουν από τη θεία κοινωνία. Γι’ αυτό θεωρεί την κάθαρση και την προετοιμασία με το μυστήριο της μετάνοιας απαραίτητη. Εξάλλου οι φιλοκαλικοί πατέρες του ΙΗ’ αιώνα δεν εφάρμοζαν όλοι αδιάκριτα κοινή τακτική. Άλλοι προσέρχονταν συχνά και άλλοι αραιότερα. Γράφει ο Πάριος: «Προσερχόμεθα εις την θείαν μετάληψιν, ο μεν βραδύτερον ο δε πυκνότερον, κατά το εκάστου εγχωρούν, ούχ ως καταφρονούντες των θείων Μυστηρίων, μη γένοιτο, αλλά καθώς και εις τας ιεράς ευχάς αναγινώσκομεν, ως θαρρούντες τη φιλανθρωπία του Ιησού Χριστού».
δ) Υπήρχε η συνήθεια κατά την εν λόγω εποχή να προσέρχονται όλοι οι χριστιανοί με την ανοχή των πνευματικών στη θεία μετάληψη δύο φορές το χρόνο, Χριστούγεννα και Μ. Πέμπτη. Ο Αθανάσιος Πάριος γνωρίζει τη συνήθεια αυτή και επιμένει στην τήρηση των κανόνων και των πατερικών αποφάσεων. Στον εύλογο ισχυρισμό πολλών πνευματικών να οικονομηθούν τα πράγματα, απαντά υπεραμυνόμενος της εκκλησιαστικής ακρίβειας ως εξής: «Αλλ’ οικονομητέον φασίν ναι οικονομητέον αλλ’ ένθα μη παρανομητέον, φησίν ο θείος Χρυσόστομος. Οικονομητέον ούτω πως, ώστε μη διδόναι τα άγια τοις κυσί μήτε τους μαργαρίτας τιθέναι έμπροσθεν των χοίρων. Καίτοι, τίνα ουκ εκδειματοί η τρανώς βοώσα εκείνη φωνή, “τα άγια τοις αγίοις”. Πολλά αν έχωμεν ειπείν, κατά της βδελυκτής και απαιδεύτου, και κατακρίτου ταύτης αδιαφορίας» .
Υποστηρίζεται από πολλούς νεώτερους θεολόγους και κληρικούς, ότι δεν υπάρχουν ειδικές προϋποθέσεις για τη μετοχή στην Ευχαριστία. Και μόνη η παρακολούθηση της θείας λειτουργίας αρκεί. Γινόμαστε σώμα, ισχυρίζονται, κι αγιαζόμαστε ως σώμα. Ναι θα προσέθετε ο άγιός μας αν ζούσε σήμερα, αλλά όταν προσκομίζει στην Εκκλησία ο καθένας τη μετάνοια και τη φιλαδελφία του. Όταν προσκομίζει την αρετή ως καρπό του πνεύματος και όχι τα πάθη ή την κακία του. Και ακόμη όταν προσέρχεται με συντετριμμένη καρδιά και καθαρή συνείδηση, και όχι αδιακρίτως. Εξάλλου η κοινή προσευχή στη λατρεία της Εκκλησίας τροφοδοτείται και από τον προσωπικό αγώνα και την κατ’ ιδίαν προσευχή.
Ο μακαριστός π. Γ. Φλωρόφσκυ, αναφερόμενος στα δύο είδη προσευχής που αναφέρονται στο Ευαγγέλιο, την κατ’ ιδίαν και την κοινή, αναρωτιέται: «Συγκρούονται τάχα οι δύο αυτές διαφορετικές στάσεις του Κυρίου απέναντι στην προσευχή, και αντιτίθενται μεταξύ τους; Ή μήπως συνάπτονται και είναι δυνατές μόνο στην περίπτωση που συνυπάρχουν;». Και απαντά: «Παραδόξως, η μία προϋποθέτει την άλλη. Πρέπει κανείς να μάθη να προσεύχεται μονάχος, αποθέτοντας στα πόδια του Πατέρα όλες τις ανάγκες και τις αδυναμίες του, σε στενή, προσωπική επικοινωνία. Μόνο εκείνοι που έχουν ασκηθή έτσι να προσεύχονται, μοναχικά, μπορούν αληθινά να συναντηθούν μεταξύ τους πνευματικά σ’ ό,τι ο ένας για τον άλλο ζητάει από τον κοινό ουράνιο Πατέρα… Αρχίζει κανείς να προσεύχεται στο σπίτι του, κι ύστερα πάει στην Εκκλησία. Εκεί οι προσευχόμενοι συναντώνται, ανακαλύπτει ο ένας τον άλλο και μπορούν αυθόρμητα να ενωθούν στο χώρο του κοινού αιτήματος, της κοινής λατρείας».
Η ενότητα εν αγίω Πνεύματι, η προς αλλήλους αγάπη, η ομοψυχία και ο δια της ακτίστου χάριτος αγιασμός είναι δεδομένα και ζητούμενα. Αυτονόητη βέβαια είναι η κοινή πίστη. Και τα δώρα που «προσκομίζονται τη θεία και ιερά τραπέζη» κατά τον Αθανάσιο Πάριο «εις το τελειωθήναι, είτουν ιερουργηθήναι, και επομένως μετασχείν αυτών τους λαούς τούτου χάριν ο ιερεύς δια του διακόνου προτρέπεται τους πιστούς εις την προς αλλήλους αγάπην και ομοψυχίαν, ως άνευ ταύτης, ούτε χριστιανόν είναι δυνατόν, ούτε των φρικτών μυστηρίων μετασχείν θέμις. Ένθεντοι και του θειοτάτου συμβόλου της πίστεως, δι’ ης οι πάντες εις ομόνοιαν ήχθημεν, και μία εκκλησία, και σώμα Χριστού οι απανταχού γεγόναμεν, λαμπρώς ανακηρυχθέντος, άρχεται ήδη ο ιερεύς, εις έργου άγων το σκοπιμώτατον, ήτοι των μυστηρίων τελείωσιν κατά την του Σωτήρος εντολήν… μετά δέους ότι πλείστου, και κατανύξεως εύχεται». Το απόσπασμα αυτό είναι χαρακτηριστικό για το πως βίωνε, αισθανόταν και ιερουργούσε το μυστήριο της Ευχαριστίας ο Αθανάσιος Πάριος.
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΡΟΝΑΞΙΑΣ
ΙΕΡΟΝ ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΕΚΑΤΟΝΤΑΠΥΛΙΑΝΗΣ ΠΑΡΟΥ
ΑΓΙΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ο ΠΑΡΙΟΣ
ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ (ΠΑΡΟΣ 29 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ – 4 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1998)
ΠΑΡΟΣ 2000