Αθωνικές αναμνήσεις

athos web 960x480

μοναχός Θεόδωρος Κωνσταμονίτης

Πολλοί πατέρες κρατάνε κομποσχοίνι στην εκκλησία. Ο Γέροντάς μου Ιωακείμ δεν κρατούσε, και άλλοι πατέρες έλεγαν ότι καλά είναι να παρακολουθείς τα λόγια και του διαβαστή, και του ψάλτη, και του ιερέως. Ο ανεψιός μου παπα-Στέφανος, στου Κωνσταμονίτου, μας είπε για τα γεροντάκια ότι ενώ κάθονταν στο στασίδι και νόμιζες ότι κοιμούνται, μόλις κανείς έκανε ένα λάθος, πετάγονταν να τον διορθώσουν και καταλάβαινες ότι παρακολουθούσαν καλά.

 

Ο παπα-Χαρίτων και οι διάδοχοί του, εκεί πήγε πρώτα ο Γέροντας μου, διάβαζαν ακολουθία μεγάλη, όπως στα μοναστήρια κι έψα­λαν τους κανόνες. Καθημερινά έλεγαν το Μεγάλο Απόδειπνο. Μία φορά την ημέρα έτρωγαν. Δεν κάθονταν στην τράπεζα, όπως όλοι οι πατέρες, έπαιρναν το φαγητό κι έτρωγαν στο κελλί τους ή το καλοκαίρι έξω. Όταν ο Γέροντας έφυγε, είδε ότι παντού έτρωγαν όλοι μαζί. Τώρα έμαθα από τον παπα- Ισαάκ τον Σύρο, επειδή έκανε στο Σινά ο παπα-Χαρίτων, είχαν εκείνη τη σειρά. Έτσι έτρωγαν εκεί. Επίσης έπαιρναν ονόματα για μνημόσυνα. Το κάθε όνομα μνημόνευ­αν ξεχωριστά με δικά του κόλλυβα. Το μπρίκι ήταν συνέχεια στη φωτιά. Παρακλήσεις για το κάθε όνομα χώρια. Όχι όλα τα ονόματα μαζί στα μνημόσυνα και τις Παρακλήσεις. Συνέχεια βρίσκονταν στην εκκλησία. Με τις ελεημοσύνες ζούσαν. Παξιμάδι, φασόλια κι εληές, σπάνια τίποτε άλλο. Το μόνο γλύκισμα ήταν τα κόλλυβα, μετά το διάβασμά τους. Έριχναν λίγη ζάχαρη και τα έτρωγαν. Όλα ήταν ελεημοσύνες από τα μοναστήρια.

Όταν ήμασταν στο Σιμωνοπετρίτικο Κελλί του Ευαγγελισμού γνωρίσαμε τον παπα-Ισαάκιο τον Ρώσο. Ήταν Προφητηλιάτης κι έφυγε και πήγε στον αγιογράφο Προκόπιο, στο Κουτλουμουσιανό Κελλί του Αγίου Νικολάου-Χαλκιά κι έμαθε αγιογράφος. Έπειτα πήγε στην Καψάλα, στην Καλύβη των Δώδεκα Αγίων Αποστόλων, που λένε πως παλαιό ήταν Κυριακό της Καψάλας. Εκεί ήταν δύο γεροντάκια Ρώσοι και τον πήραν. Όταν πήγε να τους γνωρίσει και να συζητήσουν για το κοινοβίασμα, μόλις έφθασε κοντά στην Καλύ­βη και την είδε, του ήλθε μία λάμψη από την Καλύβη επάνω του, ήταν μέρα, κι αισθάνθηκε μία μεγάλη χαρά και παρηγοριά. Ακόμη πριν μπει στο Καλύβι πήρε την απόφαση να μείνει εκεί κι έμεινε.

Τώρα τελευταία που τον γνωρίσαμε, πηγαίναμε και τον βοηθούσαμε στη λειτουργία, διότι δεν είχε άλλον, οι άλλοι ήταν ζηλωτές εκεί γύρω. Είχε σταματήσει την αγιογραφία. Τον βοηθούσαν οι Ρώσοι της διασποράς και του έστελναν κάτι. Καλλιεργούσε κηπουρικά και πολλές πατάτες, ακόμη και σιτάρι. Είχε λίγα λεπτόκαρα, καρύδια, κάστανα, κεράσια, βύσινα, σύκα, αγκινάρες και σταφύλια. Ήταν λίαν εγκρατής. Τη Μ. Σαρακοστή δεν έπινε καθόλου ποτό. Έκανε δωρεές και σε φιλόπτωχα Ιδρύματα έξω. Είχε πολλά καλά. Είχε μεγά­λη ευλάβεια στην Παναγία και πήγαινε στις αγρυπνίες της. Τελευ­ταία με μεγάλη λύπη του άφησε την Καλύβη του και πήγε στη μονή Αγίου Παντελεήμονος-Ρωσικού, γιατί δεν είχε συνοδεία και είχε τυφλωθεί.

Κάποτε, χειμώνα καιρό, πήγαν να τον ληστέψουν. Τον τύλιξαν μ’ ένα σεντόνι, να μη τους δει και τους γνωρίσει. Τον απει­λούσαν να δώσει τα χρήματά του. Έλεγε την ευχή του Ιησού. Τον κτύπησαν αλύπητα. Τους έδωσε ό,τι είχε. Είχαν και οι δύο ληστές κακό τέλος. Ο ένας για καιρό δεν μπορούσε να κοιμηθεί και ανα­γκάσθηκε να ομολογήσει την πράξη του και να τιμωρηθεί.

Ο Γέρων Μιχαήλ από τα Καυσοκαλύβια είχε για εργόχειρο να φτιάχνει χαρτοκόπτες, κατόπιν έμαθε αγιογραφία. Είχε κάνει μία εικόνα του Αγίου Νεκταρίου για τη Ρόδο. Ήταν τότε άρρωστος και του είπε κάποιος να πάρει ένα φάρμακο, το οποίο πήρε και είδε θεραπεία. Ένα βράδυ, που έκανε τον κανόνα του, είχε και τη λάμπα αναμμένη, άνοιξε η πόρτα και μπήκε μέσα ο άγιος Νεκτάριος. Τον γνώρισε ο Γέρων Μιχαήλ. Του είπε ο άγιος· Δεν έγιανες από το φάρ­μακο, αλλά από τη χάρη της εικόνας μου που έκανες! Έγινε άφαντος και ψάχνοντας με τον υποτακτικό του Γαβριήλ, ο οποίος άκουσε τη συζήτηση, περνώντας μπροστά από την εκκλησία, αισθάνθηκαν ευω­δία και πήγαν μέσα κι ευωδίαζε το λείψανο του αγίου πολύ. Δεν μπό­ρεσαν να κοιμηθούν από τη συγκίνηση και τη χαρά. Ο Γέρων Μιχαήλ ήταν τύπος υπομονητικός. Πολλά σκάνδαλα ή λάθη της σκήτης τα διόρθωνε και τα κάλυπτε. Πολλούς γέρους φρόντιζε. Έκανε και τον πρακτικό Ιατρό. Τους γηροκομούσε στην Καλύβη του. Φαίνεται πως είχε και άλλα καλά. Ο Γέρων Πορφύριος τον αγαπούσε πολύ και τον αποκαλούσε παραδελφό. Όταν εκοιμήθη λυπήθηκε πολύ ο Γέρων Πορφύριος, που είναι στην Αθήνα.

Έλεγε ο Γέροντάς μου, στη σκήτη της Αγίας Άννης κοινοβίασε ένας μοναχός σ’ ένα Γέροντα, αλλά ήταν μεγάλος στην ηλικία, μικρό­τερος από τον Γέροντα, και τον κτύπησε ημιπληγία, παραλυσία από τη μέση και κάτω. Τον φρόντιζε ο Γέροντας όσο μπορούσε. Κάποτε πήρε φωτιά κάτω στα πόδια του, καιγόταν το στρώμα του, κοιμόταν, κάποια στιγμή ξύπνησε, αισθάνθηκε μυρωδιά καμένου. Ο Γέροντας έτρεξε να σώσει τον παράλυτο και του λέγει· καίγεσαι ταλαίπωρε. Εκείνος του είπε· Δόξα σοι ο Θεός! Όλα εδώ, Θεέ μου, να μη χρωστώ στην άλλη ζωή... Μετά από λίγες ημέρες εκοιμήθη εν Κυρίω.

Ο πνευματικός Σίμων ο τυφλός πήγε στον Γέροντά μου στην Κερασιά να κοινοβιάσει και τον κράτησε, νομίζω πριν το 1940, αλλά τον είδε ότι δυσκολευόταν πολύ με το φως των ματιών του. Του υπέ­δειξε να πάει καλύτερα έξω, να είναι κοντά στους Ιατρούς ή σε μονα­στήρι ή πνευματικός σε μητρόπολη. Έτσι κι έγινε, πήγε στην Αθήνα.

Εκεί πήρε ένα ερειπωμένο μοναστήρι του Αγίου Παντελεήμονος- Πεντέλης κι έζησε αρκετά χρόνια. Τελευταία είχε και καλογέρια και πολλά πνευματικά παιδιά.

Κάποιος Γέροντας έκανε ερώτηση στον Γέροντά μου. Αν εγκαταλείψει ο Θεός τον καλόγερο, σε τι αμαρτία πέφτει; Ο Γέροντάς μου κατάλαβε ότι ο Γέροντας κάτι το ιδιαίτερο σκέπτεται και του είπε· Στην αισιοδοξία, ότι αυτός είναι σε πνευματική προκοπή ή σε καλή οικονομική κατάσταση, δηλαδή ή υπερηφάνεια. Πέφτει στην αμέλεια, στα σαρκικά πάθη, τη φιλαργυρία, τη φυγή στον κόσμο... Αν δεις τον καλόγερο με λιχουδιές, να ξέρεις τον εγκατέλειψε ο Θεός, τ’ άλλα είναι εύκολα μετά. Το παθαίνει όπως οι Εβραίοι, που λέει η Αγία Γραφή, “έφαγον, έπιον και αναστάντες ήρξαντο παίζειν”, δεν λέει περισσότερα η Γραφή, δηλαδή μετά τα έκαναν όλα. Γι’ αυτό πολλοί πατέρες και ο άγιος Μιλητουπόλεως Ιερόθεος στις πανηγύρεις μόνο το πρώτο φαγητό έτρωγαν ή σούπα ήταν ή σαλάτα ωμή ή ζεματιστά χόρτα, με τηγανητά ψαράκια ή σαρδέλες. Εκείνο μόνο έτρωγαν, όχι τα άλλα φαγητά που ακολουθούσαν...

Μου έλεγε μία ημέρα ο Γέρων Χαραλάμπης ο κομποσχοινάς ότι δεν εισακούεται από τον Θεό η προσευχή του κι έλεγε: Ή αμαρτωλός είμαι και δεν μετανοώ ή σκληρά με δοκιμάζει. Παρακαλώ τον Θεό να εμποδίσει τους δικούς μας να πηγαίνουν ν’ αγκαλιάζονται και να φιλούνται με τον πάπα.

Ένας καλόγερος πάλι πήγαινε να δώσει βοήθεια στη μάνα του κάτι, επειδή ήταν χήρα και φτωχιά, τον απάν­τησε ο Χριστός στον δρόμο και του λέει: Που πας; Και του είπε: Πάω στη μάνα μου βοήθεια. Του λέει ο Χριστός: Εσύ έχεις τη φροντίδα της μάνας σου ή εγώ; Γύρισε τότε πίσω. Δεν χρειάσθηκε να στείλει στη μάνα του ποτέ βοήθεια, μάλλον ευτυχεί και δεν δυστυχεί.

Μία ημέρα ο Γέροντας μου πήγαινε στις Καρυές από το Κελλί του Ευαγγελισμού κι ένας νέος, τσαγκάρης από τη Ρόδο, τον έλεγαν Κωνσταντίνο, που κατέβαινε από την Αθωνίδα Σχολή, πήγαινε και του έδιναν φαγητό, δεν αντελήφθη τον Γέροντά μου. Τον άκουσε ο Γέροντας που έλεγε εκφώνως την ευχή, μέσα από την καρδιά του, τα σπλάχνα του, με μεγάλη ζέση, λαχτάρα, πάνω κατά πάνω, πυκνά και σύντομα, χωρίς διακοπή ή βία και πολλή προσπάθεια. Κατάλαβε ο Γέροντάς μου ότι είναι προχωρημένος στη νοερά προσευχή. Έμενε στο έρημο Κελλί του Αγίου Γεωργίου-Φιλαδέλφου, μέσα στα κουρέ­λια και τα κονσερβοκούτια. Λένε είχε προορατικό χάρισμα. Τον έλε­γαν δια Χριστόν σαλό. Στο τέλος τον έστειλαν έξω στο γηροκομείο.

Από το 1950, που ήλθα στο Άγιον Όρος, γνώρισα πολλούς ενάρετους Γέροντες, με πρώτο τον Γέροντά μου Ιωακείμ. Την ευχή του να έχουμε.

 

Π Ρ Ω Τ Α Τ Ο Ν

ΤΡΙΜΗΝΙΑΙΟ ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ

Ιερά Καλύβη Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου Ιεράς Σκήτης Κουτλουμουσίου Αγίου Όρους

Έκδοτης – Αρχισυντάκτης:Μοναχός Μωυσής, Καρυές Αγίου Όρους

ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ – ΜΟΡΦΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ

 

 

 


Εκτύπωση   Email