ΣΧΟΛΙΑ ΣΤΟ ΠΕΛΑΓΟΣ ΤΩΝ ΘΑΥΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ

nektarios 22 842x421

π. Θεόκλητος Διονυσιάτης

 Ο πλήθος των θαυμάτων του θεοφόρου Πατέρα μας είναι ένα... θαύμα. Είναι τόσα πολλά τα «σημεία», τόσες οι ιάσεις ανιάτων αρρωστημάτων και α­νορθώσεις παραλύτων και ανακλήσεις από την πορεία προς το θάνατο, τόσες οι εμφανίσεις «στον ξύπνιο και στον ύ­πνο», τόσα τα εκβληθέντα δαιμόνια από τις ψυχές των πλασμάτων του Θεού, και προ της εν Χριστώ τω Θεώ Κοιμήσεως του, αλλά κυριώτατα μετά την κοί­μησή του, ώστε να δημιουργούνται ευ­σεβή ερωτήματα.

Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς! Τη διά­σωσή του από τον κίνδυνο του ναυαγίου, το λόγο του στην απλοϊκήν: «άφησε τόπο για ένα τάφο», το μαρμάρωμα του φιδιού, την ευλογημένη άγρα των ψαριών, την ανεύρεση νερού, εκεί που κανείς δεν ήλπιζε, το άνοιγμα των κα­ταρρακτών του ουρανού στη διψασμένη επί δυόμιση χρόνια Αίγινα, την απελευθέρωση του παιδιού της Αίγινας από το πνεύμα του πύθωνος, τα θαύματα που περιγράφει, εν ζωή, ο ασκητικώτατος Κρητικός μοναχός Αβιμέλεχ στο βιβλίο του; Κι’ ύστερα τα μετά θάνατον, κάνον­τας αρχή από την ανόρθωση  του συνασθενούς του παραλύτου επάνω στον ο­ποίο πέταξαν τη φανέλλα του Αγίου!

Η αφθαρσία του σκηνώματος του επί είκοσι ολόκληρα χρόνια, η μυρόβλυση σε μορφή ιδρώτος, η υπερφυσική ευω­δία που ποτέ δεν ελαττώθηκε! Κι’ έπει­τα τα αναρίθμητα θαύματα, τα οποία «εξαριθμήσομαι και υπέρ ψάμμον πληθυνθήσονται», που περιλαμβάνονται σε τρία - τέσσερα βιβλία (Δ. Παναγοπούλου, Μ. Κουφάκη μοναχού Γερασίμου Μικραγιαννανίτου) και που εξακολουθούν  κάθε ημέρα να γίνωνται! Και όσα μέ­νουν άγραφα και άγνωστα, που είναι τα περισσότερα, όπως είναι σε θέση ο γράφων να το βεβαιώσει! Και όλα αυτά με επώνυμες μαρτυρίες.

Λοιπόν φυσικώτατα ανακύπτει το ερώτημα: Τι συμβαίνει με την περίπτω­ση του Αγίου της Αιγίνης, αφού τα τελεσθέντα θαύματά του είναι τόσο απτά, ώστε να μη χωράει αμφισβήτηση ή άλ­λη ερμηνεία, παρά μόνο αναγνώριση και κατάφαση και δοξολογία στον «θαυ­μαστόν εν τοις αγίοις αυτού»; Ήδη γράψαμε μερικές σκέψεις επάνω στο εκπληκτικό αυτό φαινόμενο, που από την άποψη βέβαια του ποσού δεν δημιουργεί καμιά αμφιβολία, ως προς τη φύση του θαύματος. Ασχολούμενοι όμως με τα θαύματα του θεοφόρου Νε­κταρίου, πρέπει να σημειώσωμε με βρα­χύτητα τη θέση του θαύματος μέσα στην Εκκλησία.

Κατ’ αρχήν θαύμα είναι το αποτέλε­σμα μιας υπερφυσικής ενεργείας. Ένα αποτέλεσμα ορατό που δεν έχει ορατή αιτία. Εάν το αποτέλεσμα είναι φυσικό, επόμενο είναι και η αιτία να είναι φυ­σική. Εάν η αιτία δεν βρίσκεται στο χώ­ρο της φύσεως. τότε πρέπει να αναζητηθεί στην περιοχή των «υπέρ την φύσιν». Οπότε, αν η αιτία φυσικού απο­τελέσματος βρίσκεται στο χώρο των «υ­πέρ φύσιν», τότε έχουμε διάσπαση σχέσεως αιτίου και αποτελέσματος, έχουμε θέαμα θαυμαστό, που προκαλεί το θαυ­μασμό, αφού δεν εξηγείται  με καμία γνωστή αιτία, έχουμε το θαύμα.

Στο Θεό βέβαια «δεν αδυνατεί παν ρήμα» δηλαδή στο Θεό όλα είναι δυνα­τά, που ανατρέπουν ή αναστέλλουν τη φυσική τάξη, αφού δημιουργεί τα σύμπαντα εκ του μηδενός. Έχει μάλιστα λεχθεί άτι το θαύμα στη γη είναι φύση στον ουρανό, θαύματα βέβαια με τις ά­κτιστες ενέργειες του Θεού απ’ ευθείας και δια μέσου ανθρώπων  υπάρχουν ά­φθονα και θαυμαστά στην Π. Διαθήκη. Αλλά και η Καινή με θαύματα αρχίζει και συνεχίζεται με θαύματα, θαύματα είναι όλα μέσα στην Εκκλησία, θαύμα­τα όμως μη ορατά. Δεν παρέχουν τη δυνατότητα να οραθούν για να τα θαυμάσουμε γι’ αυτό και δεν λέγονται θαύ­ματα, αλλά μυστήρια.

Ο χώρος της πίστεως είναι πεπληρωμένος από μυστήρια, και ο Χριστιανός ζει συνεχώς σε ατμόσφαιρα μυστηρίου.

Η μυστική σχέση του με το Θεό δια της προσευχής, με την οποία συνομιλεί με τον Πλάστη του και επηρεάζει τις βου­λές του, είναι ένα μυστήριο. Μυστήρια ατελείωτα ενεργούνται συνεχώς στη σφαίρα του αοράτου και ορατού κόσμου. Όπου ο Θεός, εκεί και μυστήρια και θαύματα. Κι’ επειδή ο Θεός είναι «πανταχού παρών και τα πάντα πληρών» με τις αδιάλειπτες άκτιστες ενέργειές του, τελεί συνεχώς μυστήρια και θαύματα και έξω και μέσα στις ψυχές. Όπως στην Π. Διαθήκη έδωσε σε προφήτες τη Χάρη της θαυματουργίας, έτσι και στην Καινή που περιλαμβάνει ολόκληρη την Εκκλησία έδωσε τη Χά­ρη αυτή, αλλά πλουσιώτερη και αφθονώτερη. Και ο ίδιος ο Κύριος τελούσε θαύματα, και στους Αποστόλους έδωσε τη Χάρη των θαυμάτων. Οι εβδομήκοντα «υπέστρεψαν μετά χαράς λέγοντες· Κύριε, και τα δαιμόνια υποτάσσεται ημίν εν τω ονόματί σου» (Λουκ. ι’ 17).

Και οι Πράξεις είναι γεμάτες από θαύ­ματα των Αποστόλων. Και όταν ο Κύ­ριος απέστειλε τους Αποστόλους για να ευαγγελισθούν τον κόσμο, όχι μόνο εξόπλισε τους ίδιους με τη Χάρη ποι­κίλων θαυμάτων, αλλά και τους πιστεύοντας στο κήρυγμά τους, που εβαπτίζοντο και εγένοντο μέλη της Εκκλησί­ας: «Σημεία δε τοις πιστεύσασι ταύτα παρακολουθήσει· εν τω ονόματί μου δαι­μόνια εκβαλούσι γλώσσαις λαλήσουσι καιναίς· όφεις αρούσι καν θανάσιμον τι πίωσιν, ου μη αυτούς βλάψει· επί αρ­ρώστους χείρας επιθήσουσι, και καλώς έξουσιν» (Μάρκ. ις', 16-17).

Ο ερμηνευτής της Εκκλησίας, ο Χρι­στοφόρος Απόστολος Παύλος, αναλύον­τας τη θεότευκτη σύνθεσή της, στην πρώτη Επιστολή του προς τους Κορινθίους, λέει ότι για την οικοδομή της Εκ­κλησίας το Άγιο Πνεύμα δίνει, κατ’ αναλογία προς τη δεκτικότητα του καθενός, σε άλλον λόγο σοφίας, σε άλλον λόγο γνώσεως, σε άλλον χαρίσματα ια­μάτων, ενεργήματα δυνάμεων, προφη­τεία, διακρίσεις πνευμάτων, γένη γλωσ­σών, ερμηνεία γλωσσών, χαρίσματα σε διάφορα μέλη ενός σώματος, γιατί εί­μαστε «σώμα Χριστού και μέλη εκ μέ­ρους» (Α ' Κορ. ιβ', 8-30). Όλα αυτά τα χαρίσματα ενεργούμενα παράγουν θαυμασμόν, είναι ένα θαύ­μα. Πλείστα δε από τα χαρίσματα αυτά αποσκοπούσαν να προκαλέσουν έντονη εντύπωση στο βυθισμένο στην άγνοια και στην αμαρτία κόσμο, που με τη βοή­θεια της Χάρης αισθανότανε συγκλονι­σμό και στη συνέχεια «πίστευε» στο Ευαγγέλιο του Χριστού. Γράφω «πίστευε», μέσα σε εισαγωγικά, και όχι απλώς πί­στευε, γιατί η αποδοχή του κηρύγματος δεν οφείλετο εξ ολοκλήρου στη δεκτι­κότητα της ψυχής και στην ενέργεια της Χάρης, αλλά και στον εντυπωσιασμό από το θαύμα. Οπότε η πίστη δεν ήταν κυριολεκτικά πίστη, αλλά κατά ένα μέτρο καταναγκασμός της βουλήσεως.

Γι’ αυτό και πολλοί από τους πιστούς της Αποστολικής εποχής δεν παρουσία­ζαν συνέπεια στη ζωή τους. Άλλοι βέ­βαια, που βοηθήθηκαν και από τον με­ρικόν αυτό καταναγκασμό, έγιναν υποδείγματα αγίων πιστών.

Με αλλά λόγια, μπορεί να υποστηριχθεί ότι τα διάφορα υπερφυσικά ενεργήματα της Χάρης δια μέσου των πι­στών ήταν ένα είδος συμβόλων προς απόδειξη της αλήθειας, ήταν εξωτερικές και αισθητές μορφές της παρουσίας του Θεού, προορισμένες να επηρεάσουν τους παχυλούς εθνικούς ή Ιουδαίους, που ζητούσαν «σημείον» προς πίστωση, ή και να ενισχύσουν τους αδύνατους στην πίστη Χριστιανούς.

Μονάχα οι ψυχές, που είχαν την «εν Χάριτι πληροφορίαν» της ενοικήσεως σ’ αυτές του Χριστού, θεωρούσαν περιτ­τά τα εξωτερικά σύμβολα τουλάχιστο για τον εαυτό τους. Οι αδύνατες όμως ψυχές τα ήθελαν. Γι’ αυτό και ο άγιος Γρηγόριος ο θεολόγος έλεγε «τα θαύ­ματα τοις απίστοις», δηλαδή χρειάζον­ται μόνο στους μη έχοντες πίστη, γιατί οι αληθινά πιστοί έχουν στην καρδιά τους τις μη δυνάμενες να αμφισβητηθούν ενέργειες του Αγίου Πνεύματος.

Ύστερα από αυτά γίνεται σαφές ότι τα θαύματα — όσα φυσικά δεν έχουν άλλο σκοπό — αποβλέπουν στην προσ­έλκυση των απίστων, των ψυχρών, ή αυτών που απίστησαν στην αλήθεια του Χριστού, ενώ παράλληλα ευεργετείται και εκείνος, στον οποίο ενεργείται το θαύμα. Ένας βαριά και ανίατα άρρω­στος, καθ’ υπόθεση, παρακαλεί το Θεό να θεραπευθεί, γιατί πιθανόν να τελεί­ωσε τον «κανόνα» του για παλιές αμαρτίες — που δημιούργησαν στην ψυχή πληγές και έπρεπε να θεραπευθούν με την οδύνη ή με την αρρώστια — να σταμάτησε να αμαρτάνει οπότε ο Θεός από φιλανθρωπία του χαρίζει πάλι την υγεία. Στη συνέχεια όμως ακούει: «ίδε υγιής γέγονας, μηκέτι αμάρτανε, ίνα μη χείρον σοι τι γένηται». Ο σκοπός όμως κυρίως του θαύματος δεν είναι η θεραπεία της νόσου του σώματος, αλλά η θε­ραπεία της ψυχής, δια της μετανοίας, και του ιδίου και όσων άλλων έμαθαν για το θαύμα.

Και τα θαύματα του αγίου Νεκταρίου πρέπει να τα δούμε μέσα στην περιοχή της οικονομίας του Θεού. Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής φωτίζει όλο το θέ­μα της διανομής χαρισμάτων με τη δια­τύπωσή του ότι «το Άγιον Πνεύμα ενεργεί κατά την υποκειμένην τη ψυχή διάθεσιν». Δηλαδή ο Θεός, αναλόγως προς τις διαθέσεις της ψυχής των Αγίων, χορηγεί τα χαρίσματα, τα οποία ενεργούν και μετά θάνατον.

Επειδή λοιπόν ο θεοειδής Πατέρας μας πονούσε τους πάσχοντες, θα ζήτη­σε από το Θεό τη Χάρη των ιάσεων. Με την προσφορά όμως των ιάσεων στους ανίατα ασθενείς, τόσο ο Θεός όσο και ο Άγιός μας θέλουν τη μετάνοια, την αλλαγή του βίου προς το θέλημα του Θεού από τους θεραπευομένους, αλλά και από όσους μαθαίνουν ότι υπάρχει Θεός και αγαπά τους ανθρώπους. Και νομί­ζουμε, όπως ήδη εγράψαμε, ότι στις ση­μερινές συνθήκες της ηθικοπνευματικής ζωής οι άπειρες θεραπείες θανατηφό­ρων νόσων αποβαίνουν το αποτελεσματικότερο κήρυγμα σε μεγάλα στρώματα του λαού μας, που «βαρέως ακούουσι τοις ωσί», γι’ αυτό και «σημείον αιτούσι», το οποίο τους το δίνει ο Θεός.

Τώρα δημιουργείται η υποχρέωση ν’ απαντήσουμε σε ένα άλλο ερώτημα: Τι έγιναν οι τόσοι θαυματουργοί Άγιοι της Εκκλησίας; Γιατί δεν ακούγονται και επισκιάσθηκαν από τον άγιο Νεκτάριο; Φαίνεται πράγματι ότι ακόμη και πρώ­του μεγέθους αστέρες στις θαυματουρ­γίες, σαν τον άγιο Νικόλαο και τους Α­ναργύρους, έπαθαν κάποια έκλειψη.

Στην ουσία όμως παραμένουν οι ίδιοι, οι μεν Ανάργυροι «πηγήν ιαμάτων έ­χοντες, τας ιάσεις παρέχουσι πάσι τοις δεομένοις...», ο δε άγιος Νικόλαος «ξέ­να και φρικτά εργάζεται τεράστια εν πάση τη γη και εν θαλάσση μακράν, κινδυνεύουσι, ταχυδρόμοις λιταίς εφιστάμενος, ασθενούντων ιατρός και πεινώντων τροφεύς...».

Δεν αλλάξαν οι Άγιοι, αλλά μόνο οι Χριστιανοί, οι οποίοι μαζί με το Θεό έ­ριξαν στη λήθη και τους Αγίους του.

Κι’ αφού δεν τους επικαλούνται με θέρ­μη και δάκρυα, επόμενο είναι κι’ αυτοί να σιωπούν. Γιατί η παρέμβαση των Α­γίων προϋποθέτει πρόσκληση, ικεσία και στεναγμούς, σαν τεκμήρια μετανοί­ας για τις αμαρτίες, από τις οποίες κα­τά κανόνα προέρχονται οι ασθένειες και οι συμφορές των ανθρώπων.

Κι’ έτσι φαίνεται ότι μόνος θαυμα­τουργός είναι ο άγιος Νεκτάριος, γιατί οι πάσχοντες ανίατα και οι συμπάσχον- τες συγγενείς των άκουσαν για τα θαύ­ματά του και πλέουν προς την Αίγινα.

Και πραγματικά θεραπεύονται, και άν­θρωποι ακόμη που διέκοψαν τις σχέσεις τους με την Εκκλησία και το παραδοξώτατο, ορισμένοι απ’ αυτούς πιθανόν και να μη πιστεύουν στο Θεό εν Χρι­στώ Ιησού, ίσως μάλιστα, πέρα από τη θεραπεία που κερδίζουν, να μη τους ενδιαφέρει καν ο Χριστός, που με τη δοθείσα Χάρη του στον άγιο Νεκτάριο τους εθεράπευσε.

Το φαινόμενο άλλωστε δεν είναι νέο: «ραββί, πότε ώδε γέγονας; Απεκρίθη αυτοίς ο Ιησούς και είπεν, αμήν αμήν λέγω υμίν, ζητείτε με, ούχ άτι είδετε σημεία, αλλ’ ότι εφάγετε εκ των άρτων και εχορτάσθητε» (Ιωάν. ς' 26). Δεν τους ενδιέφερε ο Ιησούς ως Θεός, που επιστοποιείτο από τα «σημεία - θαύματα, αλλά του ζητούσαν να επαναλάβει το θαύμα των άρτων και των ιχθύων για να φάνε! Εδώ έχομε ένα κατώτερο επίπεδο από την παραπάνω περίπτωση.

Γιατί το να πιστεύεις μόνο τον Άγιο, που σε θεραπεύει κι’ αυτόν να λατρεύ­εις μονάχα, αγνοώντας τελείως την πη­γή της Χάρης, είναι πάντως ολιγότερο ταπεινό από την αχρειότητα να αναζη­τείς το Χριστό για να σού δώσει «την βρώσιν την απολυμένην»! Αυτό είναι μάλλον κτηνώδες.

Ο άγος Νεκτάριος υπήρξε βέβαια έ­νας λόγιος και σοφός Ιεράρχης, πολυ­μαθής θεολόγος και διδάσκαλος της Εκκλησίας. Ο Θεός όμως με το χάρισμα των ιαμάτων, που συγκινεί κυρίως το λαό του, τον κατέστησε λαϊκό Άγιο στην εποχή μας, αλλά και όργανο ανανεώσεως της μαραμένης πίστεως στις καρδιές των πολλών. Για άλλους επίσης τον ανέδειξε σε τεκμήριο εξωτερικό της υπάρξεώς του και για άλλους σαν φως της Ορθοδοξίας, αφού όπως είπαμε, «επαχύνθη η καρδία του λαού αυτού» και αντί να αναζητούν μέσα τους το Θεό, με τη βίωση της πνευματικής παραδόσεως, «σημείον αιτούσι». Και η άκρα του Θεού φιλανθρωπία τους δίνει «σημείον». Ο λαός θα είναι πάντα λαός.

Εδώ τώρα θυμάμαι ένα ερώτημα, που μου απηύθυνε ένας μακαρίτης γέρον­τας, άγιος και πολυμαθής Ιερομόναχος· γιατί η Εκκλησία καθιέρωσε να ψάλλωνται υμνολογικοί κανόνες κάθε Πέμ­πτη στη μνήμη του αγίου Νικολάου; Να ψάξεις, αδελφέ, και να μη δώσεις «ύ­πνον τοις οφθαλμοίς σου και ανάπαυσιν τοις κροτάφοις σου», έως ότου βρεις το λόγο και την αιτία.

Γέλασα κάπως στο ερώτημα, επειδή θεωρούσε ο φίλος μου σαν πρόβλημα έ­να απλό θέμα. Όπως ήδη εγράψαμε, ο άγιος Νικόλαος είναι θαυματουργός και ο λαός ήθελε κάποιον στον οποίο να στηρίξει την ικανοποίηση των αναγκών του και την ελπίδα της θεραπείας των νόσων του. Αφού, όπως λέει και το τρο­πάριο που παρέθεσα, ο Άγιος είναι επί πλέον «ορφανών προστάτης τε και χη­ρών». Κι’ έτσι ο λαός απηύθυνε με εμπιστοσύνη τις προσευχές του στο θείο ιε­ράρχη Νικόλαο. Κάπως έτσι απάντησα στο φίλο μου. Όσο κανείς δεν έχει στην ψυχή του την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος, ώ­στε να υπερβεί την πίεση των αναγκών και την οδύνη των ασθενειών του, εί­ναι αδύνατο να απαλλαγεί από προσωποκεντρικά αισθήματα, που τον οδηγούν σε αναζήτηση ικανοποιήσεως των στε­νής εννοίας συμφερόντων του και φιλοζωικούς υπολογισμούς. Αντίθετα με αυ­τόν ο άγιος άνθρωπος θέλει να υποφέ­ρει για τον αγαπημένο του Ιησού, θέ­λει να θυσιάζεται για να δοξάζεται μό­νο ο Θεός, αυτός δε ο ίδιος να ταπεινώνεται, να χάνεται, να μη υπάρχει.

Κλείνοντας το κεφάλαιο θα επιθυμούσα να πω τα εξής: Υπάρχει στη Δυτι­κή θρησκευτική ζωγραφική —- είναι πε­ριττό να σημειώσω ότι τη θεωρώ ως αντιπνευματική — ένας νατουραλιστικός πίνακας με την Παναγία σε νεαρή ηλικία, που βαστάζει στις άχραντες αγκά­λες της το θείο βρέφος σε ηλικία δύο - τριών ετών. Τα πρόσωπα βλέπουν κατ’ ευθείαν προς το θεατή. Η καινοτομία που κάνει ο ντα Βίντσι στον πίνακα εί­ναι ότι τα μάτια της Θεοτόκου βλέπουν έτσι προς τα κάτω, ώστε να φαίνονται σαν κλειστά, καλυμμένα τελείως από τα βλέφαρα.

Δεν έχω ασχοληθεί με το θέμα και δεν γνωρίζω το σκοπό της ιδιοτυπίας του ζωγράφου της ψευτο-Αναγεννήσεως. Από χρόνια όμως, που έχω δει τον πίνακα αυτό, έδωσα μια ερμηνεία: Ότι η Παρθένος Μαρία θέλει να «κρυ­φθεί» η ίδια, από ταπείνωση, για να φαί­νεται μόνο ο Υιός της. Σαν να λέει: «Μη βλέπετε εμένα· εγώ είμαι δούλη Κυρίου... Τον Υιό μου κοιττάτε, που αυ­τός είναι, ως Θεός, ο μόνος υπάρχων, ο κτίστης των πάντων, που σαρκώθηκε για τη σωτηρία μας. Εγώ είμαι απλώς κτίσμα, όργανο της των πάντων θεώσεως, αλλά και κατά σάρκα Μητέρα του, «πολλήν παρρησίαν προς αυτόν κεκτημένη». Η πρεσβεία μου είναι σωστική, αλλ’ ο Υιός μου σώζει».

Νομίζω ότι ο θεοφόρος Πατέρας μας Νεκτάριος, βλέποντας τους πιστούς που προσέρχονται για τις ανάγκες τους στο θείον του τέμενος και προσκυνούν τα ευωδιάζοντα από τη Χάρη άγια λείψανά του, θα ήθελε να τους πει κάτι ανάλογο με την Παναγία και οπωσδήποτε ανάλογο με τη διαφορά τους. Γιατί, για τους λόγους που ήδη εκθέσαμε, υπάρχει κίν­δυνος σε πολλούς να απομονώσουν το πρόσωπό του από το Θεό και να του απονείμουν λατρεία ανεξάρτητη από την πηγή της αγιότητος, που είναι ο Θεός, με τη Χάρη του οποίου χορηγούνται τα δώρα.

Και τώρα βέβαια δεν μιλάει στους ευεργετουμένους, όμως έχει διδάξει ότι λατρεία πρέπει «μόνη τη θεία φύσει», τιμή δε απλώς στους Αγίους. Και ότι θέλημά του είναι να μην αρκούνται στις ιάσεις, αλλά να αποφασίζουν να ζήσουν εν μετανοία, ευαρεστούντες έτσι το Θεό και ελπίζοντες σ’ αυτόν σταθερά για τη σωτηρία τους. Γιατί αν θεραπευόμενοι δεν ζουν πνευματικά, με φόβο Θεού, με εργασία των εντολών του και με συνέ­πεια στη χριστιανική τους ιδιότητα, τότε είναι βέβαιο ότι δεν τους συνέφερε η ίαση για την οποία παρεκάλεσαν με δάκρυα.

Ο θαυματουργός άγιος της Αιγίνης, θεραπεύοντας το άρρωστο σώμα και εκβάλλοντας τα δαιμόνια, έχει την αξίωση από τους ιωμένους, να μετανοούν και να γίνωνται καλύτεροι πνευματικώς.

Αλλοιώς θα ήταν προτιμότερη η επώδυνη αρρώστια και ο βασανισμός από τους δαίμονες, αλλά και ο ίδιος ο θάνα­τος, παρά η υγεία που επιτρέπει την ε­νέργεια αμαρτιών, γιατί τότε κολάζον­ται αιωνίως και χάνουν το Χριστό και τα ανέκφραστα αγαθά. Γι’ αυτό και πολ­λοί δεν θεραπεύονται, επειδή γνωρίζει ο Θεός ότι χωρίς ασθένεια οδηγούνται στις αμαρτίες, ενώ με το σωματικό πόνο και με υπομονή κερδίζουν την αιωνιό­τητα.

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ «ΑΘΩΝΙΚΟΙ ΔΙΑΛΟΓΟΙ»

ΔΙΜΗΝΙΑΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΟΝ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΝ ΣΥΝΤΑΣΣΟΜΕΝΟΝ ΥΠΟ ΑΓΙΟΡΕΙΤΩΝ ΜΟΝΑΧΩΝ

Διανέμεται ως ευλογία υπό της Ι. Κοινότητας του Αγίου Όρους

Υπεύθυνος: Μοναχός Θεόκλητος Διονυσιάτης, Καρυαί - Αγ. Όρος

ΤΕΥΧΗ 61-62 – ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ/ΜΑΡΤΙΟΣ 1979

ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ


Εκτύπωση   Email