ΘΕΑ ΘΕΙΟΥ ΦΩΤΟΣ

danihl009900 833x416

Αρχιμ. Δανιήλ Γούβαλης (+)

 Ένα υπερφυσικό σημείο που ανάγεται στα κορυφαία θαύματα είναι η θέα του θείου φωτός.

Αιώνες τώρα μέσα σε μοναστήρια, σε σκή­τες, σε ερημικά κελλιά, αναρίθμητοι μονάχοι αγωνίσθηκαν και αγωνίζονται μέσα στα πλαίσια της αγρυπνίας, της νηστείας και της προσευχής να πιάσουν, να ψηλαφήσουν, να δουν τον Θεό. Μέσα σ’ αυτόν τον πολύμοχθο αγώνα υπάρχουν περιπτώ­σεις, κατά τις οποίες ο πνευματικός αθλητής αντίκρυσε ένα υπερφυσικό φως, εντελώς διαφορετικό από τα φώτα του παρόντος κόσμου. Πρόκειται για θεϊκό φως. Πρόκειται για φως που δεν μπορεί να το δη, παρά μόνο εκείνος στον οποίο θα συγκαταβή ο Θεός. Βέβαια εδώ έχουμε να κάνουμε με θαύμα θαυμάτων. Εδώ κινούμεθα εκατό τοις εκα­τό σε χώρο υπερφυσικό. Αυτό που υποπίπτει στην θέα προέρχεται από άυλη και υπερφυσική πηγή αλλά και τα μάτια που θα το δουν πρέπει να αλλοιωθούν από θεϊκή δύναμι, για να μπορέσουν να το προσπελάσουν. Εάν πάλι γίνη θεατό όχι με τα φυ­σικά μάτια, αλλά νοερώς, με νοερά αίσθησι, και σ’ αυτήν την περίπτωσι η θεατική ικανότητα αποκτήθηκε με επέμβασι θεϊκής ενεργείας.

Η θέα του θείου φωτός αποτελεί την υπέρτατη πνευματική αγαλλίασι, την ύψιστη ηδονή που μπορεί να γευθή άνθρωπος. Όταν λοιπόν βλέπου­με κάποιους ανθρώπους να απαρνούνται τις χαρές του κόσμου, να λένε όχι στις ποικίλες σαρκικές ηδονές, να νηστεύουν δια βίου το κρέας, να τηρούν με αυστηρότητα τις νηστείες του εκκλησιαστικού έ­τους, να μη βιασθούμε να τους λυπηθούμε. Αυτοί γεύονται άλλες χαρές και άλλες ηδονές, ασύγκριτα ανώτερες από τις υλικές τέρψεις του παρόντος αιώνος. Και στην κορυφή αυτών των ιερών τέρψεων και ηδονών στέκεται η θέα του θείου φωτός.

   Θα προσεγγίσουμε το θέμα μας, χρησιμοποιώ­ντας κατ’ αρχήν σαν βοηθό τον π. Λάζαρο τον Διονυσιάτη. Υπήρξε μοναχός στο αγιορείτικο μονα­στήρι του Διονυσίου. Εκοιμήθη το 1974. Έτυχε να τον γνωρίσω. Το πρόσωπό του έλαμπε από την οσιότητα. Ο γερο-Λάζαρος θα μου είναι πάντα μία ευλογημένη ανάμνησις. Αυτός ο Διονυσιάτης μοναχός είχε την έμπνευση να καταγράφη διάφορα αξιόλογα γεγονότα που συνέβαιναν στο μοναστήρι του καθώς και ωρισμένες εκλεκτές διηγήσεις που άκουε από συγχρόνους του μοναχούς.

Κάποιο χρονικό διάστημα ο γερο-Λάζαρος εί­χε το διακόνημα του νοσοκόμου. Περιποιείτο τους άρρωστους αδελφούς της μονής. Μία φορά — Φε­βρουάριο του 1958 — δέχθηκε στο ιατρείο τον π. Ιερόθεο, αδελφό της μονής που χρειαζόταν λίγο κολλύριο για τα μάτια του.

Εκεί δόθηκε η ευκαιρία στον π. Ιερόθεο να εκμυστηρευθή στον π. Λάζαρο ένα υπερφυές βίω­μα που του δημιούργησε στην ψυχή του πρωτο­φανή χαρά και συγκίνησι, αλλά που φοβόταν να το εξωτερικεύση.

«Πάτερ Λάζαρε, του λέει, αυτές τις ημέρες μου συνέβη ένα θαυμάσιο πράγμα. Είναι κάτι πνευμα­τικό. Επειδή εσύ ασχολείσαι με την μυστική πνευματική ζωή, παίρνω το θάρρος να σού το φα­νερώσω. Σε άλλον δεν ξεθαρρεύω να το πω. Θα με περάση για τρελλό».

Ο π. Λάζαρος ήταν έτοιμος να τον ακούση:

«Πριν λίγες μέρες προσεγγίζαμε προς τη Μ. Τεσσαρακοστή και, όπως ξέρεις, την Τετάρτη της πρώτης εβδομάδος, μετά το τριήμερο, έχουμε στο μοναστήρι μας Θεία Κοινωνία. Από την αρχή της εβδομάδος της Τυροφάγου αποφάσισα να αγωνισθώ πολύ, ώστε να πλησιάσω κάπως καθαρός και ά­ξιος στην άγια Κοινωνία. Εβίασα τον εαυτό μου, ασκήθηκα στην εγκράτεια, αύξησα τις γονυκλισίες και την προσευχή. Διπλασίασα τα κομποσχοίνια. Ήταν βράδυ, δύο ημέρες πριν από την Κυριακή της Τυροφάγου, 6η Φεβρουάριου προς 7η. Η νύ­χτα είχε προχωρήσει τρεις ώρες. Εγώ βρισκό­μουνα σε προσευχή. Καθώς προσευχόμουνα βλέ­πω, ξαφνικά, το κελλί μου γέμισε φως. Φως. Δυ­νατό φως. Τι να σού πω; Όχι λάμπες, όχι ηλεκτρι­κά... αλλά σαν ήλιος κάτασπρος. Και μου φαινό­ταν ότι έβγαινε από την εικόνα της Παναγίας που έχω στο κελλί μου».

Ο π. Λάζαρος ερώτησε: «Η παρουσία αυτού του φωτός σε φόβησε, σού έφερε δειλία»;

«Όχι, αποκρίθηκε, δεν φοβήθηκα. Αισθάνθηκα χαρά. Ευχαριστήθηκα πολύ. Ένοιωσα πολλή χαρά. Γεμάτος αγαλλίασι άρχισα να λέω ύμνους και ψαλμωδίες. Έλεγα τους χαιρετισμούς της Πα­ναγίας, ό,τι ήξερα από την Παράκλησι. Έψαλλα με πολλή χαρά και ευχαρίστησι το «Άξιον εστί», τα μεγαλυνάρια...

«Πόση ώρα», ρώτησε ο π. Λάζαρος, «στά­θηκε το φως στο κελλί σου»;

Η απάντησις ήταν: «Θαρρώ, ότι στάθηκε γύ­ρω στις τρεις με τέσσερις ώρες».

Ο π. Λάζαρος ένοιωσε έκπληξι. Συγχάρηκε τον π. Ιερόθεο και δόξασε την μεγάλη ευσπλαχνία και συγκατάβασι του Χριστού και της Μητέρας του, που αξιώνουν ταπεινούς και άσημους μοναχούς να γεύωνται τέτοιες ουράνιες χαρές και παρηγοριές.

Και σχολιάζει ο π. Λάζαρος στα χειρόγραφά του: «Ας τα ακούσουν άπαντες οι εγγράμματοι, οι πολύξεροι και οι τα μεγάλα αξιώματα και θέσεις κατέχοντες και οι δοκούντες είναι τι».

Υπογραμμίζουμε τα λόγια του π. Ιεροθέου: «Φως. Δυνατό φως... Όχι λάμπες, όχι ηλεκτρι­κά... αλλά σαν ήλιος κάτασπρος».

Αυτά τα λόγια δεν επαρκούν να δηλώσουν την παραδεισένια εμπειρία που γεύθηκε ο αγιορείτης μο­ναχός. Όποιος δεν βίωσε παρόμοιο όραμα, αδυνατεί να κατανοήση το είδος αυτού του ιερού θεάματος.

    Ας δούμε τώρα και μία εμπειρία του Καθηγητού της έρημου, Δηλαδή του Μ. Αντωνίου. Στην περίπτωσί του η εμφάνισις του θείου φωτός συν­δέεται με κάποιες αξιοπρόσεκτες ενέργειες.

Η διήγησις έχει ληφθή από τον βίο του Μ. Αντωνίου, τον οποίο συνέγραψε ο Μ. Αθανάσιος. Χρονολογικά τοποθετείται στο ξεκίνημα της ασκήσεως του Οσίου. Τότε ασκήτευε σε οικίσκο εμπρός στην θύρα του σπιτιού του.

Κάποια νύχτα, τα πονηρά πνεύματα του έ­καναν άγρια επίθεσι. Στην αρχή ώρμησαν μ’ ένα φοβερό θόρυβο, που έμοιαζε με σεισμό. Νόμιζες ότι θα έρριχνε κάτω τον οικίσκο.

Κατόπιν πήραν την μορφή άγριων θηρίων και ερπετών, που έδειχναν ότι θα κατεσπάραζαν τον Άγιο. Τον μαστίγωναν και τον κεντούσαν. Οι ο­δύνες στο σώμα του ήταν ισχυρές. Τον ανάγκαζαν να βογγάη από τον πόνο. Το θέαμα ήταν φρι­καλέο. Το λιοντάρι ούρλιαζε και έκανε πως επιτίθεται, ο ταύρος φαινόταν ότι κεράτιζε, ο λύκος ωρμούσε, το φίδι συρόταν εναντίον του. «Όλα ήταν αγριεμένα, γεμάτα θυμό και δημιουργούσαν φοβε­ρούς κτύπους».

Παρ’ όλους τους πόνους ο Μ. Αντώνιος δεν έχασε την ψυχραιμία του. Τους έλεγε: «Αν υπήρχε σε σας κάποια δύναμις, αρκούσε μόνο ένας να μου επιτεθή». Επίσης: «Αν έχετε δύναμι και αν έχετε εξουσία, μη χρονοτριβήτε, φέρετε σε πέ­ρας το έργο σας. Μην αναταράζεσθε μάταια».

Ωστόσο ο Αντώνιος ενοχλείτο από όλο αυτό τον συρφετό των λιονταριών, των αρκούδων, των λεοπαρδάλεων, των ταύρων, των φιδιών, των σκορ­πιών, των λύκων. Και βέβαια και το σώμα του δοκίμαζε πόνους.

Σε μία στιγμή ο Όσιος σηκώνει ψηλά τα μάτια του. Είδε να ανοίγη η στέγη του οικίσκου, όπου έμενε και είδε «ακτίνα τινα φωτός κατερχομένην προς αυτόν». Είδε μια ακτίνα από φως να κατεβαίνη προς το μέρος του. Πάραυτα τα πο­νηρά πνεύματα εξαφανίσθηκαν, οι πόνοι από το σώμα σταμάτησαν και το οίκημα όπου έμενε φαι­νόταν απείραχτο. Εκείνη την στιγμή ο Αντώνιος ένοιωσε την βοήθεια που ήρθε, ανέπνευσε χαρού­μενα, ανακουφίσθηκε από τους πόνους και προσευ­χόταν προς την οπτασία που εμφανίσθηκε: «Που ήσουν; Γιατί δεν φάνηκες από την αρχή, να μου σταματήσης τους οδυνηρούς πόνους»;

Και μία φωνή απευθύνθηκε προς αυτόν: «Αντώνιε, εδώ ήμουν, αλλά περίμενα να δώ τον αγώνα σου. Επειδή έδειξες υπομονή και δεν νικήθηκες, θα σού είμαι πάντα βοηθός και θα σε κάνω παν­τού ονομαστό».

Λοιπόν, εμφανίσθηκε προς τον Αντώνιο μία ακτίνα φωτός, η οποία άλλαξε εντελώς το σκη­νικό. Εξαφάνισε τα πονηρά πνεύματα, έδιωξε και τους πόνους του. Προς αυτήν την ακτίνα του φω­τός, ο Αντώνιος προσευχήθηκε.

   Αλλά, ας δώσουμε τον λόγο στον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά. Ο εν λόγω Άγιος χρησιμο­ποίησε αυτό το παράδειγμα στους αγώνες που έκανε εναντίον εκείνων που στην εποχή του (14ος αιών) εκήρυτταν λανθασμένες ιδέες και απόψεις για το φως που έβλεπαν οι ησυχαστές.

Τότε ένας θεολόγος ονόματι Ακίνδυνος, στα πλαίσια της λεγομένης «ησυχαστικής έριδος», συ­νέταξε επτά πραγματείες εναντίον των θεολογικών απόψεων του αγίου Γρηγορίου Παλαμά. Αυτός ο Ακίνδυνος, μεταξύ άλλων υποστήριζε ότι το φως που είδαν οι τρεις Απόστολοι στο Θαβώρ δεν εί­ναι άκτιστο, αλλά κτιστό, υλικό και «εσχηματισμένον σύμβολον». Απαντώντας ο άγιος Γρηγόριος στις θέσεις του Ακινδύνου συνέγραψε επτά λόγους, τους «Προς Ακίνδυνον αντιρρητικούς».

Σ’ ένα απ’ αυτούς τους λόγους που φέρει τον τίτλο, «Γρηγορίου του Παλαμά, έτι προς τα τω Ακινδύνω κατά του θείου φωτός και των θείων ενεργειών του Πατρός και του Υιού και του Α­γίου Πνεύματος συγγεγραμμένα, λόγος αντιρρητικός έκτος», αναφέρεται το περιστατικό με τον Μ. Αντώνιο (κεφ. 31 και 32) και σχολιάζεται ως εξής:

«Ποιος ήταν εκείνος, τον οποίον παρακαλούσε ο μέγας Αντώνιος; Ποιος ήταν εκείνος που πε­ριμένει να δη τους αγώνες των αγίων και που με­τά τους αγώνες χορηγεί τα βραβεία; Ποιος ήταν εκείνος που καθιστά ονομαστούς αυτούς τους α­γωνιστές; Ποιο ήταν εκείνο το φως, που με μόνη την εμφάνισί του, φυγάδεψε όλο εκείνο το πλήθος των δαιμόνων και σταμάτησε τους πόνους και χο­ρήγησε στην ψυχή πνευματική θυμηδία;

»Δεν ήταν ο Παράκλητος ο ίδιος; Αυτός προς τον οποίο ο σατανάς είναι σκοτάδι που παίρ­νει αντίθετη θέσι; Δεν ήταν η ίδια η λαμπρότητα της τρισυποστάτου φύσεως, που εμφανίζεται μυ­στικά στους αγίους»;

Στην συνέχεια ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς θεολογώντας πάνω στην «ακτίνα του φωτός», που επισκέφθηκε τότε τον Μ. Αντώνιο, αναφέρεται σ’ ένα τροπάριο της εορτής του Αγίου Αντωνίου, γραμ­μένο από τον υμνογράφο Θεοφάνη:

«Με την τρισήλιο ακτινοβολία, πάνσοφε, γέ­μισες λάμψι, και σαν ιστό αράχνης διέλυσες το άσχημο φρύαγμα των δαιμόνων καθώς και τους πόνους από τα χτυπήματα». «Τρισήλιον λαμπη­δόνα» χαρακτηρίζει ο ύμνογράφος αυτήν την «ακτίνα του φωτός».

Και συνεχίζει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς:

«Τι ήταν αυτό το φως, το οποίο παρευρισκόταν και δεν φαινόταν, προς το οποίο έλεγε εκείνος που με την θέα αυτού του φωτός έγινε θεόπτης όπως ο Μωύσής και ο Ηλίας, «που ήσουνα ως τώρα; Γιατί δεν φάνηκες από την αρχή να σταματήσης τις οδύνες μου»; Τι ήταν αυτό το φως, που με την παρουσία του φάνηκε να ανοίγη και να σχίζεται η στέγη; Φάνηκε να εξαφανίζεται η στέγη, χωρίς ωστόσο να μετακινηθή. Φάνηκε αμέσως ότι το οίκημα ήταν σώο και απείραχτο. Όπως το είπα, η στέγη νικήθηκε από την απερίγραπτη αυτή παρουσία του αφράστου φωτός».

Στην συνέχεια ο άγιος Γρηγόριος παρατηρεί ότι, όπως στον Μ. Αντώνιο φάνηκε το θείο φως να κατέρχεται από πάνω, καθ’ όμοιο τρόπο εμ­φανίζεται και στους άλλους ησυχαστές. Και όσοι, σημειώνει, προσεύχονται μέσα σε υπόγεια σπήλαια, όταν τους επισκέπτεται το θείο φως, κατεβαίνει από πάνω και βλέπουν την γη που βρίσκεται πάνω από το κεφάλι τους να ανοίγη. Σ’ αυτόν τον τρόπο υποκρύπτεται κάποιο μυστικό νόημα. Και λίγο πιο κάτω χαρακτηρίζει το θείο φως «προκόσμιον και υπερκόσμιον και υπερουράνιον και ατελεύτητον και ανέσπερον».

❖❖❖

   Είδαμε το περιστατικό με τον Μ. Αντώνιο. Τώρα θα μετακινηθούμε έξι αιώνες εμπρός. Βρι­σκόμαστε στην Κωνσταντινούπολι, το 977 μ.Χ. Τότε ζούσε εκεί κάποιος νεαρός, λαϊκός και εργαζόταν σε σπουδαία υπηρεσία στα ανάκτορα. Αυτός σε κάποια νυκτερινή του προσευχή γεύθηκε την εμπειρία του θείου φωτός. Αργότερα την καταχώ­ρησε σ’ ένα βιβλίο του.

Το πρόσωπο αυτό είναι ο όσιος Συμεών ο νέος θεολόγος. Όταν αργότερα έγινε μοναχός και ηγούμενος στο μοναστήρι του αγίου Μάμαντος, ως ηγούμενος έκανε διδαχές στους μοναχούς. Αυτές συγκρότησαν το βιβλίο που τιτλοφορείται «Κα­τηχήσεις». Στην 22 κατήχησι διηγείται το θεσπέσιο αυτό θέαμα:

«Κάποιος που ωνομαζόταν  Γεώργιος — πίσω από τον Γεώργιο κρύβεται ο ίδιος — νέος, στην ηλικία των είκοσι ετών, κατοικούσε στην Κωνσταντινούπολι στα χρόνια μας... γνώρισε ένα άγιο μοναχό σε κάποιο από τα μοναστήρια της πόλεως. (Εν­νοεί τον Συμεών τον ευλαβή στο μοναστήρι των Στουδίου). Όλη του την ψυχή την ανέθεσε σ’ αυτόν. Εκείνος του έβαλε ένα μικρό πνευματικό πρόγραμμα που θύμιζε ασκητική ζωή. Ο νέος ζήτησε και ένα βιβλίο που να ομιλή για την ζωή των μοναχών και να έχη διηγήματα πρακτικής ασκήσεως. Ο Γέροντας του έδωσε το βιβλίο που τιτλοφορείται, «Μάρκου μοναχού, Περί πνευματι­κού νόμου».

(Στην συνέχεια γίνεται λόγος για την ωφέλεια που αποκόμισε ο νέος από αυτό το βιβλίο. Πολύ ωφελήθηκε από την προτροπή να ελέγχη την συνείδησί του).

Δίνουμε πάλι τον λόγο στον ίδιο: «Κάθε βράδυ κύλαγαν δάκρυα από τα μάτια του. Έκανε πιο πολλές γονυκλισίες με το πρόσωπο στο έδαφος. Στεκόταν σαν άγαλμα στην προσευχή με κολλη­μένα και ακίνητα τα πόδια. Διάβαζε με πολύ ζήλο προσευχές προς την Παναγία. Στέναζε και δάκρυ­ζε και σαν να ήταν παρών σωματικά ο ίδιος ο Κύ­ριος, έπεφτε στα άχραντα πόδια του και σαν ψυ­χικά τυφλός ζητούσε να ελεηθή και να αναβλέψη.

» Κάθε βράδυ αυξανόταν η προσευχή. Κράταγε ως τα μεσάνυχτα. Όσο προσευχόταν, δεν έδει­χνε χαύνωσι ή κούρασι ή ραθυμία. Δεν εκινείτο κα­νένα μέλος του σώματος ούτε τα μάτια του περι­στρέφονταν ούτε κοίταζαν πάνω. Στεκόταν ακίνητος σαν άγαλμα ή σαν ασώματος άγγελος.

» Μία νύχτα λοιπόν, καθώς στεκόταν σ’ αυτήν την στάσι, και καθώς έλεγε νοερώς, όχι με το στόμα, τα λόγια, «ο Θεός ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ», ξαφνικά ήρθε από πάνω μία πλούσια θεϊκή λάμψις φωτός και γέμισε όλον τον χώρο. Σαν συνέβη αυτό, δεν κατάλαβε ο νέος αν βρι­σκόταν σε σπίτι, αν υπήρχε από πάνω του σκεπή. Από παντού έβλεπε φως. Και δεν καταλάβαινε αν πατούσε στην γη. Ούτε ένοιωθε φόβο μήπως πέση. Ούτε σκεπτόταν κάτι για τα πράγματα του κόσμου. Στο νου του δεν περνούσε καμμιά σκέψις για θέματα που απασχολούν ανθρώπους που φο­ρούν σώμα. Είχε συνενωθή ολόκληρος με το άυλο φως και φαινόταν ότι και αυτός είχε γίνει φως. Ξέχασε όλον τον κόσμο. Γέμισε από δάκρυα και από ανέκφραστη χαρά και αγαλλίασι.

» Έπειτα ο νους του ανέβηκε στον ουρανό και εκεί αντίκρυσε άλλο φως, πιο δυνατό από αυτό που τον επισκέφθηκε πρωτύτερα. Και παραξενεύθηκε, διότι κοντά σ’ αυτό το φως είδε τον άγιο εκείνο και ισάγγελο Γέροντα, που του είχε βάλει το πνευ­ματικό πρόγραμμα και του είχε δώσει το βιβλίο.

» Εγώ, ακούοντας αυτά, σκέφθηκα ότι οι πρεσβείες αυτού του αγίου Γέροντα πολύ συνέβα­λαν σ’ αυτό το γεγονός. Και σκέφθηκα ότι ο Θεός ήθελε έτσι να δείξη σε τι ύψος αρετής βρισκόταν αυτός ο άγιος.

» Όταν τελείωσε η θεωρία αυτή η θεϊκή και ο νέος επανήλθε στον εαυτό του, όπως ο ίδιος έλεγε, ήταν κυριευμένος από χαρά και έκπληξι και έβγαζε καρδιακά δάκρυα και στα δάκρυα αυτά συνυπήρχε γλυκύτητα.

» Στο τέλος έπεσε στο κρεββάτι. Αυτήν την ώρα λάλησε ο πετεινός και δήλωσε ότι ήταν με­σάνυχτα. Μετά από λίγο οι εκκλησίες σήμαναν τον Όρθρο. Αυτός σηκώθηκε να ψάλη όπως συ­νήθιζε, χωρίς να αισθανθή καθόλου την ανάγκη του ύπνου εκείνη τη νύχτα».

Αυτή η νυκτερινή θεωρία ήταν η πρώτη κοι­νωνία των θεϊκών μυστηρίων, ο πρώτος μυστικός φωτισμός, η πρώτη εμπειρία της θέας του θείου φωτός. Για να χρησιμοποιήσουμε τον θεολογικό όρο που έχει επικρατήσει, «η πρώτη έλλαμψις του άκτιστου φωτός» ή «του θαβωρίου φωτός».

Το κείμενο είναι πολύ ωραίο: «Έλλαμψις θεία πλουσίως αίφνης επέφανεν άνωθεν και πάντα τον τόπον επλήρωσε» — «Φως μόνον έβλεπε πάντοθεν και ουδέ ει επί γης επάτει εγίνωσκεν»— «όλως φωτί αΰλω συνών και τω δοκείν αυτός φως γενόμενος και παντός του κόσμου επιλαθόμενος».

Στην πρώτη αυτή εμπειρία του αγίου Συ­μεών δεν έχουμε μόνο θέα του θείου φωτός, αλλά και μέθεξι. Είχε συνενωθή ολόκληρος με το άυλο φως και φαινόταν ότι και αυτός είχε γίνει φως. Επίσης είχε πραγματοποιηθή και έκστασις. Δεν αισθανόταν τα πράγματα του κόσμου. Τα είχε λησμονήσει εντελώς. Είχε εξέλθει εκ του κόσμου.

Όλη αυτή η εμπειρία αποτελεί θεωτική κατάστασι. Όση ώρα κρατούσε, ο νεαρός Συμεών ήταν θεωμένος. Οι κατηγορίες του τόπου και του χρόνου είχαν ανασταλή.

   Ίσως να έχετε δει μοναχικό σχήμα. Επάνω του υπάρχουν και κάποια γράμματα, που είναι αρ­χικά λέξεων. Έτσι αν δήτε τέσσερα θήτα, να ξέ­ρετε ότι είναι τα αρχικά των επομένων λέξεων: Θεού θέα θείον θαύμα. Το να δης δηλαδή τον Θεό αποτελεί θεϊκό θαύμα.

Ας δούμε ένα παρόμοιο θεϊκό θαύμα που συν­έβη στον άγιο Συμεών, οκτώ έτη αργότερα, στην ηλικία των 28 ετών, όταν ήταν δόκιμος μοναχός στην μονή των Στουδίου, κάτω από την υπακοή του αγίου μοναχού Συμεών του ευλαβούς.

Το περιστατικό περιγράφεται στην 16η κατήχησι. Και εδώ πάλι προσπαθεί ο άγιος Συμεών να αποκρύψη το πρόσωπό του, λέγοντας ότι συνέβησαν σε κάποιον άλλον, ο οποίος του το εξιστόρησε. Ας παρακολουθήσουμε αυτήν την διήγησι:

«Κάποιος νεώτερος μου διηγήθηκε τα επό­μενα: Ήμουνα υποτακτικός σε Πατέρα τιμημένο και ίσο προς τους μεγάλους και επιφανείς αγίους. Άκουα από αυτόν πολλές φορές να λέη ότι σ’ αυτούς που αγωνίζονται, εμφανίζονται από τον ουρανό θεϊκές ελλάμψεις, πολύ και άφθονο φως, επικοινωνία, μέσω του φωτός, του Θεού με τους ανθρώπους. Αυτά άκουα και εθαύμαζα. Με κατέ­λαβε τέτοια επιθυμία και τέτοιος έρωτας γι’ αυτό το θέμα, ώστε η σκέψις του να με κάνη να ξεχνώ όλα τα επίγεια και επουράνια, να ξεχνώ ακόμη και το φαγητό και το πιοτό και κάθε σωματική άνεσι.

» Ο άγιος Γέροντας ήταν μεγάλος και διέθε­τε και προορατικό χάρισμα. Με έβλεπε να κάνω χωρίς δισταγμό ό,τι μου επέβαλλε. Με έβλεπε να μη τρώω, να μη πίνω, να είμαι πάντα σκεπτικός και να λυώνω και να δαπανώμαι από κάποια σκουριά. Επειδή με συμπαθούσε υπερβολικά, με μάλωνε και έτσι με ανάγκαζε να τρώω ακούσια...

» Μία μέρα συνέβη να πάμε μέσα στην πόλι όπου κατοικούσε (πρόκειται για την Κωνσταντινούπολη για να επισκεφθή τα πνευματικά του τέκνα. Όλη την ημέρα την περάσαμε εκεί, στα πνευματικά του τέκνα. Και μόνο με την παρουσία του ωφελούσε πολλούς. Το δειλινό επιστρέψαμε στο κελλί. Από τον πολύ κόπο και την πολλή ζέστη ήμαστε πεινασμένοι και διψασμένοι. Πρέπει να σημειώσω ότι δεν συνήθιζε να κοιμάται έξω, παρ’ όλο που ήταν καλοκαίρι και αυτός ήταν ηλικιωμένος, γύρω στα εξήντα χρόνια περίπου. Καθήσαμε να φάμε, αλλά εγώ δεν έτρωγα. Ήμου­να σωματικά κατάκοπος. Σκεφτόμουνα ότι αν φάω και πιώ, δεν θα μπορέσω καθόλου να κάνω προσευχή και να αναζητήσω αυτό που ποθώ. Αυτά σκεφτόμουνα και καθόμουνα σαν να ήμουν εκτός εαυτού.

» Ο άγιος με είδε και αναλογίσθηκε τον κόπο που εκοπίασα μαζί του. Στολισμένος με το διορατικό χάρισμα κατάλαβε για ποιον λόγο υπέμενα αυτά και έδειξε απέναντί μου πολλή συμπάθεια. Μου είπε αυστηρά: «Φάγε, παιδί μου, και πιές και μη λυπάσαι από τώρα. Αν ο Θεός δεν ήθελε να σε ελεήση, δεν θα ευδοκούσε να έρθης σε μας». Φάγαμε λοιπόν και ήπιαμε με το παραπάνω. Έτρω­γε κι εκείνος ακολουθώντας την δική μου αδυναμία.

» Σαν σηκώθηκε το τραπέζι μου λέει: «Να γνωρίζης, παιδί μου, ότι ούτε στην νηστεία ούτε στην αγρυπνία ούτε στον σωματικό κόπο ούτε σε κάποια άλλη καλή πράξι ευχαριστείται ο Θεός και εμφανίζεται. Ο Θεός κάνει την εμφάνισί του μόνο σε ταπεινή και απερίεργη και καλωσυνάτη ψυχή και καρδιά».

Αφού λοιπόν άκουσα αυτά, θαύμασα για τα λόγια και τις συμβουλές του Αγίου. Ο πόθος μου άναψε περισσότερο. Έφερα στη μνήμη μου για μια στιγμή όλες τις αμαρτίες μου, περιλούσθηκα στα δάκρυα, έπεσα και κράτησα τα πόδια του αγίου Γέροντα και του είπα: «Προσευχήσου για μένα, άγιε του Θεού, για να βρω έλεος. Από ό,τι καλό ανέφερες, σε μένα δεν υπάρχει τίποτε, παρά μόνο πολλές αμαρτίες που και συ τις ξέρεις».

» Ο άγιος Γέροντας με συμπάθησε πιο πολύ και δάκρυσε και μου έδωσε εντολή να σηκωθώ από το έδαφος. «Πιστεύω στον Θεό», είπε, «την χάρι που σε μένα την δώρησε πλούσια, σε σένα θα την δώση διπλάσια, χάριν μόνο της πίστεως που έ­χεις και προς αυτόν και προς την ταπεινότητά μου».

» Αυτά τα λόγια τα δέχθηκα σαν από τον ίδιο τον Θεό. Κατάλαβα κάτι σχετικό με τον Ηλία και τον Ελισσαίο και πίστεψα πως, αν και εγώ είμαι ανάξιος, ο Θεός είναι φιλάνθρωπος και σύντομα κάνει το θέλημα αυτών που τον φοβούν­ται. Έβαλα πάλι μετάνοια, ζήτησα ευχή και πήγα στο κελλί μου. Είχα εντολή μόνο να πω το τρισάγιο και να κοιμηθώ.

» Προχώρησα στο μέρος όπου συνήθιζα να προσεύχωμαι και άρχισα το «Άγιος ο Θεός». Θυ­μήθηκα τότε τα λόγια του αγίου Γέροντα και αμέσως κινήθηκα σε δάκρυα και σε θεϊκό πόθο τόσο πολύ, ώστε δεν μπορώ να εκφράσω με λόγια την χαρά και ηδονή που αισθάνθηκα.

» Αμέσως τότε έπεσα μπρούμυτα και ξα­φνικά φως πολύ έλαμψε σε μένα νοερά. Τράβηξε και πήρε προς το μέρος του ολόκληρο τον νου μου και την ψυχή μου. Το αιφνίδιο αυτό θαύμα με γέ­μισε έκπληξι και ήταν σαν να περιέπεσα σε έκστασι. Επί πλέον λησμόνησα τον τόπο όπου βρισκό­μουνα, ποιος ήμουνα και που. Μόνο έκραζα: «Κύ­ριε, ελέησον». Όταν ήρθα σε συναίσθησι, κατά­λαβα ότι έλεγα ακόμη το «Κύριε, ελέησον». Ποιος ήταν αυτός που μιλούσε ή αυτός που κινούσε την γλώσσα μου, δεν γνωρίζω. Ο Θεός γνωρίζει. Επί­σης, αν επικοινώνησα με τούτο το φως με το σώ­μα μου ή χωρίς το σώμα μου, δεν γνωρίζω. Γνω­ρίζει αυτό το Φως, το οποίο έδιωξε κάθε ομίχλη από την ψυχή μου και κάθε γήινο φρόνημα, αυτό που απομάκρυνε από πάνω μου την παχύτητα της ύλης και το σωματικό βάρος που δημιουργούσε στα μέλη μου αδράνεια και νάρκωσι.

» Θαύμα τρομερό! Με τόνωσε πολύ. Ενδυνά­μωσε τα παραλελυμένα άρθρα και νεύρα, που κατήντησαν έτσι από τον πολύ κόπο της ημέρας. Ένοιωσα σαν να είχα γδυθή ένα ένδυμα φθοράς.

» Επί πλέον στάλαζε παρευθύς με απερίγραπτο τρόπο στην ψυχή μου πολλή χαρά, μία αίσθησι νοερά και μία γλυκύτητα που ξεπερνάει κάθε γλυκειά γεύσι που έχουν τα πράγματα του ορατού κόσμου. Επίσης μου χάρισε ελευθερία. Με έκανε να ξεχάσω όλες τις σκέψεις των βιωτικών πραγμάτων. Επίσης μου γνώρισε παράδοξα με ποιο τρόπο γίνεται η εκδημία ενός ανθρώπου από αυτή την ζωή.

» Όλες οι αισθήσεις του νου και της ψυχής μου κόλλησαν αποκλειστικά στην απερίγραπτη ευφροσύνη αυτού του φωτός».

Στην συνέχεια του κειμένου γίνεται λόγος για την λήξι του βιώματος. Η ήρεμη αποχώρησις του θεϊκού φωτός, ο χωρισμός, δημιούργησε στην ψυ­χή του Συμεών λύπη και οδύνη.

Και πιο κάτω έχει μία ωραία διατύπωσι: «Ευφραίνει φαινόμενον και τιτρώσκει κρυπτόμενον». Δηλαδή το θεϊκό φως όταν παρουσιάζεται χορηγεί ευφροσύνη, αλλά όταν αποκρύπτεται πλη­γώνει την ψυχή.

Και τα επόμενα λόγια είναι πολύ εντυπωσιακά. Στο κείμενο έχουν μία ποιητική χάρι:

«Και πλησίον μου γίνεται και εις ουρανούς αναφέρει  με. Μαργαρίτης εστί. Και το φως επενδύει με και ως άστρον μοι φαίνεται, και υπάρχει τοις πάσι αχώρητον. Απαστράπτει ως ήλιος και την κτίσιν συνεχομένην κατανοώ εν αυτώ, τα εν αυτή πάντα δεικνύει μοι και φυλάσσειν προστάττει μοι τα μέτρα τα ίδια. Συνέχομαι υπό στέγης και τοίχων και τους ουρανούς διανοίγει μοι».

Δηλαδή: «Το θείο αυτό φως γίνεται πλησίον μου και με ανεβάζει στα ουράνια. Είναι μαργαρι­τάρι. Και το φως γίνεται ένδυμά μου. Με ενδύει. Και μου φαίνεται σαν αστέρι. Και είναι άπειρο. Δεν μπορεί να χωρέση πουθενά. Αστράφτει σαν τον ήλιο. Μέσα στην λάμψι του διακρίνω να περιέχεται όλη η κτίσις. Όλα όσα υπάρχουν σ’ αυτήν, μου τα δείχνει. Και μου δίνει εντολή να περιορίζωμαι στα δικά μου μέτρα. Ενώ εγώ είμαι περιωρισμένος σε δωμάτιο με τοίχους και σκεπή, αυτό μου ανοίγει τους ουρανούς».

   Λοιπόν, κάναμε πιο πάνω αναφορά στην εμπειρία ενός μοναχού της Αγιορείτικης μονής του οσίου Διονυσίου, όπως αυτός την εκμυστηρεύθηκε στον π. Λάζαρο Διονυσιάτη. Γνωρίσαμε και την εμπειρία του θείου φωτός στον Μ. Αντώνιο, όταν οι πειρασμοί έφθασαν σε ακραία μορφή.

Επίσης μιλήσαμε για την πρώτη θεία έλλαμψι που γνώρισε ο μεγάλος μυστικός θεολόγος του Βυζαντίου Συμεών ο νέος θεολόγος, όταν ακόμη ήταν στην ηλικία των είκοσι ετών. Είπαμε ότι δεν δοκίμασε μόνο θέα του θείου φωτός αλλά είχε επί πλέον και μέθεξι. Όλη του η ύπαρξις είχε διαπερασθή από την χάρι του θαβωρίου φωτός, ώστε να έχη γίνει ο ίδιος φως — «όλος φωτί αΰλω συνών και τω δοκείν αυτός φως γενόμενος».

Κατόπιν γνωρίσαμε μία άλλη εμπειρία του θείου φωτός πάλι του οσίου Συμεών, όταν ήταν στην ηλικία των 28 ετών και ανήκε στους δόκι­μους μοναχούς της μονής των Στουδίου. Κατ’ αυτήν την εμπειρία το θείο φως επέφερε μία ανανέωσι στον ψυχοσωματικό οργανισμό του Οσίου. «Με τόνωσε πολύ. Ενδυνάμωσε τα παραλελυμένα άρθρα και νεύρα που κατήντησαν έτσι από τον κόπο της ημέρας. Ένοιωσα σαν να είχα γδυθή έ­να ένδυμα φθοράς». Επί πλέον χορήγησε μία αίσθησι θεσπέσιας ηδονής, η οποία εκφράζεται με την λέξι «γλυκύτητα». «Χαράν ευθέως πολλήν, νοεράν τε αίσθησιν και γλυκύτητα υπέρ πάσαν γεύσιν των δρωμένων εν τη ψυχή μου αφράστως ενέσταξεν» (Κατήχησις 16η).

Στην πρώτη περίπτωσι του οσίου Συμεών γίνεται λόγος για συνένωσι με το θείο φως — «όλως φωτί αΰλω συνών». «Συνών». Μετοχή του ρήματος «σύνειμι». «Σύνειμί τινι» σημαίνει «είμαι μαζί με κάποιον, είμαι ενωμένος με κάποιον». Σε αλλά κείμενά του ο όσιος πατήρ ομιλεί για σύγκρασι. Έτσι στον δέκατο ηθικό λόγο διαβάζουμε: «Μακάριοι οι τω θείω φωτί πλησιάσαντες και ένδον αυτού εισελθόντες και φως όλοι γενόμενοι, συγκραθέντες αυτώ, ότι αυτοί την ρυπαράν τελεί­ως στολήν απεδύσαντο και ουκέτι πικρά δάκρυα κλαύσονται». Δηλαδή: «Μακάριοι όσοι πλησίασαν στο θείο φως και αναμείχθησαν με αυτό. Είναι μακάριοι, διότι γδύθηκαν εντελώς την βρώμικη ενδυμασία και δεν πρόκειται πια να κλάψουν με πικρά δάκρυα».

Μας ενδιαφέρει η φράσις, «συγκραθέντες αυτώ», Δηλαδή «συγκραθέντες τω θείω φωτί». Η λέξις «συγκραθέντες» είναι μετοχή του ρήματος «συγκεράννυμαι». «Συγκεράννυμαί τινι», σημαίνει, αναμειγνύομαι, συνενώνομαι με κάποιον. Όπως δηλαδή σ’ ένα πυρακτωμένο σίδερο έχει αναμειχθή εντελώς η φωτιά με το μέταλλο, έτσι στην εν λόγω περίπτωσι συνενώνεται το θείο φως με την ψυχή και το σώμα του ελλαμπομένου ανθρώπου.

Στην δεύτερη περίπτωσι του οσίου Συμεών, γίνεται λόγος για μία ηδονική χαρά, για μία γλυ­κύτητα που εισχωρεί μέσα στην ψυχή. Τέτοιου είδους γλυκύτητα δεν παρέχεται από κανένα υλικό πράγμα. Τέτοιο νόστιμο φαγητό δεν μαγειρεύεται εδώ κάτω. Η γλυκειά γεύσις που χορηγείται στην ψυχή από το θείο φως είναι, όπως ο άγιος Συμεών το διατυπώνει, «υπέρ πάσαν γεύσιν των δρωμένων». Σε άλλο κείμενο, ο ίδιος Πατήρ πα­ρομοιάζει το θείο φως με νερό που κατασβήνει κά­θε δίψα και η γεύσις του χαρακτηρίζεται από γλυ­κύτητα. Γράφει επί λέξει: «και γλυκύ το πόμα λίαν», «και αυτό που πίνεις είναι πολύ γλυκό». Όχι απλώς γλυκό, αλλά πολύ γλυκό, «γλυκύ λίαν». Τι ωραία κείμενα:

«Και γλυκύ το πόμα λίαν μία γεύσις πάσαν δίψαν μυριάδων καταπαύει και διψώ αεί του πίνειν υπέρ κόρον πάντως πίνων» (Ύμνος εικοστός τρίτος)

Όπως δηλώνεται από τους προηγούμενους στίχους, η γλυκύτητα που χορηγείται από το θείο φως δεν δημιουργεί κορεσμό, δεν φέρνει μπούχτισμα. Αλλά όσο την γεύεσαι τόσο πιο πολύ την ποθείς — «και διψώ αεί του πίνειν υπέρ κόρον πάν­τως πίνων».

Υπάρχουν λοιπόν και ηδονές πνευματικές. Αυτές βρίσκονται κοντά στον Θεό. Αυτές οι ηδονές δεν μπουχτίζουν, δεν δημιουργούν κενό στην ψυχή, δεν φθείρουν το σώμα. Οι άλλες οι ηδονές που προβάλλονται τόσο έντονα σήμερα από τις τηλεοράσεις και τα διάφορα ηλεκτρονικά μέσα εί­ναι φτωχές ηδονές, και το μέλι τους είναι ανακατεμένο με δηλητήριο. Γι’ αυτό ρίχοντας μια μα­τιά στο πρόσωπο αυτών που πρωταγωνιστούν στα ανήθικα θεάματα, βλέπεις ένα πρόσωπο στεγνό, εστερημένο από την χάρι που έχουν τα πρόσωπα και τα βλέμματα των εναρέτων ανθρώπων, των ανθρώπων που τους περιαυγάζουν κάποιες ακτίνες από το φως της χάριτος του Θεού.

Ο Θεός ξέρει πόσες φορές είχε ο άγιος Συ­μεών ο νέος θεολόγος εμπειρίες θείου φωτός. Πάν­τως τον ευγνωμονούμε διότι στα κείμενά του, τα πεζά και τα ποιητικά, μας ανοίγει πολλά παράθυ­ρα προς τον ουρανό του θείου και άκτιστου φωτός.

Ο άγιος Πατήρ μας έχει αφήσει 53 ποιήμα­τα, γνωστά ως «Ύμνους θείων ερώτων». Στον εικοστό πέμπτο ύμνο μας αποκαλύπτει μία άλλη εμπειρία του, την οποία γεύθηκε νύχτα, ενώ διά­βαζε με την βοήθεια λυχναριού κάποια ιερά κεί­μενα. Το θείο φως εμφανίσθηκε δυνατότερο από το φως του ήλιου. Στην συνέχεια του επέφερε κάποια εκστατική κατάστασι. Λησμόνησε ότι βρισκό­ταν μέσα σε σπίτι, λησμόνησε ότι φορούσε σώμα.

Αυτό το περιστατικό δεν αναφέρεται στην βιο­γραφία του αγίου Συμεών. Δεν γνωρίζουμε σε ποια στιγμή της ζωής του το έζησε. Αν δεν υπήρχε αυτός ο ύμνος, ο εικοστός πέμπτος, θα το αγνοούσαμε.

Κατ’ αρχήν ας ρίξουμε μία ματιά στο κείμενο: «Πως διαγράψω, Δέσποτα, προσώπου σου την θέαν, πως είπω την ανέκφραστον θεωρίαν του κάλλους; Πως ον ο κόσμος ου χωρεί, γλώσσης φθογγή χωρήσει, πως τις εκφράσαι δυνηθή την σην φιλανθρωπίαν; Καθήμενος γαρ εν φωτί λαμπάδας μοι φαινούσης και φωτιζούσης της νυκτός τον ζόφον και το σκότος εδόκουν είναι εν φωτί προσέχων αναγνώσει, λέξεις τε οία ερευνών και σκοπών τας συντάξεις. Ως ουν υπήρχον, Δέσποτα, αδολεσχών, εν τούτοις, αίφνης εφάνης άνωθεν πολύ μείζων ήλιου και έλαμψας εξ ουρανών μέχρις εμής καρδίας.

Τα δ' αλλά πάντα ως βαθύ σκότος είναι εώρων, Στύλος δε μέσον φωτεινός, όλος τεμών αέρα διήκεν εκ των ουρανών έως εμού του τάλα».

Μεταφράζουμε:

«Πως να περιγράφω, Δέσποτα, το αντίκρισμα του προσώπου σου, πως να μιλήσω για την απερίγραπτη θέα της ωραιότητας;

Πως Αυτόν που δεν χωρεί ο κόσμος, θα τον χωρέση φθόγγος ανθρώπινης γλώσσας; Πως θα μπορέση κάποιος να εκφράση με λόγια την δική σου φιλανθρωπία; Ενώ καθόμουνα με την συντροφιά μιας λαμ­πάδας που μου έφεγγε, και που διέλυε το ζοφερό νυχτερινό σκοτάδι, νόμιζα ότι βρισκόμουνα σε φως. Πρόσεχα σε ανάγνωσι, έψαχνα τις λέξεις, παρατηρούσα καλά την σύνταξι.

Ενώ λοιπόν, Δέσποτα, σκεπτόμουν αυτά, ξα­φνικά, παρουσιάσθηκες από πάνω πολύ πιο μεγάλος από τον ήλιο και έλαμψες από τον ουρανό μέχρι την καρδιά μου. Όλα τα αλλά τα έβλεπα σαν βαθύ σκοτάδι. Και ανάμεσα στα σκοτάδια υπήρχε ένας στύλος φωτεινός, που διέσχιζε τον αέρα και από τους ουρανούς έφθανε μέχρις εμένα τον ταλαίπωρο».

Εκείνο που πρέπει να προσέξουμε είναι το ότι αυτός ο ήλιος, αυτό το φως που διέσχισε τα σκοτάδια, ήταν ο ίδιος ο Δεσπότης Χριστός.

(…)

    Κατακλείοντας αυτό το κεφάλαιο ας ευχηθούμε να αγωνίζονται οι Χριστιανοί να καθαρίζωνται από τα πάθη, ώστε ν’ αξιωθούν να γευθούν κάποια, έστω μικρή ακτίνα από το άχραντο αυτό φως. Όσο πιο πολύ καθαρισθούν, όσο πιο πολύ εξαγνισθούν, τόσο πιο κατάλληλοι γίνονται γι’ αυτήν την θέα. Το φως αυτό, κατά την φράσι του αγίου Γρηγορίου Παλαμά, είναι «ψυχών και νόων ασπίλων εύχαρι και ιερόν θέαμα». Η φράσις αυτή προέρχεται από ένα θεσπέσιο και καταπληκτικό κείμενο του ιερού Πατρός που τιτλοφορείται, «Λό­γος υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων, των προτέρων ο τρίτος, περί φωτός και φωτισμού θείου και ίεράς ευδαιμονίας και της εν Χριστώ τελειότητος». Το κείμενο διαιρείται σε πενήντα δύο κεφάλαια. Η εν λόγω φράσις βρίσκεται στο 46°.

Χρειάζεται να εξαγνισθούμε για να γευθούμε το άγιο θέαμα. Εκείνος που καθαρίζεται, που γί­νεται άσπιλος και που καλλιεργεί την προσευχή «δόξαν ορά Θεού και φως εποπτεύει θείον... ψυχών και νόων ασπίλων εύχαρι και ιερόν θέαμα».

Το θέαμα είναι «εύχαρι», Δηλαδή ευχάριστο, χαριτωμένο, θελκτικό. Ο αγώνας για την κάθαρσι της ψυχής είναι κουραστικός. Αλλά μετά τις δυσκολίες ακολουθούν τα ευχάριστα.

Στο ίδιο κείμενο ο άγιος Γρηγόριος σημειώ­νει μια πρότασι που προέρχεται από την Κλίμακα του Ιωάννου του Σιναΐτου: «Καθαρότης καρδίας εδέξατο έλλαμψιν». Δηλαδή για να γευθή κάποιος την λάμψι του θείου φωτός, πρέπει η καρδιά του να είναι καθαρή από αμαρτίες και πάθη. Προϋποθέσεις της θείας ελλάμψεως είναι η καθα­ρότητα. Κατά την φράσι του αγίου Γρηγορίου Παλαμά, «δεκτική της ελλάμψεως ταύτης καρδία κεκαθαρμένη» (ο.π. κεφ. 52ον).

Είθε ν’ αγαπήσουμε τον αγώνα για τον κα­θαρισμό του ψυχικού μας αγρού.

   

Από το βιβλίο: Η ΕΚΠΛΗΞΙΣ ΤΟΥ ΥΠΕΡΦΥΣΙΚΟΥ

 

 

 

 

 

 

 


Εκτύπωση   Email