ΟΣΙΟΥ ΝΙΚΗΤΑ ΣΤΗΘΑΤΟΥ
ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΟΥ ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΣΥΜΕΩΝ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ
Με αυτόν λοιπόν τον τρόπο σε οκτώ ημέρες έφθασε στην προκαθημένη των άλλων πόλεων, την Κωνσταντινούπολι. Εκεί, όπως τρέχει στις πηγές των υδάτων ένα διψασμένο ελάφι, έτσι και αυτός έτρεξε γρήγορα προς τον θείο εκείνον γέροντα, ερρίφθηκε εμπρός του σα στον ίδιον τον δεσπότη Χριστό, και έβαλε όλα τα υπάρχοντά του δίπλα στα πόδια του. Ο δε φιλόστοργος εκείνος πραγματικά πατέρας, βλέποντας την βαθειά ταπείνωσι και πίστι του, ελευθέρωσε τον μαθητή από την φροντίδα για εκείνα, διασκορπίζοντάς τα στους πτωχούς, παίρνοντας δε τον ίδιο μαζί του στο μοναστήρι ετοιμάσθηκε για τους υπέρ αυτού πειρασμούς. Διότι με το προορατικό μάτι του προέβλεψε τα κακά που έμελλε να υποστή για χάρι αυτού του νέου.
Την επομένη ημέρα παρέλαβε τον γενναίο και τον παρουσίασε στον προϊστάμενο, ήταν δε ηγέτης τοι μεγάλου τούτου ποιμνίου των Στουδίων τότε ο Πέτρος αφού έδωσε στην μονή δύο χρυσές λίτρες τον ένδυσε με τον σάκκο ασκήσεως των αρετών. Επειδή δε δεν υπήρχε τότε αδειανό κελλί για την φιλοξενία του νέου τον αναθέτει ο καθηγούμενος στον μεγάλο τούτον πατέρα, όπως έκριναν και οι δύο λόγω της νεαράς ηλικίας του Συμεών. Εκείνος δε, παραλαμβάνοντας αυτόν που από τρυφερή ηλικία εξέθρεψε με την διδασκαλία του λόγου, του ώρισε να μένη κάτω από την σκάλα του κελλιού του κι εκεί να φιλοσοφή για την στενή οδό της σωτηρίας. Διότι υπήρχε σ' αυτό το μέρος ένα ταφοειδές κελλάκι, στο οποίο εισερχόταν με πολλή στενοχώρια κι εκοιμώταν. Τότε λοιπόν επιδίδονται ο μεν ένας στους τελειοτέρους κόπους υπέρ αρετής, ο δε άλλος στην έντεχνη διδασκαλία προς αυτόν.
Και λέγει προς αυτόν ο πατήρ. «Κύτταξε, τέκνο μου, αν θέλης να σωθής και να ξεφύγης τις ενέδρες του πονηρού· να προσέχης μόνο στον εαυτό σου και να μη δέχεσαι να συνομιλής ακαίρως με οποιονδήποτε από τους εδώ κατά τις θείες συνάξεις ούτε να εισέρχεσαι από κελλί σε κελλί, αλλά να μένης ξένος και απομονωμένος από κάθε άνθρωπο, σκεπτόμενος τις αμαρτίες σου και αναλογιζόμενος τις αιώνιες τιμωρίες, να διατηρής τον νού αμετεώριστο από τα έξω· αν φυλάξης αυτά, θα εύρης μεγάλη ωφέλεια».
Όλα αυτά τα εφύλαξε ακέραια ο Συμεών, σαν να τα άκουσε από το στόμα του Θεού. Θέλοντας δε να του προκαλέση περισσοτέρους στεφάνους ο γυμναστής πατέρας, του παρήγγειλλε να εκτελή τις ευτελέστατες υπηρεσίες στο κελλί του· εκείνος δε, αφού είχε τεθή στην υπηρεσία του γέροντος άπαξ διαπαντός, προθύμως έπραττε τα πάντα, θεωρώντας εαυτόν δούλο και ξένον· διότι ήταν έτοιμος, αν τον προστάξη ακόμη και σε κάμινο αναμμένη ή σε βυθό θαλάσσης να ριφθή, να κάμη τούτο με χαρά και προθυμία. Ενώ δε εκτελούσε όλες τις χαμηλότερες υπηρεσίες και κοπίαζε πολύ, δεν αμελούσε ούτε την νηστεία και την αγρυπνία, άλλ’ βάδιζε προς αυτές ασυγκράτητος, διότι γνώριζε την ωφέλειά τους. Ο δε γέρων, θέλοντας να του εκκόψη το θέλημά του, του παρήγγειλε πολλές φορές να κάμη τα αντίθετα, και τον ανάγκαζε να τρώγη και να κοιμάται. Ο Συμεών, αν και τον ελυπούσε αυτό υπερβολικά, άλλ’ όμως το εβάσταξε ασκούμενος πολυτρόπως. Διότι ο θείος εκείνος γέρων με την σοφία του, άλλοτε μεν του επέβαλλε να επιδίδεται σε έργα ταπεινωτικά και κοπιαστικά, άλλοτε δε του προσέφερε ο ίδιος την τιμή και την άνεσι, και χτυπώντας το θέλημά του προξενούσε σ’ αυτόν αμοιβές και για τα δύο.
Με αυτόν λοιπόν τον τρόπο γυμναζόμενος από τον πατέρα του ο δόκιμος και με αυτόν τον τρόπον μεταπλασσόμενος άριστα, ηύξησε σε τόσο σημείο την προς τον πατέρα του πίστι και ευλάβεια, ώστε να φυλάγεται να πατή και την γη στην οποία εβάδιζαν τα πόδια του πατρός. Έτσι υπερτιμούσε κάθε τόπο όπου έβλεπε αυτόν να στέκεται και να προσεύχεται σαν άγιο αγίων, και πέφτοντας σ’ αυτόν εκυλιόταν και τον καταφιλούσε, και με τα χέρια εσφούγγιζε από αυτόν τα δάκρυα του διδασκάλου και τα πρόσφερε σαν ίαμα των παθών στην κεφαλή και την καρδιά του, εθεωρούσε δε εντελώς ανάξιο τον εαυτόν του να εγγίση κάποιο από τα ενδύματά του.
Βλέποντας λοιπόν ο εχθρός ανεβασμένον σ’ αυτό το ύψος τον Συμεών, έτριζε τα δόντια του κι επιχειρούσε πολυτρόπως να τον κατεβάση. Αλλ’ ο πύρινος στύλος της προσευχής του γέροντος ήταν για τον Συμεών κραταιά σκέπη. Για να δειχθή δε ότι η δύναμις της κακίας του εχθρού δεν είχε καμμιά ισχύ, του επιτράπηκε να προσβάλη λίγο την ασθένεια του Συμεών.
Και για πρώτη φορά προσέρχεται σ’ αυτόν δια του ύπνου, του εμβάλλει ραθυμία, σκοτισμό στην κεφαλή και βάρος σ’ όλο του το σώμα, ώστε να νομίζη ο Συμεών ότι έχει ενδυθή βαρύν σάκκο από την κεφαλή έως τα πόδια, να μη μπορή να στέκεται ούτε να ανασηκώνη το κεφάλι ούτε το στόμα του να ανοίξη ή ν’ ακούη στην εκκλησία τα ψαλλόμενα. Καθώς λοιπόν ο γενναίος αντιλήφθηκε την προσβολή του εχθρού αντιτάσσεται σ’ αυτόν με την καρτερία και τα όπλα του Πνεύματος, χωρίς καθόλου να υποχωρήση ή να μετακινηθή από την θέσι του. Μη μπορώντας λοιπόν ο εχθρός να υποφέρη την καρτερία και την πολλή αντίστασι του Συμεών, νικημένος απέφυγε την πάλη με τον εξής τρόπο.
Ενώ ο Συμεών κάποτε εστεκόταν όρθιος κατά την έναρξι του όρθρου, ενόμισε σαν να υποχωρή το βάρος του σάκκου από τα πόδια του και να σύρεται προς τα άνω. Άφηνε λοιπόν ελεύθερα τα μέρη του σώματος, από τα οποία απομακρυνόταν, ενώ σ’ εκείνα όπου ανέβαινε τον έκανε να αισθάνεται μεγαλύτερο το βάρος, έπειτα επέταξε στον αέρα σαν παχύ νέφος σε βίαιο άνεμο, και τότε ο γενναίος αισθάνθηκε ότι έγινε ελαφρός και λεπτότατος και εντελώς σαν πνευματικός. Γεμάτος λοιπόν άφατη αγάπη εβόησε και αυτός μαζί με τον Δαβίδ· «έσχισες τον σάκκο μου, Κύριε, και με ένδυσες με ευφροσύνη»·. Αφού δε από τότε έλαβε δύναμι από άνω, δεν εκαθόταν καθόλου στις συνάξεις, αλλά μιμούμενος τον διδάσκαλό του τις παρακολουθούσε ολόκληρες όρθιος.
Αφού λοιπόν έτσι ενικήθηκε το πονηρό πνεύμα της ακηδίας, του επετέθηκαν την νύκτα οι δαίμονες της δειλίας· όταν προσευχόταν, αυτοί έσειαν το κελλί, προκαλούντες κρότους και φοβερές φαντασίες, όταν δε ετοιμαζόταν για ύπνο, του εμφανίζονταν σαν Αιθίοπες που εξέβαλαν πυρ από τα μάτια και τα στόματά τους, που εφυσούσαν στο πρόσωπό του αναμμένα κάρβουνα, και εγέμιζαν όλο το κελλί, και άλλοτε τέλος εφαίνονταν ν’ αλαλάζουν με φλογερά όπλα και να καθιστούν πύρινο το έδαφος όπου ήταν ξαπλωμένος. Και αυτοί μεν έτσι ενεργούσαν τα συνήθη έργα τους, αυτός δε εσηκωνόταν σε κάθε επίθεσι και προσευχόταν· και εκείνοι ευθύς αμέσως ετρέπονταν σε φυγή.
Έπειτα τι; Εγκαινιάζουν άλλον αγώνα αυτοί που δεν γνωρίζουν ποτέ να ηρεμούν, και μάλιστα υπεισέρχονται ως ισχυρότεροι των άλλων οι δαίμονες της πορνείας. Από τότε κάθε νύκτα τον προσέβαλλαν με τις φαντασίες δύο ή τρεις φορές, ώστε να τραυματίσουν την καρδιά του τουλάχιστο με την επιθυμία ηδονικής μίξεως. Αυτός όμως έλαβε τόσο δυνατή χάρι από τον Θεό κατά δαιμόνων, ώστε και στον ύπνο ακόμη εφερόταν ως εντελώς ξύπνιος και αντιμαχόταν προς αυτούς περισσότερο από όσο όταν ήταν ξύπνιος.
Όταν λοιπόν ενικήθηκαν και εδώ πάλι, δεν ετόλμησαν πλέον στο εξής να τον προσβάλουν με τέτοιον τρόπο εξάπτονται όμως αυθαδώς, και οπλίζουν και διεγείρουν κατ’ αυτού με το όπλο του φθόνου τόσο τους αμελεστέρους αδελφούς όσο και, ατυχώς, τον καθηγούμενο Πέτρο. Ο γενναίος όμως πυγμάχος του Χριστού ζωσμένος με τον θώρακα και την περικεφαλαία του πνεύματος, δεν ανεχόταν να στραφή ούτε καν σε αντίκρυσμα ή ομιλία προς κάποιον από τους φθονερούς, αλλ’ απέφευγε όλους τους άλλους ανθρώπους χωρίς μίσος και σαν νήπιο του Χριστού με τέλειο φρόνημα προστρέχοντας επαναπαυόταν μόνο στις πνευματικές αγκάλες εκείνου του θείου πατρός, στον οποίο απεκάλυπτε και όλα τα μυστικά της ψυχής του, και οπλιζόμενος έτσι εξερχόταν για μάχη με τους δαίμονες. Γι’ αυτό και στις θείες συνάξεις εστεκόταν σαν στήλη ή άψυχος ανδριάς, έχοντας αμετεωρίστους τους οφθαλμούς από τους οποίους εξέφερε κάθε μέρα πηγές δακρύων, χωρίς καθόλου ν’ ασχολήται με τους παρόντες.
Έτσι λοιπόν βλέποντάς τον οι μοναχοί να διάγη σε τέτοια κατάστασι, άλλοι εχαίρονταν δοξάζοντας το Θεό, όσοι ήσαν ευλαβείς, άλλοι δεν υπέμεναν να τον βλέπουν, διότι εθεωρούσαν ως έλεγχο της ραθυμίας των τον βίο εκείνου, όσοι ήσαν πονηροί. Αυτή η κατάσταση προεκάλεσε μεγάλο πόλεμο στον γενναίο, οι μη υποφέροντες να βλέπουν τους υπερφυείς αγώνες του και ο προϊστάμενός των θέτουν αγώνα και φροντίδα τους ή να τον μετακινήσουν από την πρόθεσί του και να τον αποσπάσουν από την αφοσίωσι στον πνευματικό του πατέρα και να τον πείσουν να ακολουθήση το δικό τους φρόνημα, ή να τον απομακρύνουν τελείως από την μονή, αν δεν δέχεται να πειθαρχήση στους λόγους των.
Μόνο αυτούς όμως εξεσήκωσαν οι εχθροί σε πόλεμο κατά του Συμεών, όπως τους αυταδέλφους κατά του Ιωσήφ; Όχι βέβαια, αλλ’ εξεσήκωσαν επίσης και μερικούς από τους έξω και τον ίδιο τον γεννήτορα πατέρα του. Και μπορούσε κανείς να ιδή παράξενη συμπλοκή και μάχη από δύο πλευρές· οι εξωτερικοί προσπαθούσαν να μεταστρέψουν τον Συμεών πάλι προς την οικογένεια και προς τον κόσμο που εγκατέλειψε, οι δε εσωτερικοί επιχειρούσαν να τον μετακινήσουν από την πνευματική αγωγή και προκοπή και ή να τον κάμουν ομόφρονα με τους ίδιους, ή, αν δεν επειθόταν, να τον διώξουν τελείως από την κοινότητά τους.
Αλλά ποια είναι η σοφία των σοφών και τα επιχειρήματα τούτων εναντίον εκείνου; Θωπείες και απειλές, ψόγοι και ευφημίες, διαβολές και υποσχέσεις, ώστε με κάποιο από αυτά να καταρρίψουν τον αγωνιζόμενο κατά των δαιμόνων. Με τα πρώτα προσπαθούσαν τον ελκύσουν σε δείπνο και συμπόσια και συζητήσεις, και υπόσχονταν όσα θεωρούσαν αυτοί σπουδαία, ποια δηλαδή; διακονήματα και λαμπρά κελλιά και χειροτονίες. Με τα άλλα τον απωθούσαν και τον απειλούσαν με εξορία. Για ποιο λόγο; Για να αθετήση τον Θεό και να αρνηθή την αρετή και τον πατέρα.
Τι έκανε λοιπόν εκείνος ο γενναίος, ο συνετώτερος από τους πρεσβυτέρους και ικανός να διακρίνη καλά το ανώτερο από το χειρότερο; Εκολακεύθηκε από τις θωπείες; Εμείωσε την εντατική άσκησι; Αντήλλαξε την στενή με την ευρύχωρη; Καθόλου, αλλά σαν αήττητος αθλητής αρπάζει με την καλή απείθεια όσα τον καθιστούν δόκιμο, δηλαδή τις διαβολές, τον διωγμό, τις θλίψεις, τις συκοφαντίες, και παρατρέχει τα αρεστά στους πολλούς. Ποια είναι αυτά; Τους επαίνους, τις ευφημίες, την τιμή, τις προεδρίες και διακονίες και ό,τι άλλο είναι αρεστό στους σπουδαίους γι’ αυτά. Και τι συνέβηκε έπειτα; Ο γέρων εγύμναζε τον αθλητή με τις νουθεσίες σε ανδρεία και καρτερία των πειρασμών κι εχρησιμοποιούσε προς αυτόν τέτοιους λόγους· «να βαστάζης γενναίως, τέκνο μου, τους πειρασμούς που σου προξενούνται από τους δαίμονες, διότι με αυτούς δοκιμάζεται η αρετή μας. Γνώριζε ακριβώς ότι όσους κόπους και αν προθυμηθούμε να αναλάβουμε γενναίως σε αγώνες, όσο και αν νηστεύσωμε και αγρυπνήσωμε ή επιδείξωμε άλλο είδος ασκήσεως, γίνονται στο κενό, αν δεν αγωνισθούμε να αποκτήσωμε ψυχή άκακη, απερίεργη, ταπεινή, πραεία. Διότι σε τέτοια ψυχή ενσταλάζει και εμπνέει και εγκατοικεί η χάρις του θείου Πνεύματος σαν σε τερπνότατο οίκο, ενώ αλλιώς δεν είναι δυνατό να την ιδή ή να την λάβη κανείς».
Καθώς άκουσε αυτά ο σοφώτατος Συμεών, ποθώντας να λάβη την χάρι του αγίου Πνεύματος, πέφτει πρηνής και πιάνει τα άγια πόδια εκείνου, ικετεύοντας θερμώς να λάβη την χάρι μάλλον με ευχές αυτού παρά ν’ αξιωθή να την επιζητή με δικά του έργα και κοπιάσματα. Ο ευαίσθητος πατήρ κάμπτεται από οίκτο και λέγει προς τον ξαπλωμένο μαθητή· «σήκω, τέκνο, κι εγώ ο ίδιος άνθρωπος είμαι, αλλά θαρρώντας στην φιλανθρωπία του Θεού σου λέγω, ότι θα σου δωρίση διπλή από εκεί την χάρι του».
Υπερθαυμάζοντας τούτον τον λόγο ο Συμεών και δεχόμενος τον με πίστι αδίστακτη, εσηκώθηκε με γεμάτους τους οφθαλμούς από δάκρυα. Ο δε γέρων τον ασπάσθηκε και τον απέλυσε σε ειρήνη, ενώ ήταν τρίτη ώρα της νυκτός. Καθώς δε αυτός κατερχόταν στο κελλί του — πόσο γρήγορη είναι η Θεία βοήθεια!— ανατέλλει το φως προώρως· ακριβώς μάλιστα ξαφνικά τον περιέλαμψε φως από επάνω όμοιο με αστραπή, το οποίο, αγκαλιάζοντας τον νού του και συναρπάζοντάς τον, τον εγέμισε γλυκυτάτη ευφροσύνη, και αυτή επτέρωσε την ψυχή εκείνου προς δυνατώτερο έρωτα Θεού. Και αυτός στην θέρμη του Πνεύματος με συντετριμμένη καρδιά προσπίπτει ενώπιον του Θεού και εξομολογούμενος σ’ αυτόν αναπέμπει ευχαριστία. Και τότε του γίνεται φρικτό θαύμα, καθώς ήταν ξαπλωμένος και έκλαιε· πραγματικά, μόλις προσέπεσε στον Θεό, αμέσως αντιλήφθηκε φωτοειδή νεφέλη να πέφτη σ’ όλο του το σώμα, να του προκαλή στην ψυχή κάθε ηδονή και γλυκύτητα, να τον γεμίζη χάρι, και να λεπτύνη τελείως το γεώδες πάχος του σαρκικού φρονήματος.
Από την ώρα αυτή επρόκοπτε περισσότερο στην εμπιστοσύνη προς τον πατέρα και εβάδιξε προς το εμπρός· διότι, προσδεδεμένος πλήρως στον πόθο της οράσεως που του παρουσιάσθηκε απέκτησε αέναη κατάνυξι. Του εδόθηκε από εκεί και λόγος σοφίας και γνώσεως, ώστε όλοι να θαυμάζουν για την σύνεσι και τους λόγους του και έκπληκτοι να λέγουν τα εξής· «από που του ήλθε τέτοια σοφία και γνώσις, ενώ δεν εδιδάχθηκε την θύραθεν παιδεία;». Άλλ’ ελησμόνησαν ότι ο Θεός, ως σοφία και τελεία γνώσις που είναι, σε όσους επισκεφθή και εγκαταστήση μονή, γεμίζει απόρρητη σοφία και γνώσι τους μετόχους και τους καθιστά, σαν τους μαθητάς και αποστόλους του, σοφωτέρους από όλους τους σοφούς και ρήτορες. Όχι δε μόνο αυτό, αλλά εκπλήσσονταν όλοι για την ταπείνωσι και διαρκή κατάνυξί του· διότι σε τόσο ύψος τον έκανε ν’ ανεβή η εντατική άσκηση εντός ολίγου, ώστε να ξεπεράση και αυτούς που είχαν πολυχρονίσει στους αγώνες της αρετής και αυτός να γίνη διδάσκαλος εκείνων, κατά το παράδειγμα του μεγάλου Δανιήλ του προφήτη. Και τούτο θα το μάθη όποιος θέλει αν διαβάση τις απαντήσεις που έδινε στις ερωτήσεις εκείνων και στις επιστολές με τις οποίες τους κατέπλησσε υπερβολικά.
Αλλά, πριν περάση πολύς καιρός, οι ζηλόφθονοι, βλέποντάς τον να προχωρή ακόμη περισσότερο στην προκοπή του και στην προς τον πατέρα αφοσίωση προσήλθαν στον ηγούμενο και του εμφύσησαν δυνατώτερα τους άνθρακες του θυμού του. Εκείνος δε, προσκαλώντας τον γενναίο ήλθε σε συζήτησι με αυτόν, και άλλοτε μεν με υποσχέσεις, άλλοτε δε με απειλές επιχειρούσε να τον αποσπάση από τον διδάσκαλο και να τον προσκόλληση στον εαυτό του· διότι ο προεστώς είχε φθόνο εναντίον εκείνου του μεγάλου γέροντος, πράγμα απαράδεκτο. Όταν όμως είδε το φρόνημα του Συμεών αταπείνωτο και αμετακίνητο από την αφοσίωσι στον γέροντά του, νικημένος από την στοχαστικότητα και σοφία των λόγων του, παρήγγειλε αμέσως να διώξουν τον μακάριο από την μονή.
Από: ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΣΥΜΕΩΝ ΥΠΟ ΝΙΚΗΤΑ ΣΤΗΘΑΤΟΥ- ΣΥΜΕΩΝ Ο ΝΕΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ (19)- Σελ. 56-71. ΠΑΤΕΡΙΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ», ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1983, ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΧΡΗΣΤΟΥ -Καθηγητής Πανεπιστημίου.
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ