ΙΩΑΝΝΟΥ ΑΝΤ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΥ
Η νήσος Θήρα είναι ξακουστή, η φυσική της ομορφιά σαγηνεύει, το δυνατό της κρασί μεθά και το ηφαίστειό της επιβάλλεται. Η καταγραφή των εκρήξεων αυτού του ηφαιστείου υπήρξε ένα από τα πλέον αγαπημένα θέματα. Η ηφαιστειακή έκρηξη είναι από μόνη της εντυπωσιακή και δεν είναι δυνατόν να διαφύγει της προσοχής των ανθρώπων που σε κάθε εποχή συνηθίζουν να καταγράφουν όσα συμβαίνουν γύρω τους.
Επομένως, ήταν φυσικό οι βυζαντινοί χρονογράφοι να μην αποτελέσουν εξαίρεση, καθώς η διήγηση του φαινομένου κεντρίζει πάντα το ενδιαφέρον των αναγνωστών.
α. Η έκρηξη του 726 μ.Χ.
Το έτος 726 μ.Χ. πραγματοποιήθηκε μία νέα έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας, το οποίο βρισκόταν σε δραστηριότητα ήδη από το 718. Την έκρηξη κατέγραψαν δύο χρονογράφοι: ο Θεοφάνης (760-818), ο μετέπειτα ομολογητής, και ο εν αγίοις οικουμενικός πατριάρχης Νικηφόρος (806-815). Ο Θεοφάνης, ο οποίος είναι λεπτομερέστερος από τον Νικηφόρο στην εξιστόρηση των γεγονότων αυτής της περιόδου, σημειώνει ότι το καλοκαίρι του 726, και για ορισμένες ημέρες, ξεπήδησε καπνός σαν από καμίνι μέσα από το βυθό της θάλασσας, ανάμεσα στις νήσους Θήρα και Θηρασία. Όπως ο ίδιος σημείωσε, για μικρό χρονικό διάστημα εξήλθε μάγμα το οποίο στερεοποιήθηκε, ενώ στη διάρκεια της έκρηξης φαινόταν σαν φλόγα να ξεπηδά μέσα από τη θάλασσα και να καίγεται στον ουρανό. Συνεχίζοντας τη διήγηση ο Θεοφάνης έγραψε ότι με την έκρηξη το ηφαίστειο εκτίναξε μεγάλους πετροκισσήρους, που σε ορισμένες περιπτώσεις το μέγεθος τους είχε τη μορφή λόφου (sic). Η θάλασσα γέμισε από ηφαιστειακό υλικό και οι πετροκίσσηροι εκτινάχθηκαν σε ολόκληρη τη Μ. Ασία, τη Λέσβο, την Άβυδο και τα παράλια της Μακεδονίας. Από την έκρηξη δημιουργήθηκε ανάμεσα στις νήσους Θήρα και Θηρασία μία νέα νήσος, η οποία προσκολλήθηκε στη νήσο τη λεγομένη Ιερά. Στο τέλος της διήγησης ο Θεοφάνης σημείωσε, ότι τόσο η Θήρα, όσο και η Θηρασία, δημιουργήθηκαν με τον ίδιο τρόπο, ενώ με αυτήν την παρατήρηση υπερέβη τις φυσικές γνώσεις του μέσου ανθρώπου της εποχής τον.
Ο Νικηφόρος πάλι, που αποφεύγει τις υπερβολές του Θεοφάνη, επανέλαβε την άποψη ότι οι νήσοι της περιοχής δημιουργήθηκαν από ηφαιστειακές εκρήξεις. Επιπλέον, προσδιόρισε την ακριβή γεωγραφική θέση των νήσων Θήρα και Θηρασία στην αρχή του Κρητικού πελάγους, ενώ συμπλήρωσε ότι κατά την περίοδο της έκρηξης το νερό της θάλασσας σε εκείνη την περιοχή έκαιγε και δεν ήταν δυνατόν να το αγγίξεις. Από τη σύγκριση των δύο αφηγήσεων είναι ευδιάκριτο ότι οι δύο χρονογράφοι χρησιμοποίησαν κοινές πηγές, αλλά χωρίς να έχουν απωλέσει την ιδιαιτερότητά τους. Ο Νικηφόρος είναι κατηγορηματικός ως προς την άποψη ότι ο αυτοκράτορας Λέων Γ‘ (717-741) εξέλαβε ως θεοσημία το γεγονός της έκρηξης του ηφαιστείου της Θήρας και ότι προβληματιζόταν για την αίτια που το είχε προκαλέσει. Μάλιστα, ο δεύτερος κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αιτία της καταστροφής ήταν η προσκύνηση των αγ.εικόνων, γι’ αυτό εγκαινίασε τη γνωστή εικονομαχική έριδα (726-843). Αντίθετα ο Θεοφάνης αποδέχεται με μεγαλύτερη κριτική διάθεση από το Νικηφόρο την άποψη ότι ο Λέων Γ’ εξέλαβε ως θεοσημία την έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας, και σημειώνει ότι ο αυτοκράτορας θεώρησε την έκρηξη ως πειστική δικαιολογία για την έναρξη της εικονομαχικής τον πολιτικής. Για τον Θεοφάνη πρωταρχική αίτια για τη στάση του αυτοκράτορα Λέοντος Γ’ ήταν η επιρροή που του ασκούσε κάποιος Βησήρ, τον οποίο και ονομάζει αρνησίθεον. Πάντως, η έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας θεωρείται από τους δύο χρονογράφους, αλλά και από τους συγχρόνους τους (ταυτά φασιν) ως η αφορμή του μεγαλύτερου ιστορικού ατυχήματος στην ιστορία του Βυζαντίου, της εικονομαχίας. Η λαϊκής προέλευσης ερμηνευτική προσέγγιση του φαινομένου (ως θεοσημία) δεν καλύπτει τα πραγματικά αίτια, αφού μέχρι και σήμερα η εικονομαχία παραμένει ακατανόητη.
β. Η σημασία της θεοσημίας.
Η θέση των δύο χρονογράφων για τον τρόπο που ο Λέων Γ’ εξέλαβε ως θεοδικία και στη συνέχεια προέβαλε ως θεοσημία την έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας προκαλεί έκπληξη στο σύγχρονο αναγνώστη. Ο Λέων Γ’ επιχείρησε να εκμεταλλευτεί πολιτικά το φυσικό φαινόμενο, αξιοποιώντας την ευρύτατα διαδεδομένη, εκείνη την εποχή, άποψη, ότι ο Θεός ήθελε να τιμωρήσει τους βυζαντινούς. Ο βυζαντινός ήταν εξοικειωμένος με αυτές τις ιδέες. Η θεοσημία καθίσταται μέσο και όργανο άσκησης πολιτικής, με μία χρήση που πραγματικά ξαφνιάζει. Το παράδειγμα της έκρηξης του ηφαιστείου της Θήρας δεν είναι το μοναδικό. Τα ακραία καιρικά φαινόμενα εκλαμβάνονταν αντίστοιχα ως δείγμα θεοσημίας. Στη διάρκεια της βασιλείας του Κωνσταντίνου Ε’ (741-775) πάγωσαν οι θάλασσες και γίναν βατά ακόμη και τα στενά του Βοσπόρου. Το φαινόμενο αυτό το ακολούθησε μία περίοδος ξηρασίας, η οποία είχε ως συνέπεια να στερέψουν τα ποτάμια. Αν στην εποχή μας εμφανίζονταν παγετώνες στον Εύξεινο Πόντο, δεν θα ήταν λίγοι αυτοί που θα είχαν αντίθετη άποψη από τους βυζαντινούς του Η’ αιώνα. Η έκλειψη του ήλιου πάλι, προκαλούσε ιδιαίτερο τρόμο. Εξίσου μεγάλο τρόμο προκαλούσε η εμφάνιση των κομητών. Τέλος, ως θεοσημία εξελάμβαναν τους σεισμούς, τις επιδημίες πανώλης ή τη σύμπτωση επετείων.
Ως όρος, η θεοσημία, συναντάται μόνο στη χριστιανική γραμματεία, αν και για τους βνζαντινούς δεν είχε πάντα το ίδιο περιεχόμενο. Είναι γεγονός ότι στο τέλος της α’ χριστιανικής χιλιετίας επεξηγούσαν τη θεοσημία ως την του Θεού μαντεία και τη συνέδεαν άμεσα με την εμφάνιση των φυσικών φαινομένων. Στην προγενέστερη περίοδο ως θεοσημία χαρακτήριζαν τα θαύματα του Χριστού και εν γένει τα γεγονότα που συνδέονται με την παρουσία του Χριστού στον κόσμο, όπως και τα θαύματα των αγίων. Ο Ωριγένης (185-253/4) χαρακτηρίζει ως θεοσημία την εμφάνιση του άστρου της Βηθλεέμ στη γέννηση του Χριστού, την έκλειψη του ηλίου και το σεισμό που ακολούθησε όταν ο εσταυρωμένος Χριστός παρέδιδε το πνεύμα του. Ο Καισαρείας της Παλαιστίνης Ευσέβιος (260-339) αποδίδει την ίδια ερμηνεία στη σημασία της θεοσημίας, όπως και ο Δίδυμος ο Τυφλός (313-398), ο Κύρρου Θεοδώρητος (386- 458), ο Κωνσταντίας Επιφάνιος (366-402), και ο Μέγας Αθανάσιος (328-373). Τη σημασία του θαύματος έχει ο όρος και για τους Πατέρες της Γ’ Οικουμενικής Συνόδου (431), όπως και για τον αγ. Ιωάννη τον Δαμασκηνό (π.650-750), όπου η θεοσημία προβάλλεται με την έννοια του θαύματος. Ο τελευταίος ονομάζει θεοσημίες και τα θαύματα των μαθητών του Χριστού. Στη σημασία, όμως, της θεοσημίας περιλαμβάνει και την των μελλόντων γνώσιν, αποδίδοντας μία σημασία που θα επεκταθεί τους επόμενους αιώνες. Για τον Μιχαηλ Ατταλειάτη (ΙΑ’ αι.) η θεοσημία αποτελεί την απόδειξη της άμεσης επέμβασης του Θεού στον κόσμο. Ο Θεός σε αυτό το σχήμα παρεμβαίνει άμεσα στην ιστορία της ανθρωπότητας. Γι’ αυτό και με τις θεοσημίες είναι δυνατόν να προβλεφθούν τα μέλλοντα. Τέλος, αυτός που τιμωρείται από το Θεό ονομάζεται θεοδίκαστος. Έτσι, οι προρρήσεις «εκ θείας ελλάμψεως», που συνδέονται ενίοτε με προφητικά «θεόσταλτα σημεία», ανήκουν στην πνευματική προφητεία και μπορούν να διατυπώνονται πολλές φορές από μοναχούς, ένα χάρισμα που αποτελεί άλλωστε ουσιαστικό γνώρισμά τους. Ο Μέγας Μεθόδιος (843-847) σημειώνει ότι η μεν γαρ πρόγνωσις, την περί πάντα του ποιητού εισάγει επίγνωσιν, ητις και συγχωρήσεως αυτού έχει λόγους και προαιρέσεως, των τα αυτεξουσίω συνεκτισμένων φέρει τα σπέρματα· ο δε προορισμός, ου συγχωρητικής παραπτώσεως, την δε μετά προαιρέσεως ανθρωπίνης ευδοκίαν του ποιητού, εισφέρει προς αυτόν τον προοριζόμενον.
Είναι, πάντως, γεγονός ότι ο ίδιος ο Λέων Γ’ και η ανάρρησή του στο θρόνο συνδέονται από τον Γεώργιο Μοναχό, το Βίο του οικουμενικού πατριάρχη Γερμανού, τη λεγάμενη Επιστολή των τριών πατριαρχών προς τον αυτοκράτορα Θεόφιλο, αλλά και συναφή κείμενα, με την πρόρρηση Εβραίων, οι οποίοι του είχαν προφητεύσει ότι θα γινόταν βασιλιάς. Ο ίδιος τους υποσχέθηκε να κάνει ό,τι του ζητούσαν εάν πραγματοποιόταν η προφητεία τους, και όταν αυτό συνέβη, αυτοί του ζήτησαν να απομακρύνει τις εικόνες. Ακόμη και αν η παραπάνω αφήγηση συνιστά αλλοίωση των πραγματικών γεγονότων, δείχνει πως η παράταξη των εικονόφιλων αντέδρασε στην φιλοεικονομαχική προπαγάνδα της κυβέρνησης του Λέοντος Γ’. Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα του τελευταίου εικονομάχου πατριάρχη Ιωάννη Ε’ του Γραμματικού (837-843), ο οποίος οργάνωσε σειρά από απάτες, οι οποίες είχαν το περιεχόμενο της θεοσημίας και άμεσο στόχο την πολιτική στήριξη του μαθητή του αντοκράτορα Θεοφίλου.
γ. Τα ιστορικά γεγονότα που ακολούθησαν την έκρηξη του ηφαιστείου.
Ο Νικηφόρος σημειώνει ότι η κυβέρνηση του Λέοντος Γ’ εκμεταλλεύτηκε τη λαϊκή ανησυχία από την έκρηξη του ηφαιστείου, και υποστήριζε ότι ο Θεός τιμωρούσε τους βυζαντινούς για την υποτιθέμενη ασέβειά τους να προσκυνούν τις εικόνες. Με τον ίδιο τρόπο, στην αρχή της β’ περιόδου της εικονομαχικής έριδας (815-843) η προπαγάνδα των εικονομάχων υποστήριζε ότι κανείς από τους αυτοκράτορες που είχαν υποστηρίξει τις εικόνες δεν ήταν θαμμένος στους Αγ. Αποστόλους. Αντιθέτως οι εικονομάχοι αυτοκράτορες είχαν πεθάνει εν ειρήνη και είχαν δοξασθεί με τις νίκες τους στα πεδία των μαχών.
Στο τέλος του καλοκαιριού του 726 ο Λέων Γ’ είχε δημοσιοποιήσει τις απόψεις του και εγκαινίασε την αλλαγή στην εκκλησιαστική πολιτική της αυτοκρατορίας, με συνέπειες που έγιναν ορατές τα επόμενα χρόνια. Μία από τις άμεσες ενέργειες της κυβέρνησης, αλλά με ιδιαίτερη συμβολική σημασία ήταν η α- πομάκρυνση της εικόνας του Χριστού από την Χαλκή Πύλη. Ακολούθησε σχετικό διάταγμα, το οποίο απαγόρευε την προσκύνηση των αγ. εικόνων (ειδωλικής τεχνουργίας υπαρχούσης της των εικόνων ανατυπώσεως, ου δεί ταύτας προσκυνείν). Τη δραστήρια εφαρμογή της νέας πολιτικής ανέστειλε η επανάσταση των Ελλαδικών (Απρίλιος 827). Ο Νικηφόρος σημειώνει ότι εξ αίτιας της εικονομαχικής πολιτικής του Λέοντος Γ’ οι την Ελλάδα και τας Κυκλάδας νήσους οικούντες ου προσιέμενοι το δυσσέβημα προς τον βασιλέα διαστασιάζουσι. Την ηγεσία της επανάστασης ανέλαβε κάποιος Κοσμάς, ο οποίος και αναγορεύθηκε βασιλιάς. Οι επαναστάτες πολιόρκησαν τη Βασιλεύουσα με στρατό και ναυτικό, αλλά απέτυχαν να την καταλάβουν εξ αίτιας της εκτεταμένης χρήσης του υγρού πυρός, το οποίο κατέστρεψε το ναυτικό των στασιαστών. Είναι προφανές ότι και οι επαναστάτες ερμήνευσαν την έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας ως θεοσημία που ενίσχυε τη στάση τους, ενώ έλαβαν σαφώς θέση υπέρ της προσκύνησης των αγ. εικόνων. Όπως είναι φυσικό σε αυτές τις περιπτώσεις, η κάθε πλευρά πιστεύει ότι ο Θεός είναι με το μέρος της.
Ο Λέων Γ’ μετά και την αποτυχία της εισβολής των Αράβων στη Μ. Ασία, ανανέωσε την εικονομαχική πολιτική και απαίτησε από τον οικουμενικό πατριάρχη Γερμανό (715-730) να αποδεχθεί την καθαίρεση των αγ. εικόνων. Ο πάπας Γρηγόριος Β’ (715-731) είχε λάβει ήδη θέση στο θέμα. Η άρνηση του πατριάρχη να αποδεχθεί τις θέσεις του αυτοκράτορα οδήγησε στην εκθρόνισή του. Ο οικουμενικός πατριάρχης Γερμανός Α’ εκείθεν επί τον πατρικόν οίκον γενόμενος αυτού τον της ζωής βιοτεύων διετέλεσε χρόνον. Τον Γερμανό διαδέχθηκε ο σύγκελλός του Αναστάσιος (730-754), ασεβείας χειρί την αρχιερωσύνην επιλαμβάνεται στρατιωτικώς και ου ψήφω Θεού ευσεβείας· οστις τα της εκκλησίας πάντα τοις βασιλείοις προέδωκεν. Η δραστήρια εφαρμογή της εικονομαχικής πολιτικής του Λέοντος Γ’ επέφερε διώξεις σε όσους ήταν αντίθετοι προς την επίσημη εκκλησιαστική πολιτική της κυβέρνησης.
δ. Συμπεράσματα.
Οι πληροφορίες των δύο χρονογράφων για την έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας καταδεικνύουν ότι στις αρχές του Η’ αιώνα το Αιγαίο αποτελούσε ζωτικό χώρο για την οικονομική και στρατιωτική σταθερότητα της αύτοκρατορίας. Μάλιστα, η απώλεια της ναυτικής υπεροχής των Αράβων μετά την καταστροφή του στόλου τους στην πολιορκία της Κωνσταντινούπολης το 717-718, συνετέλεσε στην αύξηση των μετακινήσεων μέσω των θαλασσίων οδών του Αιγαίου.
Το επεισόδιο στη Χαλκή Πύλη σηματοδοτεί την επίσημη έναρξη της εικονομαχικής έριδας, και συνέβη μετά την έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας. Ενώ ο οικουμενικός πατριάρχης Νικηφόρος δεν αναφέρει τίποτα για τα όσα διαδραματίστηκαν στη Χαλκή Πύλη, τοποθετεί τα γεγονότα της εκθρόνισης του Γερμανού τρία με τέσσερα χρόνια μετά την έκρηξη του ηφαιστείου. Αντίθετα ο Θεοφάνης οριοθετεί τα γεγονότα στη Χαλκή Πύλη στον ενδιάμεσο χρόνο. Κατά συνέπεια η έκρηξη του ηφαιστείου το 726 σηματοδοτεί απλώς τη δημοσιοποίηση των εικονομαχικών απόψεων του Λέοντος.
Ασφαλώς οι Ελλαδικοί στην επανάστασή τους προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν πολιτικά υπέρ τους την παράταξη όσων ήταν αντίθετοι στην εκκλησιαστική πολιτική του Λέοντος Γ’, αν και δεν πρέπει να είχε γίνει ακόμη κατανοητό το μέγεθος της παρέκκλισης του Λέοντα, αφού, όπως φαίνεται, οι περισσότεροι το εξελάμβαναν ως προσωπικές απόψεις του αυτοκρατορικού περιβάλλοντος. Η νεότερη έρευνα αμφισβήτησε τους παλαιότερους, οι οποίοι αποδέχονταν απολύτως τη θέση των χρονογράφων, ότι η επανάσταση αποτελούσε αντίδραση στην εικονομαχική πολιτική του Λέοντος Γ’. Βέβαια, οφείλουμε να σημειώσουμε ότι οι επαρχίες του γεωγραφικού χώρου της χερσονήσου του Αίμου επέδειξαν σαφώς αντιεικονομαχική στάση, και αν μη τι άλλο η δραστήρια συμμετοχή τους στη στάση του Θωμά, ο οποίος αντιστοίχως επιχείρησε να εκμεταλλευτεί τη δυναμική της αντιεικονομαχικής παράταξης, αποκαλύπτει τη συνεπή θέση των επαρχιών αὐτῶν υπέρ της προσκύνησης των ι. εικόνων. Συνεπώς η διήγηση του Θεοφάνη και του Νικηφόρου δεν πρέπει να απέχει και πολύ από την ιστορική αλήθεια. Άλλωστε η ιστορικότητα των γεγονότων δεν είναι δυνατόν να αμφισβητηθεί, παρά το γεγονός ότι οι δύο χρονογράφοι έγραψαν πολλές δεκαετίες αργότερα.
Οι απόψεις που διατύπωσαν οι βυζαντινοί χρονογράφοι και ιστορικοί για τα αίτια της Εικονομαχίας, ποικίλουν. Όπως σημειώσαμε, ο οικουμενικός πατριάρχης Νικηφόρος αναφέρει ότι η προαναφερθείσα έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας ήταν η αφορμή για την έναρξη της εικονομαχικής έριδας, χωρίς όμως να προσδιορίζει τα ακριβή κατ’ αυτόν αίτια. Την πληροφορία επιβεβαιώνει και ο Θεοφάνης. Αντίθετα, οι μεταγενέστεροι χρονογράφοι ερμήνευσαν διαφορετικά τα γεγονότα. Για τον Ζωναρά βασική αίτια της εικονομαχίας υπήρξε η επιρροή που άσκησαν δύο Εβραίοι απατεώνες στον αυτοκράτορα Λέοντα Γ’. Είναι προφανές ότι ο Ζωναράς αποδίδει την εικονομαχία σε ιουδαϊκές επιρροές, αλλά η πραγματική αιτία της εικονομαχίας ήταν η επιθυμία του Λέοντος Γ’ να περιορίσει τις ακραίες εκδηλώσεις της λαϊκής ευσέβειας, η οποία μετέθετε τη λύση όλων των προβλημάτων στη θαυματουργική επέμβαση των ι. εικόνων. Είναι προφανές ότι οι Βυζαντινοί χρονογράφοι επικεντρώνουν τις αιτιάσεις τους στο πρόσωπο του Λέοντος Γ’. Αυτό μας πείθει ότι όντως η αρχική αιτία της εικονομαχίας ήταν η κακοδοξία του ίδιου του αυτοκράτορα. Ο Λέων Γ’ και το στρατιωτικό περιβάλλον του είχαν σχηματίσει την εικόνα ότι οι ήττες των χριστιανών ήταν αποτέλεσμα θείας τιμωρίας. Η έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας εξελήφθη ως σημάδι της θείας οργής. Η διατύπωση των εικονομαχιών απόψεων του αυτοκρατορικού περιβάλλοντος και η αλλαγή της εκκλησιαστικής πολιτικής, πριν από την απόκρουση των Αράβων στην πολιορκία της Νίκαιας, επιβεβαίωσε στη σκέψη του Λέοντος Γ’ το αρχικό του συμπέρασμα ότι οι ήττες ήταν αποτέλεσμα θείας τιμωρίας. Έτσι, η επιβολή της εικονομαχίας κρίθηκε και κυρίως προβλήθηκε ως η μόνη δυνατότητα σωτηρίας του κράτους. Ο ίδιος ο Λέων φαίνεται ότι δεν τιμούσε τη Θεοτόκο και τους αγίους, ενώ δεν αποδεχόταν τα άγια λείψανα. Οι προσωπικές απόψεις του αυτοκράτορα καθίστανται με αυτόν τον τρόπο θέση του κράτους.
Οι απόψεις του Λέοντος τόσο για τη θέση του αυτοκράτορα όσο και για το περιεχόμενο της εκκλησιαστικής εξουσίας (βασιλεύς και ιερεύς ειμί), σαφώς παραβίαζαν τις καθεστωτικές αρχές της αυτοκρατορίας και οδηγούσαν σε μία αλλοίωση των πραγματικών διαστάσεων της κάθε εξουσίας. Η θεσμική και ιδεολογική εξέλιξη της χριστιανικής αυτοκρατορίας, όπως αυτή διαμορφώθηκε από την πολιτική μεταβολή του Μεγάλου Κωνσταντίνου και των διαδόχων τον ανατρεπόταν πλήρως. Η περιπέτεια της εικονομαχίας μόλις άρχιζε και το ηφαίστειο της Θήρας έμεινε για να θυμίζει ότι ακόμη και ένα ηφαίστειο υπηρετεί τα πάθη, τις προθέσεις και τα οράματα των ανθρώπων.
ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΕΥΧΟΣ 1/2009
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ