Λειτουργική ερμηνευτική κατά τα αρεοπαγίτικα συγγράμματα

Αντικείμενο της παρούσας εργασίας αποτελούν τα αρεοπαγιτικά συγγράμματα, τα οποία μελετώνται και αξιολογώνται ως κατ’ εξοχήν λειτουργική πηγή που μας παρέχει μαρτυρίες τόσο για την τέλεση των ιερών μυστηρίων της Εκκλησίας γύρω στο έτος 500 μ.Χ., όσο και για την ερμηνεία τους. Η παρουσίαση της λειτουργικής ερμηνείας περιστρέφεται γύρω από τους δύο βασικούς άξονες πάνω στους οποίους βασίζονται τα συγγράμματα αυτά. Ο ένας είναι η περί προόδου και επιστροφής η αναγωγή νεοπλατωνική ιδέα, και ο άλλος - η ιδέα περί τριών οδών της μυστικής ζωής, οι οποίες είναι η κάθαρση, ο φωτισμός και η τελείωση ή ένωση. Για το λόγο αυτό το κάθε επί μέρους μυστήριο εξετάζεται υπό το πρίσμα αυτών των δύο ιδεών που, κατά τη γνώμη μου, αποτελούν το κλειδί για τη σωστή κατανόηση της λειτουργικής ερμηνείας των αρεοπαγιτικών συγγραμμάτων. Ερμηνεύοντας τα μυστήρια της Εκκλησίας, ο συντάκτης εφαρμόζει διάφορες ερμηνευτικές μεθόδους, όπως την τυπολογία, την αλληγορία και κυρίως την αναγωγή. Η θεωρία των λειτουργικών τελετών ανάγει την ψυχή προς την πνευματική πραγματικότητα του νοητού κόσμου, κάτι που προσδίδει στη λειτουργική ερμηνεία του ανώνυμου συντάκτη των αρεοπαγιτικών συγγραμμάτων και τη μυστική διάσταση. Με τη συμμετοχή στα μυστήρια της Εκκλησίας και ιδιαίτερα στη Θεία Λειτουργία ο άνθρωπος ανάγεται, μέσα από την κάθαρση, το φωτισμό και την τελείωση, προς την ένωση με τον Θεό και τη θέωση. Στις τρεις οδούς της μυστικής ζωής, δηλαδή την κάθαρση, τον φωτισμό και την τελείωση ή ένωση, ο συντάκτης προσαρμόζει και τη διαίρεση της εκκλησιαστικής ιεραρχίας σε τελετές, ιερατική διακόσμηση ή κλήρο και τελούμενους ή λαϊκούς, θεωρώντας ότι οι τελετές τελειοποιούν, ο κλήρος φωτίζει, ενώ οι λαϊκοί καθαίρονται. Σύμφωνα με τη συγκεκριμένη διαίρεση το βάπτισμα παρέχει στον άνθρωπο την κάθαρση και κυρίως το φωτισμό, ενώ η σύναξη και η τελετή μύρου τον τελειοποιούν και τον ενώνουν με το Θεό. Όσον αφορά τις ιερατικές τάξεις, η των ιεραρχών τάξις είναι τελειωτική και τελεσιουργός, «η των ιερέων τάξις» είναι φωτιστική και φωταγωγός, και η των λειτουργών τάξις είναι καθαρτική. Και τέλος, στην τάξη των τελούμενων ανήκουν οι κατηχούμενοι, οι εν μετάνοια όντες και οι ενεργούμενοι, πού αποτελούν την τάξη των καθαιρομένων, ο πιστός λαός συνιστά τη τάξη των φωτιζόμενων, και οι μοναχοί αποτελούν την τετελεσμένη τάξη. Με τον τρόπο αυτό ολόκληρη η εκκλησιαστική ιεραρχία χαρακτηρίζεται με όρους μυστικούς. Ο συντάκτης, ερμηνεύοντας το κάθε επί μέρους μυστήριο, διακρίνει και στη δομή του τις προαναφερθείσες τρεις οδούς της μυστικής ζωής. Έχοντας λοιπόν υπόψη τα προαναφερθέντα, μπορούμε να πούμε ότι το Corpus Dionysiacum αποτελεί μία δημιουργική σύνθεση της προγενέστερης λειτουργικής και ασκητικής παράδοσης της Εκκλησίας, προσαρμοσμένης στο νεοπλατωνικό φιλοσοφικό σύστημα ως προς την ορολογία και τη μεθοδολογική προσέγγιση των επί μέρους θεμάτων.


Εκτύπωση   Email