Νικόλαος ο εξ Υδρούντος: βίος - έργα και η κατά Λατίνων διδασκαλία του

Περίληψη

O Υδρούντιος ηγούμενος της Μονής Κασούλων, Νικόλαος, υπήρξε μία αξιόλογη προσωπικότητα που διεδραμάτισε σημαντικό ρόλο στα εκκλησιαστικά δρώμενα κατά το πρώτο ήμισυ του 13ου αιώνος. Έδρασε σε μια πολυτάραχη χρονική περίοδο της Ιστορίας και έζησε σε ένα κομμάτι της ορθοδοξίας, που βαλλόταν ποικιλοτρόπως υπό της απειλής του παπισμού. Συνοψίζοντας την εκτεθείσα κατά Λατίνων διδασκαλία του μοναχού Νικολάου, μπορούμε με βεβαιότητα να πούμε ότι εξέφρασε με αγαστή ικανότητα την ορθόδοξη παράδοση. Δεν θα μπορούσε, λοιπόν, να μην ασχοληθεί με την κυριότερη δογματική διαφορά και μία από τις βασικές αιτίες του χωρισμού των Εκκλησιών Ανατολής και Δύσεως, το ζήτημα της περί του Αγίου Πνεύματος εκπορεύσεως. Ταγμένος στην ορθόδοξη παράδοση ο Νικόλαος πίστευε ότι το θέμα του Filioque δημιουργεί μείζονος σημασίας πρόβλημα στο λόγο περί της Τριαδικής θεότητος. Εισάγοντας τη φράση «εκ του Υιού» στο Σύμβολο της Πίστεως οι Λατίνοι καταλύουν τη μοναρχία του Πατρός, ο Οποίος είναι, κατά την ορθόδοξη διδασκαλία, η ρίζα, αίτια και πηγή του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Με την προσθήκη του Filioque έχουμε εισαγωγή και έτερης αρχής στη θεότητα, που σημαίνει δηλαδή, ότι ο Πατήρ έχει την ανάγκη βοηθείας από τον Υιό για να εκπορεύσει το Άγιο Πνεύμα. Εξάλλου, οι αδιασάλευτες μαρτυρίες του Ιδίου του Ιησού Χριστού είναι επαρκείς για να θεμελιωθεί το δόγμα περί εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος. Εξαντλώντας το δογματικό θέμα περί εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος, ο Νικόλαος πλέον αναλίσκεται σε λειτουργικής φύσεως ζητήματα, όπως αυτό της ρήσεως ενζύμου ή αζύμου άρτου στη διαδικασία τελέσεως του Μυστηρίου της θείας Ευχαριστίας. Για να επιχειρηματολογήσει υπέρ της ορθοδόξου απόψεως και της χρήσεως ενζύμου άρτου, ο ηγούμενος της Μονής Κασούλων παραθέτει τα ιστορικά στοιχεία της τελέσεως του Μυστηρίου από το Χριστό και αποδεικνύει εύλογα την πλάνη των Λατίνων. Για να δείξει στους αναγνώστες του, ότι σέβεται το δίκαιο διάλογο, παραθέτει τις απόψεις των Λατίνων χωρίς να τις αποσιωπά. Μέσα από τις προτάσεις, όμως, των Λατίνων καταδεικνύεται το παράλογο αυτών. Η επίλυση του προβλήματος έγκειται, κατά τον Νικόλαο, στην τήρηση των ιερών κανόνων, οι οποίοι θεσπίστηκαν από τους αγίους Απόστολους και από τις ιερές και θεοφόρες Οικουμενικές συνόδους. Καταφαίνεται, έτσι, Η βαθιά πίστη του Νικολάου στους κανόνες της Εκκλησίας και ο ακλόνητος σεβασμός του στην παράδοση της. Στη συνέχεια η διδασκαλία του Υδρουντίου ηγουμένου περιλαμβάνει πληθώρα λειτουργικής φύσεως ζητήματα, τα οποία λόγω της νοθεύσεως τους από τους Λατίνους έχουν ολισθήσει από τη γνήσια και αγνή ορθόδοξη εκκλησιαστική παράδοση. Επεξεργάζεται κατ’ αρχήν το θέμα της υποχρεωτικής νηστείας του Σαββάτου, η οποία, επηρεασμένη από τις παλαιοδιαθηκικές διδασκαλίες του Ιουδαϊσμού, εντάχθηκε στο λατρευτικό τυπικό της δυτικής εκκλησίας. Προβάλλοντας, εκκλησιαστικούς κανόνες και αποφάσεις συνόδων καταδεικνύεται το παράλογο των Λατίνων και τεκμηριώνεται το δίκαιο της ορθοδόξου συνήθειας για τήρηση νηστείας κατά τις ημέρες της Τετάρτης και της Παρασκευής, καθώς αυτές σχετίζονται με την προδοσία του Ιούδα και τη Σταύρωση του Ιησού Χριστού αντίστοιχα. Βεβαίως υπεραμύνεται της νηστείας του Μ. Σαββάτου, καθώς αυτή την Ημέρα ο Κύριος βρέθηκε στον Άδη και δίδαξε στους κεκοιμημένους. Το ζήτημα της καθημερινής τελέσεως της τελείας θείας Λειτουργίας κατά τη διάρκεια της Μ. Τεσσαρακοστής καθίσταται από τον Υδρουντινό ηγούμενο έτερο θέμα λειτουργικής φύσεως αντιπαραθέσεως με τους Λατίνους. Και υπεραμύνεται των ορθοδόξων θέσεων ισχυριζόμενος, ότι η αναίμακτος θυσία του Ιησού Χριστού προς λύτρωση των ανθρώπων, που συνοδεύεται από συναισθήματα χαράς και ευχαριστίας, δεν συνάδει με τον πένθιμο χαρακτήρα της Μ. Τεσσαρακοστής, κατά την οποία συμπάσχουμε με τον Κύριο βιώνοντας την πλήρη σωματική νέκρωση. Δεν θα μπορούσε, βεβαίως, ο Νικόλαος να αφήσει ασχολίαστο το γεγονός της απαγορεύσεως του γάμου σε όλες τις βαθμίδες του κλήρου που επιβάλλει η λατινική εκκλησία. Και ενώ μέχρι τον 4° αιώνα συμβάδιζαν σε αυτό το ζήτημα οι δύο Εκκλησίες, έκτοτε η λατινική επέβαλε την υποχρεωτική αγαμία σε όλες τις τάξεις του κλήρου, ενώ η Ανατολική Εκκλησία διατήρησε την ελευθερία επιλογής με μόνη εξαίρεση την αγαμία των επισκόπων. Η υποχρέωση όμως αυτή δημιούργησε πολλά ηθικά ατοπήματα στο λατινικό κλήρο και δεν έφερε τα αποτελέσματα που αναμένονταν. Η ορθοδοξία έχοντας πάντοτε ως αδιασάλευτο γνώμονα τον Ιησού Χριστό, ο Οποίος δεν έκανε διάκριση μεταξύ εγγάμων και άγαμων, δίδει στις τάξεις του κλήρου το δικαίωμα να επιλέξουν να διακονήσουν το χριστιανισμό από τη θέση του παρθενικού ή του εγγάμου βίου. Προκαλεί εντύπωση το γεγονός, ότι ο εκκλησιαστικός μας συγγραφέας εισέρχεται ακόμα και σεθέματα, τα οποία εκ πρώτης όψεως δείχνουν ελάσσονος σημασίας για την πνευματική προκοπή του ανθρώπου. Το υπόβαθρο τους, όμως, τα εντάσσει στον ευρύτερο θρησκευτικό τρόπο ζωής, που οφείλει να διάγει κάθε χριστιανός. Έτσι, κάνει λόγο και για την χωρίς περιορισμούς περιποίηση του προσώπου από τους Λατίνους. Είναι πεπεισμένος, πως το ξύρισμα των γενιών από τους πιστούς γίνεται μόνο για λόγους φιλαρέσκειας, την οποία και απορρίπτει. Η Ιδιαίτερη φροντίδα, που επιδεικνύουν ορισμένοι να περιποιούνται το σώμα και το πρόσωπό τους, θεωρείται ανάρμοστη και περιττή. Η αυτοσυνειδησία του ως ευλαβούς χριστιανού τον οδηγεί να στηλιτεύει πάσης φύσεως ατοπήματα που δεν συνάδουν με την εκκλησιαστική παράδοση. Το ζήτημα της προσκυνήσεως των ιερών εικόνων ταλάνισε τη χριστιανοσύνη για παραπάνω από έναν αιώνα (727-843). Παρ' όλο που Η Ζ' Οικουμενική σύνοδος αποφάνθηκε υπέρ της τιμής των ιερών εικόνων, οι Λατίνοι προτίμησαν να αγνοήσουν τις αποφάσεις της και να πράξουν αντίθετα προς τις αγιοπατερικές επιταγές της. Από τη γραφίδα του Νικολάου σαφώς δεν θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητο το άτοπο της λατινικής διδαχής. Η εικόνα θεωρείται ως ο πνευματικός αγωγός ο οποίος μεταφέρει το νου του πιστού στο άγιο πρόσωπο που απεικονίζει. Είναι, δηλαδή, πολύτιμο βοηθητικό μέσο προς αναγωγή στο θείο. Ο Νικόλαος υπερασπίζεται την ιερά προσκύνηση των εικόνων λέγοντας, ότι, εφ' όσον πιστεύουμε στηνενανθρώπηση του Χριστού, τότε μπορούμε να τον απεικονίσουμε ως άνθρωπο. Επομένως, ο σαρκωθείς Ιησούς έχει εικόνα, οπότε μπορεί να εικονογραφηθεί προς δόξα Θεού. Τελευταίο ζήτημα αντιπαραθέσεως που επεξεργάζεται ο Υδρουντινός μοναχός είναι το θέμα περί της ελευθερίας εισόδου των γυναικών στο ιερό θυσιαστήριο από τους Λατίνους. Οι τελευταίοι στηριζόμενοι στην Ισότητα των δύο φύλων που διακήρυξε ο Χριστός επιτρέπουν ακώλυτα την είσοδο των γυναικών στο θυσιαστήριο. Κάτι τέτοιο, όμως, αντιβαίνει στην ορθόδοξη παράδοση, όχι διότι σε αυτήν μειώνεται ο ρόλος της γυναικός, άλλα διότι οι άνδρες ως κάτοχοι της Ιερωσύνης από τα πρώτα χριστιανικά χρόνια είχαν επιφορτισθεί με τα λειτουργικά καθήκοντα. Επομένως, αντιμετωπίζει το θέμα έχοντας υπ’ όψιν του τους διακριτούς ρόλους κάθε φύλου και κάθε πιστού. Χωρίς, βέβαια, να αρνείται την πολυδιάστατη θέση των γυναικών στο λατρευτικό βίο, επισημαίνει ότι οι Ορθόδοξοιτηρούν απαρασάλευτα τις βουλές του Κυρίου και των Απόστολων, οι οποίοι ουδέποτε χειροτόνησαν γυναίκες ή τους ανέθεσαν κύρια λατρευτικά καθήκοντα. Εν κατακλείδι, ο Νικόλαος εξ Υδρούντος με λόγο τεκμηριωμένο και μεστό, σε τόνο αγαπητικό – και ενίοτε αυστηρό ενώπιον αυθαιρεσιών - επισημαίνει τα καίρια σημεία στην εν γένει πνευματική ζωή των Λατίνων, οι οποίοι αντιτίθενται στις εντολές και στη διδασκαλία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Σκοπός του είναι η έκφραση της αληθείας αλήθεια που δύναται να ενώσει τους χριστιανούς, αρκεί να μην υπάρχουν μεροληπτικές στάσεις και υστεροβουλίες, αλλά εφαλτήριο της σκέψεως και των πράξεων μας να είναι η αγάπη προς την τρισυπόστατη Θεότητα.


Εκτύπωση   Email