OLEG VOLKOV
Το βιβλίο του Oleg Volkov, “Μια Χούφτα Στάχτη”, είναι μια συγκλονιστική προσωπική μαρτυρία από τα στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας της Σοβιετικής Ένωσης. Μέσα από τις σελίδες του, ο συγγραφέας περιγράφει τις απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης και την ωμή βία, αλλά ταυτόχρονα φωτίζει μια πιο βαθιά αλήθεια όπως τη δύναμη της πίστης. Μέσα στο σκοτάδι του στρατοπέδου, όπου η ανθρώπινη αξιοπρέπεια συνθλίβεται καθημερινά, ο Volkov ανακαλύπτει μια ομάδα ανθρώπων που αρνείται να υποκύψει. Οι χριστιανοί κρατούμενοι, με την ακλόνητη πίστη τους στον Χριστό, στέκονται όρθιοι ενάντια στον τρόμο. Η απάντησή τους στην κακοποίηση και τον εκφοβισμό είναι μια ήρεμη βεβαιότητα: «Ο Θεός ξέρει». Ακόμα και όταν τους χτυπούν, η αντίδρασή τους είναι ένα ψαλτικό «Χριστός Ανέστη», μια πράξη που μετατρέπει την ταπείνωση σε μια στιγμή πνευματικής νίκης.
Η πίστη τους γίνεται ο φάρος που τους καθοδηγεί και η δύναμη που τους βοηθά να αντέξουν. Για τον ίδιο τον Volkov, η παρατήρηση αυτών των ανθρώπων και η δική του πνευματική αναζήτηση μέσα από τις κακουχίες είναι καθοριστική. Αντιλαμβάνεται ότι η ελευθερία δεν είναι απλώς η φυσική απόδραση από τα συρματοπλέγματα, αλλά η εσωτερική απελευθέρωση που προσφέρει η πίστη. Το βιβλίο (που δυστυχώς έχει εξαντληθεί) αποτελεί μια συγκλονιστική μαρτυρία για την αντοχή, την αξιοπρέπεια και τον πνευματικό αγώνα απέναντι σε ένα απάνθρωπο καθεστώς. Μας υπενθυμίζει ότι, ακόμα και στις πιο σκοτεινές στιγμές, η ελπίδα και η πίστη μπορούν να κρατήσουν την ψυχή ζωντανή.
Ο ολοκληρωτισμός, μαύρος και ερυθρός, του 20ού αιώνα οδήγησε τον ανθρώπινο ψυχισμό σε τέτοια ερέβη που το κακό απλώθηκε χωρίς μια τύψη, δίχως μια υποψία έστω ενοχής. Με τη σημαία της ιδεολογίας βαφτίστηκε «καλό» και λιάνισε όποιον νόμισε πως έφραζε το δρόμο της ευτυχίας. Έχουν γραφεί αμέτρητες σελίδες για τη φρίκη των κάθε λογής στρατοπέδων. Τούτο το βιβλίο όμως έχει μια αρετή που λίγα από τα όμοιά του διαθέτουν. Ο συγγραφέας, περιγράφοντας την «φιλοξενία» του στο σταλινικό γκουλάγκ, υπερβαίνει με πολύ τέχνη και δύναμη ψυχής τον εγκλωβισμό στην προσωπική του περιπέτεια. Δίνει στο κείμενό του διαστάσεις πανανθρώπινες. Αναζητά και βρίσκει το βαθύ νόημα της ζωής εκεί που όλα φαίνονται χαμένα. Η απανθρωπιά των καιρών τον κάνει άνθρωπο και μαζί του εμείς γινόμαστε λίγο καλύτεροι. Αυτή είναι η μεγάλη αρετή του Ολέγκ Βόλκωφ και συνταιριάζει με την άλλη του αρετή: το μεγάλο του λογοτεχνικό τάλαντο που τον έκανε γνωστό σ’ ολόκληρο τον κόσμο. (ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΣΤΟ ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ)
Ήταν και μια άλλη ομάδα στο στρατόπεδό μας, οι χριστιανοί. Η πίστη τους και η ακεραιότητά τους ενοχλούσε πάρα πολύ τη διεύθυνση του στρατοπέδου. Πρώτα απ’ όλα δεν έλεγαν το όνομά τους και σε όλες τις ερωτήσεις που τους υπέβαλαν απαντούσαν: «Ο Θεός ξέρει». Δεν ήθελαν να δουλεύουν για τον Αντίχριστο, όπως έλεγαν. Τους χτυπούσαν και εκείνοι απαντούσαν: «Δεν υπηρετούμε την εξουσία που σταυρώνει τον Χριστό». Τους άφηναν για κάποιο διάστημα. Όμως το γεγονός της δραπέτευσης έγινε η αιτία να αλλάξουν τα πράγματα και έγιναν πιο σκληροί. Έτσι αποφάσισαν αυτή τη χούφτα των ενωμένων, αδύναμων, χτυπημένων ανθρώπων να τους βάλουν όλους μαζί σε μια γωνιά του στρατοπέδου με δεμένα χέρια, πάνω σε κάτι πέτρες. Ήταν περίπου είκοσι άτομα. Δύο γέροντες με γκρίζα μαλλιά, κάποιοι άνδρες αδύνατοι και σκυφτοί, μερικά παιδιά σαν αυτά που βλέπουμε στους πίνακες των παλιών Ρώσων ζωγράφων και τρεις γυναίκες με φορέματα ίδια με αυτά που φορούσαν οι γυναίκες στα ρωσικά χωριά, με μαντίλια στο κεφάλι. Πώς έγινε και ήταν μαζί τους και κάποιες γυναίκες δεν μπόρεσα να καταλάβω.
Ο διοικητής τους διέταξε να σταθούν όρθιοι πάνω στις πέτρες, να μη μετακινηθούν καθόλου μέχρι να πουν τα ονόματά τους και να πάνε στη δουλειά. Σε όσους δεν συμφωνούσαν με τους κανόνες του στρατοπέδου τους έδιναν ειδική τιμωρία, που την ονόμαζαν «τιμωρία των κουνουπιών». Στέκονταν όρθιοι πάνω στις πέτρες σε αυτόν τον βαλτώδη και ερημικό τόπο, αυτοί οι δυστυχείς εν Χριστώ αδελφοί, που δεν διέθεταν κάποια μόρφωση, όμως ήταν τόσο λαμπροί στην πίστη τους και στην καρδιά τους. Ήταν αδύνατοι, όμως είχαν τη δύναμη να πεθαίνουν για την πίστη τους. Μάταια ερχόταν και ξαναερχόταν ο παθιασμένος διοικητής, έσκιζε τα ρούχα τους, ήθελε τα κουνούπια να πιούν όλο το αίμα τους. Εκείνοι δεν μιλούσαν ούτε έβγαζαν κραυγή, μόνο κάτι ψιθύριζαν. Φαινόταν ότι προσεύχονταν.
– Λοιπόν, μετράω μέχρι το δέκα, ούρλιαζε ο διοικητής. Αν δεν κάνετε αυτό που σας λέω θα σας πυροβολήσω σαν σκυλιά! Ένα… δύο… τρία…
Και οι χριστιανοί, άνδρες και γυναίκες, γονάτισαν και άρχισαν να ψέλνουν: «Χριστός Ανέστη εκ νεκρών…». Ο διοικητής εξοργίστηκε, πέταξε το όπλο του και άρχισε να τους χτυπάει με γροθιές. Έτσι τους κράτησαν ώρες και ώρες ολόκληρες. Μετά οι στρατιώτες που τους φύλαγαν άρχισαν να παρακαλούν τον διοικητή να τους αφήσει, γιατί μαζί τους βασανίζονταν κι αυτοί. Και ο διοικητής τους άφησε.
Για τα κουνούπια κάποτε διάβαζα στα βιβλία για τους Ινδιάνους της Αμερικής. Συγκεκριμένα ο Λεόνωφ, σε ένα βιβλίο του με τον τίτλο Μπαρσούκ, έγραφε ότι η τιμωρία με τα κουνούπια ήταν για τους πλούσιους λευκούς διασκέδαση. Όταν ήθελαν να τιμωρήσουν τους Ινδιάνους, τους έβαζαν γυμνούς στο δάσος. Τώρα εγώ ήξερα από πρώτο χέρι πώς γίνεται αυτό. Αργότερα στο νησί είδα κι άλλες φορές αυτά τα καταραμένα συμπόσια των κουνουπιών.
Αφήσαμε το στρατόπεδο του Κεμ και αναχωρήσαμε με πλοίο για τα νησιά Σολοφκί. Άλλη μια φορά κατάλαβα τι ευλογία ήταν για μένα αυτή η εγχείρηση στη φυλακή. Εγώ ως ασθενής δεν πήγα στο κάτω μέρος του καραβιού, όπως οι άλλοι κρατούμενοι, αλλά με άφησαν πάνω στο κατάστρωμα. Καθόμουν πάνω στο σάκο με τα πράγματά μου και δεν με ενοχλούσε κανένας. Δίπλα μου ο μηχανικός Λετβινιένκο, που ήταν μαζί μου στις φυλακές Μπουτίρκυ. Καθόταν κι αυτός με σταυρωμένα πόδια, αναστέναζε και παραμιλούσε. Τον έβλεπα συνέχεια να κλαίει. Έκλαιγε και παραπονιόταν. Στη φυλακή γι’ αυτούς τους τύπους έλεγαν ότι «παριστάνει τον ψυχοπαθή». Μέρες ολόκληρες έκλαιγε και έλεγε στη φυλακή:
– Με καταδικάσατε τρία χρόνια στο στρατόπεδο. Μα τι έκανα εγώ; Εσείς είσαστε οι πιο αγαπημένοι μου άνθρωποι, οι πιο καλοί άνθρωποι. Εγώ σας σέβομαι και σας αγαπάω. Αγαπάω και τη σοβιετική εξουσία και κλαίω για τον πατερούλη μας τον Λένιν! Δεν υπάρχει πια αυτός που θα μπορούσε να μας υπερασπιστεί…
Και όλα αυτά τα έλεγε κοντά στην πόρτα του θαλάμου, για να τον ακούει ο φρουρός που ήταν στο διάδρομο. Τον είχαμε βαρεθεί πια και τον παρακαλούσαμε να μη κλαίει, αλλά εκείνος τα δικά του.
Τον Λετβινιένκο τον εξέτασε ο γιατρός της φυλακής. Ύστερα από δέκα ημέρες διέγνωσε ότι ψυχολογικά ήταν υγιής και τον έστειλαν στο στρατόπεδο. Στο κέντρο μεταφοράς κρατουμένων έφτασε μετά από μένα, όμως και εκεί έπαιξε τον ίδιο ρόλο. Ο ρόλος αυτός είναι πολύ δύσκολος. Για τους φρουρούς, οι άνθρωποι αυτοί που παρίσταναν τους ψυχοπαθείς θεωρούνταν αρνητές. Για τους φυλακισμένους ήταν ένα τιποτένιο πλάσμα, το οποίο μπορούσες να κοροϊδέψεις όπως και όσο ήθελες, χωρίς να σε τιμωρήσει κανείς. Από αυτούς τους «τρελούς», όπως τους ονομάζαμε, οι φυλακισμένοι έπαιρναν τα πάντα. Τους έβγαζαν ακόμη και από τη σειρά όταν περιμέναμε για φαγητό. Μερικές φορές τους έπαιρναν και το φαγητό και τους άφηναν νηστικούς. Οι «τρελοί» δεν ζούσαν πολύ στο στρατόπεδο· συνήθως πέθαιναν γρήγορα.
Στο κατάστρωμα, εκτός από εμάς τους δύο, δεν υπήρχε κανένας άλλος. Ο Λετβινιένκο δεν μιλούσε, καθόταν με κλειστά μάτια. Φυσικά ήταν άρρωστος. Κάτω από τα μάτια του σχηματίζονταν σκιές. Το πρόσωπο γκρίζο.
Θεέ μου! Τρεις μήνες πριν, όταν τον πρωτοείδα, ήταν ένας γερός άντρας με κόκκινα μάγουλα. Να μιλήσω μαζί του; Να του πω να μην παριστάνει τον τρελό; Μόλις όμως άρχιζα να μιλώ έβλεπα ότι έκλαιγε. Ναι, είναι ειδική περίπτωση· τι μπορώ να κάνω εγώ γι’ αυτόν που ο ίδιος αποφάσισε να κλαίει τη μοίρα του;
Θεέ μου, θεέ μου! Βλέπω τη θάλασσα, μυρίζω τη μυρωδιά της, νιώθω τον αέρα τόσο τρυφερό και απαλό. Κοιτάζω τα όμορφα συννεφάκια, τους γλάρους τους τεμπέληδες. Είναι τόσο κοντά αυτά τα πουλιά, που βλέπω και το χρώμα στα πούπουλα που έχουν κάτω από τα φτερά. Εκεί είναι η ελευθερία. Το πλοίο μας προχωράει χωρίς θόρυβο, λες και γλιστράει σ’ έναν απέραντο κάμπο, αφήνοντας πίσω ένα λευκό από τον αφρό δρόμο που φτάνει μέχρι τον ορίζοντα. Η μέρα είναι ζεστή, και από το νερό βγαίνει δροσιά. Όλα γύρω είναι φως, ζεστασιά, ηρεμία. Όλα αυτά με νανουρίζουν και με θεραπεύουν.
Πώς να λησμονήσω την παράγκα μας, τη βρομιά, τη μυρωδιά των βρόμικων σωμάτων μας, τα βρόμικα ρούχα με τις ψείρες; Πώς να λησμονήσω αυτά τα πρόσωπα που ήταν πρησμένα από τα τσιμπήματα των κουνουπιών; Πώς να λησμονήσω τα σκισμένα χείλη από τα χτυπήματα και το ξερό αίμα; Πώς να λησμονήσω τους φρουρούς που με τα χτυπήματα των τουφεκιών μας έσπρωχναν να πηγαίνουμε πιο γρήγορα; Και πώς να λησμονήσω όλους αυτούς που τους σκότωσαν στο δρόμο, επειδή δήθεν ήθελαν να δραπετεύσουν;
Θυμάμαι αυτό το παιδί που παρακαλούσε εκεί στο στρατόπεδο να τον στείλουν για δουλειά με άλλη ομάδα. Τον άκουγα να λέει: «Στείλτε με να δουλεύω με άλλη ομάδα, με άλλο φρουρό». Πράγματι, κάτι είχε πιάσει το φρουρό και δεν συμπαθούσε καθόλου αυτό το παιδί, και κατάλαβα ότι αν τον στείλουν με αυτή την ομάδα με αυτόν τον φρουρό θα τον σκοτώσει. Όμως δεν τον έστειλαν με άλλη ομάδα και έτσι ο καημένος προσπαθούσε να κρυφτεί πίσω από τις πλάτες των άλλων φυλακισμένων. Ο φρουρός τελικά βρήκε την ευκαιρία· είδε ότι καθυστέρησε λίγο, γιατί ήθελε να πάει στην τουαλέτα, δύο βήματα πιο δεξιά από τις σειρές των κρατουμένων, τον πυροβόλησε και τον σκότωσε με τη δικαιολογία ότι ήθελε να δραπετεύσει.
Αυτός ο Άδης που αφήσαμε, ο βρόμικος και χαμηλός, που δεν είχε τίποτε το φωτεινό, δεν μας αφήνει ούτε εδώ στο πλοίο, στο κατάστρωμα· τον θυμάμαι. Έχω δίπλα μου και αυτόν τον άρρωστο, αυτόν τον άνθρωπο που νομίζει ότι η τελευταία σανίδα σωτηρίας είναι να κάνει τον τρελό. Λυπάμαι που τον βλέπω, έναν μορφωμένο άνθρωπο να παίζει αυτή την κωμωδία. Και δεν μπορώ να τον κατακρίνω· η συνείδησή μου δεν το επιτρέπει, δεν έχει δύναμη.
Ξαφνικά είδαμε μπροστά μας κάποιο νησί με μερικά κτίρια. Όσα λίγα κι αν ξέραμε εμείς οι Ρώσοι στις αρχές του αιώνα για την ιστορία της Εκκλησίας μας, όσα λίγα κι αν ξέραμε για τους μοναχούς και τη μοναχική ζωή, η γοητεία των νησιών Σολοφκί υπήρχε πάντοτε. Ακόμη και τότε, όταν οι μορφωμένοι έλεγαν πολλά εναντίον των «τεμπέληδων» μοναχών που ήθελαν να αποκτήσουν μόνο χρήματα, ποτέ δεν ακούστηκε κάτι τέτοιο για τη Μονή Σολοφκί. Ακόμη και στην Πετρούπολη, στην πόλη που ήταν ξένη προς τα πνευματικά πράγματα, ήξεραν ότι στα νησιά Σολοφκί υπάρχει μια αυστηρή μονή και ότι το μοναστικό τυπικό της ήταν όπως ήταν στη Ρωσία πριν από τον Πατριάρχη Νίκωνα. Γνώριζαν όλοι ότι εκεί πήγαιναν οι μουζίκοι από όλες τις περιοχές της Ρωσίας για να προσευχηθούν και να εργαστούν προς δόξαν του Κυρίου και των αγίων Ζωσιμά και Σαββατίου. Και όταν άρχισε ο πόλεμος με τη Γερμανία, η Ιερά Μονή συμπαραστάθηκε στη δοκιμαζόμενη πατρίδα, όπως κάποτε ο Μίνιν στην περίοδο του πολέμου κατά των Πολωνών. Άνοιξε το χρηματοκιβώτιο και έκτισε στην πρωτεύουσα νοσοκομείο εξακοσίων κλινών, όπως έκαναν τα μοναστήρια τον 17ο αιώνα, τότε που ήταν η βάση της πίστης και το στήριγμα του κράτους. Η Μονή Σολοφκί έδινε για την υπεράσπιση της πατρίδας τεράστια χρηματικά ποσά.
Όταν το πλοίο μας μπήκε στο λιμάνι της μονής, είδαμε πως στην είσοδο του λιμανιού υπήρχαν τεράστιες πέτρες και βράχια και πάνω τους ένας μεγάλος σταυρός από ξύλο ελάτου. Μπροστά μας ήταν οι ναοί της μονής χωρίς σταυρούς και καμπαναριά. Οι τρούλοι είχαν γκρεμιστεί και στη θέση τους είχαν φτιάξει πυραμίδες από ξύλο. Θυμάμαι όμως από παλιές γκραβούρες της μονής ότι η γενική όψη του μοναστηριού, τα τείχη με τους πύργους, έμειναν όπως παλιά. Αυτό το τείχος από τεράστια βράχια φαινόταν να υψώνεται εδώ χωρίς να το αγγίζει ο χρόνος. Και όταν, πολύ αργότερα, βρέθηκα ξανά και ξανά σ’ αυτά τα μέρη, αυτή η πρώτη εντύπωση, η εντύπωση της αιωνιότητας, δεν έφευγε.
Οι παλαιοί προσκυνητές της Ιεράς Μονής Σολοφκί έλεγαν πως την αντίκριζαν με δάκρυα χαράς και με λάμψη στα πρόσωπα. Έρχονταν από μακριά εδώ με τα πλοία και αντίκριζαν τα μοναστηριακά κτίρια, ξεχνώντας τις κακίες της ζωής και του κόσμου. Εγώ ήμουν πολύ κοσμικός άνθρωπος, ένας άνθρωπος της εποχής μου, όπως λένε. Ήμουν κλειστός για κάτι τέτοια αισθήματα. Κι όμως, την ώρα που εμείς οι κρατούμενοι πλησιάσαμε τη μονή, αντίκρισα με δέος το ιερό αυτό φρούριο της Ορθοδοξίας που υψώθηκε εδώ για να αντισταθεί σε όλες τις επιδρομές.
Το πλοίο μας μπήκε στο λιμάνι, κοντά στα κτίρια της μονής. Όλους εμάς μας έβγαλαν με γροθιές και χτυπήματα έξω στην παραλία. Και εδώ, στη γη του νησιού, ένιωσα ακόμα πιο έντονα ότι ήταν ένας τόπος ιερός, όπου ασκήτεψαν γενιές και γενιές των προγόνων μου, λες και αόρατα βρίσκονταν γύρω μου τα πνευματικά ιδανικά τους. Μερικοί έρχονταν εδώ για να βρουν ησυχία, μερικοί για να καθαριστούν και με την προσευχή και τον αγώνα για την απόκτηση των αρετών να βοηθήσουν τον άνθρωπο στις θλίψεις του. Έτσι για πολλούς αιώνες, σ’ αυτές τις πέτρες, πίσω από αυτά τα παράθυρα, γίνονταν οι ακολουθίες, ακούγονταν οι ψαλμωδίες, οι μοναχοί προσεύχονταν, ανέβαιναν ψηλά με την ασκητική τους ζωή. Ήταν οι άνθρωποι που πίστευαν ότι η ουσία του ανθρώπου είναι το καλό. Προσπαθούσαν να νικήσουν τις δυνάμεις του κακού, να διαφυλάξουν τον άνθρωπο από τις παγίδες της ζωής και να τον οδηγήσουν στο δρόμο προς το φως, προς τη χαρά.
Και παρόλο που τώρα έφυγε από το νησί η ευλογημένη ησυχία, παρόλο που στη θέση των ταπεινών μοναχών και εξαϋλωμένων ασκητών ήρθαν οι άνθρωποι του στρατοπέδου, οι άγριοι αξιωματικοί της C.K. και έσβησαν οι σκιές των προσκυνητών από όλη τη Ρωσία, παρόλο που στις γκρεμισμένες σκήτες και τα παρεκκλήσια ετοίμαζαν τον Γολγοθά για όλο το λαό, εντούτοις η ψυχή και η καρδιά μου δεν έπαψαν να αισθάνονται τη μυστηριώδη επίδραση της προηγούμενης ζωής που υπήρχε εδώ. Δεν επηρεαζόμουν, με άλλα λόγια, από τη σημερινή κατάσταση αυτού του τόπου. Αυτή η επίδραση του παρελθόντος υπήρχε μέσα μου έντονη και με έκανε να προβληματιστώ και να σκεφτώ για τη σημασία των δοκιμασιών και του αγώνα στη ζωή του ανθρώπου.
“Η εξουσία στα Σολόφκι. Μαρτυρίες και ντοκουμέντα. Mosfilm, 1988.
Από τη συλλογή του Κρατικού Ταμείου Κινηματογράφου της Ρωσίας.”
Στον ναό της Μεταμορφώσεως βρισκόταν το τμήμα Νο 13, δηλαδή το τμήμα στο οποίο έβαζαν πρώτα όσους έφερναν απ’ έξω. Μέσα στον ναό υπήρχαν πολλά κρεβάτια του στρατοπέδου σε τρία επίπεδα. Παντού πηγαινοέρχονταν άνθρωποι, μιλούσαν χαμηλόφωνα, και επειδή ο ναός είναι πολύ ψηλός οι φωνές ακούγονταν δυνατά και όλο το κτίριο του ναού έμοιαζε με μια τεράστια κυψέλη. Μια κυψέλη που κινείται. Κάποιους έσπρωχναν προς τα έξω, κάποιοι έμπαιναν απ’ έξω. Οι γείτονές μου άλλαζαν συνέχεια. Πολλοί εγκληματίες, ληστές, κλέφτες, αλλά είχα δει και κάποιους μουζίκους. Σε κάποιες γωνιές του ναού κάθονταν οι χριστιανοί με κουρασμένα μάτια, με κάτι σταυρουδάκια στο λαιμό που έκαναν από ξυλαράκια δέντρων. Συνάντησα και κάποιους σεβάσμιους ανθρώπους, πρώην στελέχη της τσαρικής Γερουσίας, με γυαλιά και ωραία μουστάκια.
Οι φωνές των φρουρών μάς ανάγκασαν να σηκωνόμαστε γρήγορα, να ακούμε τις εντολές. Μόνον οι χριστιανοί κάθονταν χωρίς ν’ αντιδρούν. Στον διάδρομο που υπήρχε στο κέντρο του ναού περπατούσε ένας αξιωματούχος και γύρω του οι φρουροί. Ήταν ο θρυλικός Κουρίλο με μπότες και με ένα ρόπαλο στο χέρι. Περπατούσε αργά, μιλούσε σιγά, τα μάτια του ήταν σχεδόν κλεισμένα. Κάποια στιγμή σταμάτησε και άρχισε να κοιτάζει κάποιον από τους φυλακισμένους. Και ξαφνικά, χωρίς να πει λέξη, χτύπησε δυνατά με το ρόπαλό του τον άνθρωπο αυτό στο πρόσωπο και μετά, σαν να μη συνέβη τίποτα, ήρεμα συνέχισε την πορεία του.
Ξαφνικά ο Κουρίλο σταμάτησε κοντά μου. Εγώ κάθομαι, δεν σηκώνομαι. Τον κοιτάζω κι εγώ. Έχει μια στολή αξιωματικού, άνθρωπος με ωραία κορμοστασιά και στο χέρι του παίζει το ρόπαλο. Στα χέρια του φοράει λεπτά ωραία δερμάτινα γάντια· δεν θέλει να μπουν σημάδια αίματος στα χέρια.
– Προς Θεού! Μη σηκώνεστε! μου λέει βλέποντας ότι θέλω να σηκωθώ αντικρίζοντας τον διοικητή των στρατοπέδων.
Ο Κουρίλο μιλάει τη γλώσσα των μορφωμένων της Πετρούπολης και συνεχίζει:
– Μου έχουν πει για σας. Κι εγώ είμαι από την Πετρούπολη. Υπηρετούσα στο ιππικό της Βαρσοβίας.
Θυμόμαστε μαζί την Πετρούπολη. Βρίσκουμε και κοινούς γνωστούς. Αναφέρουμε σπίτια στα οποία και οι δύο κάποτε είχαμε περάσει και συναντηθεί. Ο κόσμος είναι μικρός. Ο Κουρίλο είναι στο στρατόπεδο δεύτερο έτος και μου είπε ότι αν υπάρχει ανάγκη μπορεί να με βοηθήσει. Παράξενο! Πέντε λεπτά πριν, μπροστά στα μάτια μου χτυπούσε στο πρόσωπο έναν άνθρωπο με το ρόπαλό του, έβγαζε φοβερές βρισιές και τώρα μιλούσε τόσο ευγενικά.
– Μ’ αυτούς τους ανθρώπους δεν μπορείς να συμπεριφέρεσαι αλλιώς, δεν μπορείς, δικαιολογήθηκε.
Τον Κουρίλο τον έβαλε υπεύθυνο των κρατουμένων η διοίκηση των στρατοπέδων. Η διοίκηση ήξερε καλά τι έκανε όταν έβαζε έναν πρώην κρατούμενο να είναι υπεύθυνος για τους άλλους κρατουμένους και επέλεγε τους πιο σκληρούς και πιστούς, οι οποίοι ήταν έτοιμοι να υπηρετούν χωρίς να ρωτάνε. Υπήρχαν και σαδιστές, που πράγματι έκαναν τη βία επάγγελμα. Έλεγαν ότι ο Κουρίλο έκανε παρόμοια πράγματα κατά την εποχή ακόμα του εμφυλίου πολέμου. Έλεγαν ότι χτυπούσε τον «κόκκινο στρατό» και τους στρατιώτες του απάνθρωπα, γιατί οι στρατιώτες του «κόκκινου στρατού» κακοποίησαν τη νύφη του και σκότωσαν όλη την οικογένειά του. Στο πρόσωπό του φαινόταν κάτι το επικίνδυνο και τρελό. Φυσικά σε τέτοιους ανθρώπους, τους «πρώην» όπως τους έλεγαν, όπως ήμουν κι εγώ, ο Κουρίλο και οι φίλοι του δεν μας έκαναν κανένα κακό, εκτός αν τους έδιναν εντολή να μας χτυπήσουν. Η συζήτησή μας τελείωσε, έγειρε το κεφάλι ευγενικά και πήγε μπροστά.
Από το βιβλίο «ΜΙΑ ΧΟΥΦΤΑ ΣΤΑΧΤΗ» – Εκδόσεις ΑΚΡΙΤΑΣ – Α’ Έκδοση 2002 – Επιμελητής: ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΑΡΓΟΛΙΔΟΣ ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ – σελ. 85-93 – ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ