Η Διαθήκη του Οσίου Εφραίμ

ephraim funeral 500x250

Όσιος Εφραίμ ο Σύρος

Εγώ ο Εφραίμ πεθαίνω· ας γίνει λοιπόν γνωστό σε όλους εσάς, άνδρες των Εδεσσών. Σας αφήνω δηλαδή διαθήκη, σαν απόδειξη της υπόμνησης των διδαγμάτων, που πηγάζει από εκείνη τη χάρη και τη δωρεά που μου είχε δοθεί, ώστε με τις υπομνήσεις των λόγων μου να με θυμάστε όσοι με είδατε και με γνωρίσατε.

Αλίμονό μου, διότι με πρόφθασαν οι παγίδες του θανάτου! Αλί­μονό μου, διότι τέλειωσαν οι ώρες της ζωής μου και κόντυνε ο χιτώνας του σώματός μου! Γέμισε ο αργαλειός και ξεστήθηκε ολότελα. Εξαν­τλήθηκε το λάδι του γήινου λυχναριού και πλησίασαν οι καταποντιστές του σκάφους. Επειδή δηλαδή ήμουν μισθωτός, συμπλήρωσα τη χρονιά μου, και επειδή ήμουν προσωρινός, αφού τελείωσα τον καιρό μου, αναχωρώ. Με περικύκλωσαν ολόγυρα δήμιοι, οι αυστηροί εξεταστές, για να βάλουν τον τράχηλό μου κάτω από βαρύ κλοιό, όπως έναν κακούργο.

Τι λοιπόν να κάνω; Να κλάψω; Όμως δεν υπάρχει κανείς που να προσέχει. Να κραυγάσω; Και ποιος θα με ακούσει; Αλίμονό μου, από την τιμωρία προέρχεται η προσδοκία της κρίσης! Διότι όταν θα παρουσιασθώ στο φοβερό δικαστικό βήμα του Δεσπότη και θα δω εκεί να με περικυκλώνουν ολόγυρα πολλοί, θα αρχίσω να ντρέπομαι, διότι εκεί θα υπάρχει πραγματικά φοβερή ντροπή· και αλίμονο σ’ εκείνον που εκεί θα ντρέπεται!

Κύριε Ιησού Χριστέ, μη θελήσεις να κρίνεις το δούλο σου και μην αφήσεις σε άλλον την κρίση μου αλλά κάνε με άξιο να παρουσιασθώ στο ένδοξο δικαστικό βήμα σου διότι οποίον θα κρίνει ο Θεός, αυτός γίνεται άξιος για την ευσπλαχνία του. Αυτό, λέω, το έχω ακούσει από τους σοφούς και συνετούς Αγίους Αποστόλους, ότι όποιος θα δει το βα­σιλιά, και αν ακόμη έχει αμαρτήσει, αυτός δε θα πεθάνει.

Αλίμονο λοιπόν σ’ εμένα, αδελφοί, τι είναι αυτό που με κάνει να αγωνιώ! Κλάψτε με θλιβερές κραυγές για την απώλειά μου. Διότι πλη­σίασαν στη φυλακή εκείνοι που θα εισπράξουν από μένα τους φόρους των αμαρτιών μου, και εκείνοι που θα με βάλουν στον τόπο που αναμένει τους θνητούς από την αρχή του κόσμου. Ο βροντόφωνος Ωσηέ πολύ με τρομάζει· διότι χλευάζοντας κραυγάζει και μου λέει· «Ο Εφραίμ έβγαλε άσπρα μαλλιά, αλλά δεν ντράπηκε». Και επίσης λέει· «Ο Εφραίμ μοιάζει με δαμάλα αγριεμένη, που συνήθισε να αγαπά τη φιλονεικία». Αν και θα πει κάποιος ότι ο προφήτης τα λέει αυτά για τον Εφραίμ που κατάγεται από τον Ιωσήφ, αλλά εγώ τέτοια γνώμη έχω, ότι δηλαδή, όταν ο προφήτης έλεγε αυτόν το θρήνο, δεν ξεχώριζε τον ένα Εφραίμ από τον άλλο. Ο Δαβίδ όμως παρηγορεί κάπως, λέγοντας· «Ο Εφραίμ είναι η δύναμη της βασιλείας μου». Και το λέω αυτό, όχι δείχνοντας αλαζονεία· εύχομαι μάλιστα ούτε να με πλησιάσει η αλαζονεία· και διό­τι μάρτυρας των λόγων μου είναι ο Κύριος.

Και τώρα θέλω, αδελφοί μου, νουθετώντας να σάς παρηγορήσω και να σάς στηρίξω δυνατά, ώστε μετά από το θάνατό μου να με θυμάσθε συχνά στις δεήσεις σας. Πλησιάσετε λοιπόν τώρα και κλείστε τα μάτια μου, βάζοντας τα χέρια σας επάνω στα βλέφαρά μου· διότι λιγο­στεύει σ’ εμένα η αναπνοή, καθώς εγώ πεθαίνω, και τα έργα μου τελει­ώνουν, και το πέρασμα στην άλλη ζωή είναι αληθινό. Εξετάστε λοιπόν τη ζωή σας με κριτήριο εμένα, και τη δική μου τη ζωή με κριτήριο τον εαυτό σας. Από το κρεβάτι, στο οποίο είμαι ξαπλωμένος, δε θα σηκω­θώ· διότι εξαντλήθηκα ολότελα, και δεν αντέχω, και οι πόνοι με βασανίζουν. Θα αφήσω όμως σε όλους εσάς ανάμνηση, σαν καθαρό καθρέφτη, ώστε, ατενίζοντας πάντοτε σ’ αυτή και δείχνοντας όλη σας την προθυ­μία, να φροντίζετε φιλόπονα να συμμορφώνεσθε μ’ αυτή. Σε όλη μου τη ζωή δεν καταράσθηκα· διδάσκοντας μάλιστα εναντίον όλων των αποστατών, και επιπλήττοντάς τους, και συμβουλεύοντάς τους κάθε μέρα, δεν έδειξα δισταγμό για τις γνώμες των Αγίων. Διότι γνωρίζε­τε και σεις οι ίδιοι, αδελφοί, ότι αν κάποιος νοικοκύρης έχει σκυλί, που δεν προσέχει το κοπάδι, ή που βλέπει το λύκο να αφανίζει τα πρόβατα στο μαντρί και δεν τον γαυγίζει ούτε τον διώχνει, οπωσδήποτε το σκο­τώνει ως άχρηστο και το ρίχνει κάπου μακριά από το σπίτι του.

Γνωρίζετε λοιπόν, αδελφοί, ότι ο σοφός άνδρας κανένα δε μισεί, και ο ανόητος κανένα δεν αγαπά· και αν μάλιστα αγαπήσει, αγαπά τον όμοιό του. Εσείς, αδελφοί, μην παραξενευθείτε για κάποιους που αποστάτησαν από μένα στη μαθητεία της υπακοής· και διότι ανάμεσα στους δώδεκα Αποστόλους ήταν ένας προδότης, ο Ιούδας. Γνωρίζετε άλλωστε ότι στην άκρη στο αμπέλι φυτρώνει συνήθως ο βάτος, και ανάμεσα στα τριαντάφυλλα θερίζονται αγκάθια. Βεβαιώνω λοιπόν σ’ εσάς, ως γνή­σιους και ομόψυχους αδελφούς, τη σταθερότητα της πίστης μου, εξαγ­γέλλοντας και την αμετακίνητη πίστη που ομολόγησα με όρκο· διότι θέλω να στηριχθεί η γνώμη σας για την ακατάλυτη και μοναδική πίστη των πιστών. Και δίνω όρκο σ’ εσάς στο όνομα εκείνου που κατέβηκε στο όρος Σινά με τη μορφή της φωτιάς, στο όνομα εκείνου που μίλησε κατά την ανάβρυση του νερού από τον απόκρημνο βράχο, στο όνομα εκείνου που το στόμα του είπε επάνω στο σταυρό, για να μας δώσει πα­ράδειγμα, «Ελωί, Ελωί», και τρόμαξαν όλα τα σπλάχνα των περάτων της γης, στο όνομα εκείνου που πουλήθηκε στην Ιουδαία από τον προ­δότη στο όνομα εκείνου που μαστιγώθηκε μέσα στην Ιερουσαλήμ, στο όνομα της δόξας που ανέχθηκε να εμπτυσθεί από παραβάτες, και της ανείπωτης δύναμης που ραπίσθηκε από ασεβές χέρι. Ορκίζομαι στην τριώνυμη φωτιά της αγίας δόξας και στην απέραντη και μόνη δύναμη του Θεού. Ορκίζομαι στις τρεις υποστάσεις της νοερής φωτιάς, οι οποίες είναι μια και η αυτή μεγαλοσύνη και θέληση. Δεν αποσχίσθηκα εναντίον της καθολικής πίστης, ούτε εναντίον της Εκκλησίας, ούτε δίσταξα εναντίον της δύναμης του Θεού. Αν όμως δοξολόγησα με το νου μου τον Θεό και Πατέρα περισσότερο από τον Υιό του, ας μη φυλαχθεί για μένα ευσπλαχνία για την ευσέβεια. Και αν υποτίμησα το Άγιο Πνεύ­μα από τον Θεό, ας τυφλωθώ ώστε να μη δω την παρουσία του. Και αν δεν ομολογώ και τώρα, όπως ομολογούσα από την αρχή, ας αποσταλώ στο εξώτερο και ζοφερό σκοτάδι. Και αν τώρα τα λέω αυτά υποκριτικά, ας είναι η μερίδα μου στη φωτιά της γέεννας. Και αν πάλι τα διαδίδω αυτά κολακεύοντας, ας μη με σπλαχνισθεί ο Κύριος στην κρίση.

Ορκίζομαι στη ζωή σας, ότι οι μαθητές που υπέμειναν μαζί μου αληθινά, θα έχουν και τη δική τους ζωή παρόμοια με τη ζωή του Υιού του Θεού. Δεν είχε ο Εφραίμ βαλάντιο, ούτε ραβδί, ούτε σακκούλι, ούτε βέβαια ασήμι ή χρυσάφι· ούτε κανένα άλλο απόκτημα απέκτησα επά­νω στη γη· διότι άκουσα τον καλό Διδάσκαλο να λέει στους μαθητές του μέσα στα θεία Ευαγγέλια, «Να μην αποκτήσετε τίποτε επάνω στη γη» · ούτε βέβαια είχα με πάθος κάτι από αυτά.

 

ΟΔΗΓΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΑΦΗ ΤΟΥ

Αφού λοιπόν πλησιάσετε, αδελφοί μου, δώστε μου τον τελευταίο ασπασμό και αποχαιρετήστε με· διότι πεθαίνω και αναχωρώ. Να μνη­μονεύετε όμως εμένα τον τιποτένιο στις ευπρόσδεκτες από τον Θεό άγιες προσευχές σας και σε όλες τις δεήσεις· διότι μέσα στη ματαιότητα και στις αμαρτίες τελείωσα την πορεία του βίου και της ζωής μου. Με φόβο μάλιστα σας ορκίζω, άνδρες όσιοι και κάτοικοι της πόλης των Εδεσσηνών, στην αμετάβλητη από σάς πίστη του αθάνατου Θεού, να μην ξεχνάτε τα παραγγέλματα της δικής μου μηδαμινότητας, ούτε να περιφρονήσετε τα λόγια μου εξευτελίζοντάς τα διότι τα λόγια αυτά τα είχα εγώ από τη θεία χάρη. Και μην αφήσετε να ταφώ μέσα σε οίκο Θεού, η κάτω από θυσιαστήριο. Αν όμως τολμήσει κάποιος να με θάψει κάτω από θυσιαστήριο, αυτός ας μη δει το επουράνιο θυσιαστήριο· διότι δεν πρέπει σ’ ένα σκουλήκι, που αποβάλλει τη σαπίλα, να ταφεί σε ναό και σε άγιο τόπο του Κυρίου. Αλλά ούτε να επιτρέψετε να ταφώ σε άλλο ση­μείο του ναού του Θεού. Ας μην αξιωθεί δηλαδή του ναού της βασιλείας των ουρανών εκείνος που θα το κάνει αυτό από αυταρέσκεια· διότι δε θα ωφελήσει η μάταια δόξα έναν άνδρα απροετοίμαστο, και στον οποίο δεν ταιριάζει αυτό. Επειδή γυμνοί γεννηθήκαμε όλοι οι άνθρωποι· το ίδιο λοιπόν και όταν αναστηθούμε, θα πραγματοποιήσουμε με γυμνή τη σάρ­κα την εμφάνιση που θα γίνει και θα δώσουμε λόγο για όσα κάναμε στην παρούσα ζωή, αφού παρουσιασθούμε όλοι στο δικαστήριο του Χριστού.

Γιατί λοιπόν προσφέρετε τιμή σ’ εμένα που δεν τίμησα τον εαυτό μου με την αξία των πράξεων; Διότι, σ’ εκείνον που δε θα τιμήσει τον εαυτό του με αγαθά έργα και πράξεις, σε έναν τέτοιο άνθρωπο αν προσφερθεί όλος ο ανθρώπινος πλούτος, για δόξα που δεν του ανήκει, δεν μπορεί να τον ωφελήσει διόλου. Άλλωστε, αδελφοί, κάθε κτιστό πράγμα είναι και φθαρτό, όπως ακούτε να έχει ειπωθεί από τον Θεό. Γι’ αυτό κλαίγοντας λέω, όπως δηλαδή έχετε διαβάσει, «καταργείται και φθεί­ρεται αυτός ο χειροποίητος ναός, και ανεγείρεται ο πνευματικός», όχι ο σωματικός και προσωρινός, αυτός που φθείρεται σύμφωνα με τις επιθυμίες της σάρκας, αλλά ο ίδιος σωματικός και πνευματικός, που ανεγείρεται άφθαρτος, για να μην επιστρέφει πια στη φθορά, όταν θα κράξει η σάλπιγγα του Χριστού και θα ξυπνήσει εκείνους που κοιμούνται από την αρχή του κόσμου. Διότι η κρίση δε θα γίνει για τους πέτρινους ναούς, ούτε ο Θεός θα κρίνει τις πέτρες, αλλά τους σωματικούς ναούς, που περιέχουν την ανθρώπινη φύση και ονομάζονται ναοί. Εννοώ δη­λαδή, ότι ο Θεός θα κρίνει τον άνθρωπο σύμφωνα με τις πράξεις του και σύμφωνα με τον αγώνα και τον κόπο του καθενός, και θα δώσει επάξια το βραβείο.

Προσέχετε, αδελφοί, να μην πάρετε από το λείψανό μου κουρέλια για ενθύμιο· διότι έχετε εντολή για ενθύμηση από τον Σωτήρα μας Θεό, την οποία αφού την πήρατε, διδαχθήκατε να περιμένετε την επι­στροφή του. Για ποιο λόγο λοιπόν επισωρεύετε σ’ εμένα κόπο και φορτίο δυσβάσταχτο; Αλλά ούτε και να υποβληθώ σε εξέταση για σύγ­κριση —διότι δεν είμαι ανώτερος από τους όσιους άνδρες που έζησαν από την αρχή του κόσμου— και έτσι να υποστώ εξαιτίας σας τιμωρίες. Και εμπαίζοντας ο Κύριος την ανοησία μου, θα μου πει· «Ω Εφραίμ, σ’ εσένα περισσότερο παρά σ’ εμένα πίστευσαν οι άνθρωποι. Διότι, αν θέλουν να πάρουν από σένα ενθύμια, δεν πίστευσαν εξίσου στις εντολές που παράγγειλα την τήρησή τους· διότι ευχαριστιούνται περισσότερο με τις δικές σου παρά με τις δικές μου ενθυμήσεις».

Αλλά ακόμη σάς παρακαλώ, ποθητά μου σπλάχνα, αν προτιμά­τε τη διδασκαλία του Χριστού, να μη με βάλετε μαζί με τους Αγίους· διότι είμαι αμαρτωλός και ελάχιστος, και φοβούμαι την κατωτερότητά μου και την ανοησία μου, ώστε να τους πλησιάσω· αν δηλαδή πλησιά­σουν ή αγγίξουν τη φωτιά ξερά κλαδιά, θα ανάψουν και θα καούν όλα απ’ αυτή. Και τα λέω αυτά, όχι απορρίπτοντας την κοινωνία ή τη συνα­ναστροφή μ’ αυτούς, αλλά φρίττω και τρέμω βλέποντας το αμέτρητο πλήθος των δικών μου αμαρτιών διότι ακούω τον Προφήτη να λέει ότι αν και είναι παιδιά του Νώε και του Ιώβ και του Δανιήλ, δε θα σώσουν αυτοί τους γιούς και τις θυγατέρες τους· ο αδελφός δε γλυτώνει τον αδελφό του· δε θα γλυτώσει ο άνθρωπος τον άνθρωπο, ούτε ακόμη ο Γιεζί θα απαλλαγεί από τη λέπρα του.

Κανείς από σάς να μη με συνοδεύσει τιμητικά και να μη μου κάνει περιφορά, σχηματίζοντας πομπή για επίδειξη, αλλά αφού με σηκώσετε στους ώμους σας και με μεταφέρετε γρήγορα, να με κηδεύσετε και να με θάψετε σαν ντροπιασμένο και περιφρονημένο, διότι οι μέρες της ζωής μου πέρασαν μέσα σε λύπες. Και κανείς από σάς να μη με εγκωμιάσει και να μη με επαινέσει, αδελφοί· διότι είμαι τιποτένιος μπροστά στον Κύριο, και έχω διασυρθεί από τα έργα μου. Και τρέμω πάρα πολύ, διότι είμαι μπροστά στον Θεό χωρίς παρρησία. Ποιος από σάς δηλαδή θα φανερώσει τα αμαρτήματά μου, και δε θα περιφρονήσετε όλοι εμένα τον απαιδαγώγητο; Και σάς ρωτώ· ποια επικοινωνία έχει η κακία με την αρετή; Ή πως μπορεί ο αμαρτωλός να πλησιάσει τον δίκαιο; Και ποια επικοινωνία έχει το φως με το σκοτάδι; Διότι, αν αισθανθείτε την κακοσμία των πράξεών μου, θα απομακρυνθείτε όλοι, αφήνοντάς με άταφο, επειδή δε θα μπορέσετε να υποφέρετε το βόρβορο των αμαρτιών μου.

Όποιος θα μου βάλει κοσμική στολή, αυτός να ριχθεί στο εξώ­τερο σκοτάδι. Και αν επίσης κάποιος με αλείψει με σμύρνα, αυτού η μερίδα να είναι στη φλεγόμενη κάμινο και στη φωτιά της γέεννας. Αλλά απεναντίας να με βάλετε μέσα στο χιτώνα μου και μέσα στο επανω­φόρι μου και μέσα στα ενδύματα που φορούσα καθημερινά. Διότι δεν ταιριάζει ο στολισμός στον αμαρτωλό· σ’ αυτόν δηλαδή που είναι γεμά­τος σκουλήκια και σαπίλα. Η δόξα των ζωντανών ούτε ευχαριστεί, ούτε στολίζει τους αμαρτωλούς που είναι στο χώμα.

Είμαι δηλαδή αμαρτωλός, όπως είπα. Κανείς λοιπόν να μη με μακαρίσει· διότι ο Θεός γνωρίζει όλες μου τις πράξεις και όλες τις πο­νηριές που έκανα. Έχω μολυνθεί από τις ασέβειές μου και έχω απορριφθεί από τις αμαρτίες μου. Ποια αδικία δεν υπάρχει μέσα μου; Διότι όλες οι ασέβειες και όλες οι αδικίες υπάρχουν με φροντίδα μέσα στο θνητό μου σώμα.

Επίσης όλοι όσοι έχετε θέση πατέρων, παιδιών και αδελφών και μαθητών, άνδρες που κατοικείτε την πόλη των Εδεσσών, φέρτε τους καρπούς της ευλάβειάς σας, ό,τι δηλαδή έχετε διάθεση να προσφέρετε μαζί μου για να μείνει αλησμόνητη η ενθύμησή σας, ώστε εγώ ο ίδιος ορίζοντας τιμή γι’ αυτά και αγοράζοντας μ’ αυτά κάποιο πολύτιμο σκεύος, να μισθώσω εργάτες άξιους της έγκαρπης προαίρεσής σας· εννοώ δηλαδή τους φτωχούς και τα ορφανά, τις χήρες και τους άπορους και τους άστεγους, τους γυμνούς και τους πεινασμένους και όλους τους εξαντλημένους, ώστε να γίνει τέλειο το μνημόσυνο της σωτηρίας σας στη χώρα των ζώντων. Διότι και για σάς θα συντελέσει στη σωτηρία, και για μένα θα λογαριασθεί εκούσιος μισθός, χάρη στη συμβουλή μου· διότι άλλος μισθός είναι αυτός που κερδίζεται με τα έργα, και άλλος αυτός που κερδίζεται με τα λόγια. Είναι όμως ανώτερος, αδελφοί, αυτός που δίνει από αυτόν που παίρνει, όπως είχατε ακούσει και από τον Κύριο. Και όπως θα θελήσει ο καθένας από σάς σύμφωνα με τη διάθεσή του, έτσι να προσφέρετε. Δέχομαι την προσφορά σας και έχω περίσσευ­μα. Και σάς ορκίζω στο όνομα του Κυρίου Ιησού Χριστού, αδελφοί, να μοιρασθούν όλα στους φτωχούς· διότι εγώ έχω άφθονο περίσσευμα από την αγάπη σας, διότι με τιμήσατε με όλη σας τη δύναμη. Και παρόλο που εγώ είμαι ανάξιος, όμως αυτός ο ίδιος που τιμήθηκε από σάς θα σάς ανταποδώσει το μισθό που περισσεύει. Και με όποιο τρόπο ακούσατε από το στόμα του σοφού Διδασκάλου που λέει, «Εκείνος που δέχεται προφήτη θα πάρει μισθό προφήτη», ο ίδιος ο Χριστός θα δεχθεί την τέλεια προσφορά σας, διότι κάνατε σ’ εμένα αυτή την τιμή με την ελπί­δα στο όνομά του. Και θα γίνει δεκτή η θυσία σας, όπως η θυσία του δίκαιου Νώε, και όπως η θυσία του προπάτορά μας Αβραάμ.

Και ας είναι ευλογημένη η πόλη σας και μητέρα Έδεσσα, η οποία και έχει ευλογηθεί απερίφραστα από το στόμα του Κυρίου, δια μέσου των δικών του μαθητών και δικών μας Αποστόλων. Όταν ο Αύγαρος, ο βασιλιάς που την έκτισε, έστειλε απεσταλμένους και ζητούσε να υποδεχθεί τον Σωτήρα των όλων και Δεσπότη Χριστό, ο οποίος με την έλευσή του φανερώθηκε στον κόσμο, λέγοντας, «Άκουσα όλα όσα πραγ­ματοποιούνται από σένα, και όσα έχεις υποφέρει από τους Ιουδαίους που σε αρνούνται. Έλα λοιπόν, και κατοίκησε μαζί μου. Έχω στην εξου­σία μου αυτή τη μικρή πόλη, η οποία θα υποταχθεί σ’ εσένα και σ’ εμέ­να». Και θαυμάζοντας ο Κύριος την πίστη του, έστειλε απεσταλμένους και ευλόγησε την πόλη με αιώνιους αγγέλους, στερεώνοντας τα θεμέλιά της. Εκείνη λοιπόν η ευλογία, αφού εγκαταστάθηκε σ’ αυτή την πόλη, θα παραμείνει ωσότου να παρουσιασθεί από τον ουρανό ο Άγιος, ο Ιη­σούς ο Χριστός, ο Υιός του Θεού και Θεός που γεννήθηκε από Θεό.

Κανείς λοιπόν από σας να μην αναχωρήσει άκαρπος, εγκαταλείποντας το σκοπό του· διότι όποιος έβαλε σκοπό να προσφέρει κάτι και το αρνηθεί αυτό, θα αποκομίσει το θάνατο του ασεβή Ανανία, ο οποίος θέλησε βέβαια να πειράξει το πανάγιο Πνεύμα του Θεού, και να διαφύγει την προσοχή των Αποστόλων αλλά ελέγχθηκε πέφτοντας νεκρός μπροστά στα πόδια τους.

Και ενώ ο Όσιος έλεγε αυτά, κάποιος από αυτούς που στέκονταν εκεί, πολύ ονομαστός, ραπίσθηκε από ακάθαρτο πνεύμα, και έπεσε στη στιγμή προς το μέρος του κρεβατιού, και κραυγάζοντας ωρύονταν. Και ο Όσιος είπε σ’ αυτόν «Άνθρωπε, τι σου συνέβη;». Και με το πρόσταγμα του λόγου του αμέσως σηκώθηκε και είπε· «Είχα διάθεση να φέρω κά­ποιο πανάκριβο ένδυμα και να το τοποθετήσω μαζί σου κατά την ταφή· επειδή όμως έβαλες σ’ εμάς επιτίμιο, να μη βάλουμε μαζί σου μέσα στον τάφο τίποτε άλλο, άρχισα να το συλλογίζομαι, λέγοντας· “Αν με κανέ­να τρόπο δε θα τοποθετηθεί στον ενταφιασμό, ποιος λόγος υπάρχει και να το παρουσιάσω; Αν όμως προστάζει να δοθεί κάτι στους φτωχούς, επειδή διαθέτω άλλα πράγματα, θα δώσω στους απόρους όσα θα απαι­τήσει η ανάγκη”». Απαντώντας λοιπόν είπε σ’ αυτόν ο μακάριος· «Πή­γαινε, και πραγματοποίησε το σκοπό σου». Και αφού του έδωσε ευχή και έβαλε επάνω του τα χέρια, τον απάλλαξε από το ακάθαρτο πνεύμα.

Και στη συνέχεια είπε· «Δίνω εντολή, κανείς να μην ανάψει κερί κατά την εκφορά μου, για να μην κατακαεί αυτός από την αιώνια φω­τιά. Διότι, τι θα ωφελήσει η δόξα της φθαρτής φωτιάς έναν άνθρωπο, ο οποίος θα κατακαεί από την ίδια φωτιά; Διότι, όταν θα φανεί εκείνη η φοβερότατη φωτιά, ο ένοχος αυτής της φωτιάς θα κατακαεί μέσα σ’ αυτή. Είναι λοιπόν αρκετός ο δικός μου πόνος, και ας μην προστεθεί από σάς και άλλος. Κλάψτε με λοιπόν, αδελφοί, διότι τέλειωσαν οι μέρες μου μέσα σε πόνο· και παραμένω μέσα σε παγίδα που δεν υπολόγιζα. Έχει έρθει ο εξεταστής μου, και οι παραλήπτες, αφού με έδεσαν με φο­βερά σχοινιά, με οδηγούν βιαστικά και με σέρνουν κάτω στη γη των θνητών και σε τόπο που δε γνωρίζω.

Σε παρακαλώ, Σωτήρα, εσύ που με έπλασες, μη με ελεεινολογή­σεις απωθώντας με, και μη με βασανίσεις συντρίβοντάς με. Διότι αν με εξετάσεις ανάλογα με τα έργα που έπραξα, θα με κυκλώσει ολόγυρα η δυστυχία· και διότι, αν ενθυμηθώ αυτά τα έργα μου, με κυριεύει και με συντρίβει αβάστακτος φόβος, και ορθώνεται εναντίον μου φοβερή φρί­κη, καθώς βλέπω μπροστά μου την αναμενόμενη τιμωρία σ’ εκείνη τη ζωή· και κυριεύομαι από τρόμο και δεν μπορώ να υποφέρω· και φανερά από πριν χτυπούν τα δόντια μου για την αλγεινή για μένα φρίκη σ’ εκείνη τη ζωή.

Και παρακαλώ βέβαια να μη με ενταφιάσετε με αρώματα· διότι δεν ταιριάζει σ’ έναν άφρονα η τιμή, αλλά ούτε η δόξα σ’ έναν ανάξιο. Ούτε επίσης ταιριάζει άλλο ευωδιαστό θυμίαμα σ’ εκείνον που είναι σαπίλα και σκόνη· αλλά προσφέρετε ευωδιαστό θυμίαμα στο ναό του Θεού, και εμένα να με συνοδεύσετε καλύτερα με τις προσευχές σας. Μην προσφέρετε σ’ εμένα τα αρώματα, αλλά στον Θεό· εμένα ωστόσο, που είμαι ζυμωμένος μέσα στις οδύνες, να με κηδεύσετε με θρήνους, και αντί για ευχάριστες ευωδιές και αρώματα βοηθήστε με, παρακαλώ, με τις δεήσεις σας, μνημονεύοντάς με διαρκώς σ’ αυτές. Διότι τι θα ωφε­λήσει η ευωδία έναν αναίσθητο νεκρό; Προσφέρετε όμως τα θυμιάματά σας στο ναό του Θεού, για τη δόξα και την εξύμνησή του, επειδή και ο ίδιος κατοικεί μέσα στο ναό.

Γιατί λοιπόν περιτυλίγεις ένα φθαρτό σώμα με επίσημη και λαμ­πρή στολή, η οποία δε θα το κρατήσει διόλου; Απεναντίας, λέω να αφήσεις το γήινο σώμα στη μητέρα του, επειδή και αυτό έχει ληφθεί από αυτή χωρίς πνοή και δεν το συνοδεύει η μάταια δόξα· στον ένδοξο άνδρα όμως πρέπει ο πλούτος, ενώ στον φτωχό ταιριάζει η ταπείνωση· και στους ευγενείς βέβαια πρέπει η βασιλική εξουσία, ενώ στους άση­μους πρέπει η ιδιότητα του στρατιώτη, που την αναφέρουν για να παρηγορούνται.

Και να μη με θάψετε κάπου στα μνήματά σας· διότι δε θα με αγοράσουν από τους αιχμαλωτιστές μου οι εγγυήσεις των μνημάτων. Υποσχέθηκα άλλωστε στον Θεό μου να κατοικήσω με τους ξένους, επειδή είμαι προσωρινός όπως εκείνοι. Αναπαύστε με λοιπόν μαζί μ’ αυτούς, διότι κάθε σάρκα, αδελφοί μου, συνδέεται μ’ αυτή που είναι συμ­μέτοχή της, και κάθε άνθρωπος ευχαριστιέται με τον όμοιό του. Στο κοιμητήριο, εννοώ δηλαδή όπου κείτονται αυτοί που είναι συντριμμένοι ως προς την καρδιά, εκεί να με θάψετε, ώστε, όταν έρθει ο Υιός του Θεού για να τους αναστήσει και να τους αναπαύσει, να με θεραπεύσει μαζί μ’ αυτούς.

Δες, Κύριε, την ταπείνωση και την ικεσία μου, και σπλαχνίσου με, σε παρακαλώ. Κάνε με άξιο, μονογενή Υιέ του Θεού, και μη με αντα­μείψεις ανάλογα μ’ αυτά που έκανα στη ζωή μου. Διότι αν προσέξεις τις ανομίες, ποιος θα αντέξει; Και αν μας ανταμείψεις ανάλογα με τη με­γαλοσύνη σου, ποιος θα είναι άξιος για το έλεος σου στην κρίση σου;

Διότι κάθε στόμα θα κλείσει, και όλος ο κόσμος θα είναι υπόδικος ενώ­πιον του Θεού. Και δεν τα αναφέρω αυτά, αρνούμενος τη χάρη σου· διότι λέω αυτά που είναι γραμμένα στις Γραφές, μακρόθυμε Χριστέ. Ποια ωφέλεια από τη σάρκα μου, αν αποπεμφθώ στη φωτιά που κατακαίει; Δείξε λοιπόν σ’ εμένα, όπως συνηθίζεις, την ευσπλαχνία σου, και θα γί­νει γνωστή μ’ αυτό τον τρόπο η χάρη της μακροθυμίας σου. Αν όμως κρίνεις όλη τη γη όπως φανερώνει η χάρη σου, δε θα σωθεί ούτε ένας από τους χίλιους και δε θα γλυτώσουν ούτε δυο από τους μύριους.

Τι λοιπόν να πω με πολλή θλίψη εγώ ο ταπεινός Εφραίμ, αν κά­ποιος διδάσκει ότι δε γίνεται έτσι ο διαχωρισμός των ανθρώπων, αλλά οι άδικοι και οι αμαρτωλοί είναι το ίδιο με τους δίκαιους και τους ειλι­κρινείς και τους αληθινούς, και οι ταπεινοί και οι αγαθοί είναι το ίδιο με τους πονηρούς και τους ασεβείς; Δεν είναι δυνατό να εξισώνονται αυτά έτσι· διότι το φως εξαφανίζει το σκοτάδι. Πως δηλαδή είναι δίκαιο να εξισώνεται ο δίκαιος Άβελ με τον αδελφοκτόνο και άδικο Κάϊν; Ή πως είναι εύκολο να γίνει αυτό, να κατοικήσουν δηλαδή οι δίκαιοι και οι ασεβείς στο ίδιο μέρος; Διότι θα κραυγάσουν και θα διαμαρτυρηθούν.

Σε παρακαλώ, Σωτήρα, όχι να εξισώσεις τους αμαρτωλούς με τους δίκαιους· σε ικετεύω, Υιέ του αγαθού Θεού· αλλά να αξιώσεις να απλωθούν επάνω μας οι οικτιρμοί σου, επάνω σ’ εμένα δηλαδή και επάνω στους συμμέτοχους μ’ εμένα.

Ας ειπωθεί λοιπόν από μένα ο πρώτος λόγος· διότι θα λέω και δε θα σταματήσω να λέω αυτό, ότι δηλαδή αν δεν απλώσεις την ευσπλα­χνία σου σ’ εμάς, κανείς δε θα δει τη ζωή· διότι ένας μόνο ομολογείται από όλους ότι είναι αγαθός Θεός με σώμα ανθρώπου. Και δεν τα λέω αυτά, επειδή είμαι αμαρτωλός· αλλά διότι συνηθίζει η Γραφή, αυτά που τώρα είπα, να τα διακηρύττει ολότελα.

«Σταμάτα, Εφραίμ», μου λέει συμβουλεύοντάς με ο Άγγελος που θα με παραλάβει· «δε θα σε ωφελήσουν δηλαδή οι αδιάκοποι στεναγμοί σου, επειδή δεν μαλακώνουν με δώρα οι σκληροί Άγγελοι που έχουν αποσταλεί για να σε παραλάβουν». Και αφού μου μίλησε με αυστηρό­τητα, μου είπε· «Κλείσε το στόμα σου· διότι δεν υπάρχουν στο γένος των ανθρώπων συμμέτοχοι σου από αυτούς που οδηγούνται στην απώλεια. Ο αμαρτωλός όμως νομίζει ότι όλοι είναι όμοιοι μ’ αυτόν· και σαν τυ­φλός νομίζει ότι είναι ίδιοι με τον εαυτό του».

 

ΑΝΑΓΚΗ ΜΝΗΜΟΣΥΝΩΝ

Πλησιάστε λοιπόν, αδελφοί μου, και αφού με απλώσετε, συγυρίστε με. Το πνεύμα μου έχει φύγει ολότελα, και γι’ αυτό με τις προσευχές σας δεχθείτε να προσφέρετε τις συνηθισμένες προσφορές για τη μηδαμινότητά μου. Και όταν συμπληρώσω τριάντα μέρες, να κάνετε το μνημόσυνό μου· διότι ωφελούνται οι νεκροί με τις προσφορές του μνημοσύνου από τους ζώντες Αγίους. Βλέπετε μάλιστα και παράδειγμα από ορισμέ­να δημιουργήματα του Θεού, όπως είναι ο καρπός της κληματαριάς, δηλαδή η αγουρίδα στο αμπέλι και το πατημένο κρασί στα πιθάρια. Όταν λοιπόν ωριμάσουν τα σταφύλια στην κληματαριά, τότε, αφού ξυνίσει, θα μετακινηθεί απομακρυνόμενο το κρασί που ήταν ακίνητο στο σπίτι. Παρόμοια σκέφτομαι και γι’ αυτό που συμβαίνει με το κρεμμύδι· αυτό δηλαδή που είναι φυτεμένο στο χωράφι, την ίδια εποχή απλώνει χλωρά βλαστάρια, και αυτό που είναι ξερό στο σπίτι την ίδια εποχή βγάζει βλαστάρια. Αν λοιπόν οι καρποί των δημιουργημάτων έτσι συν­αισθάνονται ο ένας τον άλλο, πόσο περισσότερο αισθάνονται οι νεκροί τις προσφορές στα μνημόσυνα; Και αν μου απαντήσεις συνετά, ότι αυτά ακολουθούν τη φύση των δημιουργημάτων, θα αντιληφθείς ότι εσύ ο ίδιος είσαι κάποια απαρχή των δημιουργημάτων του Θεού. Και αν δε σε πείθουν τα παραδείγματα, αν δηλαδή δε σου παρουσιάζω αποδεί­ξεις, άκου με υπομονή αυτά που είναι γραμμένα, και αν θέλεις, δέξου με σύνεση τα λεγόμενα.

Ο δούλος του Θεού Μωυσής ευλόγησε τον Ρουβήμ με ευλογίες ως την τρίτη γενεά. Αν λοιπόν οι νεκροί δε σώζοντας για ποιο λόγο ο Μωυσής ευλογεί τον Ρουβήμ ως την τρίτη γενεά; Και ακόμη αν δεν υπάρχει λόγος για την ανάσταση, άκου τι κραυγάζει ο Απόστολος, «Αν οι νεκροί δεν ανασταίνονται διόλου, για ποιο λόγο λοιπόν βαφτίζονται για χάρη τους;». Οι άνθρωποι του Νόμου δηλαδή, που ήταν κλεισμένoι στο μυστήριο με την προσδοκία της ανάστασης, κρατιόνταν αιχμά­λωτοι στην πίστη που επρόκειτο να αποκαλυφθεί. Διότι αν οι ιερείς του Νόμου εξάγνιζαν με τις προσφορές των λατρευτικών τελετών ακόμη και αυτούς που σκοτώθηκαν στον πόλεμο μέσα σε αμαρτίες —παρόλο δηλαδή που ήταν γεμάτοι από μιαρές πράξεις και ήταν χρεώστες για όλα εκείνα που ήταν γραμμένα— πόσο περισσότερο λοιπόν οι ιερείς της Νέας Διαθήκης του Χριστού θα μπορέσουν εύλογα, με τις άγιες προσ­φορές και τις προσευχές τους, να εξαλείψουν τα αμαρτήματα αυτών που αναχωρούν απ’ αυτή τη ζωή;

Όταν λοιπόν θα έρθετε εσείς στο μνημόσυνό μου, προσέχετε, αδελφοί, μήπως κανείς αμαρτήσει στα άγια. Αλλά απεναντίας αγρυπνήτε με προσοχή και ευλάβεια και ταπεινοφροσύνη, με οσιότητα και καθα­ρότητα. Όχι ότι είναι άξια για βαρύτερη καταδίκη η αμαρτία της ολι­σθηρής σάρκας, σε σύγκριση με τα φυσικά αμαρτήματά της· διότι υπάρχουν άλλα αμαρτήματα, τα οποία, αν και βρίσκονται βαθύτερα, είναι περισσότερα από τις ανομίες. Μου φαίνεται όμως ελεεινό πράγμα αυτό, μήπως δηλαδή αντί για μνημόσυνο δώσω λόγο στον Θεό μου εξαιτίας των αταξιών σας. Διότι ίσως στην κρίση θα μου πει αυτό· «Εσύ, Εφραίμ, είσαι αίτιος για όλα αυτά, διότι σύναξες τέτοιους ασελγείς ανθρώπους». Διότι είναι γραμμένο· «Τους πόρνους και τους μοιχούς θα τους κρίνει ο Θεός».

Και τι να πούμε γι’ αυτό, αγαπητοί μου; Αυτό που είπα προηγου­μένως, κυριευμένος από φόβο, θα το πω και τώρα, ότι όποιον θα κρίνει ο Θεός, αυτός κρίνεται άξιος να βρει ανάπαυση. Όπως δηλαδή λίγο προζύμι ζυμώνει όλο το ζυμάρι, έτσι και η ενασχόληση με τη μελέτη των κακών, όταν απλωθεί, φλογίζει συγχρόνως όλο το σώμα. Και όπως η σκουριά που προήλθε από το σίδερο το καταστρέφει, έτσι και η αμαρ­τία που γεννιέται από τους ανθρώπους εναντιώνεται στα σεμνά μέλη τους και στους σεμνούς τρόπους· και μόλις γεννιέται αρχίζει να κατα­στρέφει, αποτυπώνοντας τα χαρακτηριστικά της σ’ εκείνους που διανύ­ουν το δρόμο της. Όποιος όμως δε θα εκπληρώσει το θέλημά της, αναχωρεί όπως ένας περαστικός οδοιπόρος που έμεινε σε κάποιο παν­δοχείο. Έτσι, αφού μείνει για λίγο διάστημα σ’ αυτό το πανδοχείο, φεύγει γρήγορα πέρνα και αφήνει δηλαδή αυτό το θνητό σώμα, αλλά ντύνεται το αθάνατο και ουράνιο. Και όταν δοκιμάσει τη φθορά, τότε θα αναστηθεί με δύναμη άφθαρτος, απαλλαγμένος από κάθε φθορά. Να λοιπόν, και ο χαρούμενος αυλός της Εκκλησίας διακηρύττει από πριν αυτές τις θλιβερές φωνές μας, αλλά και τις βεβαιώνει, λέγοντας· «Θάβεται φθαρτό και ανασταίνεται άφθαρτο».

Αλλά ελάτε λοιπόν, μαθητές μου, ευλογημένοι με τη δύναμη του καλού Ποιμένα και του θείου Διδασκάλου, του Ιησού Χριστού του Κυ­ρίου μας, ο οποίος είναι Θεός που γεννήθηκε από Θεό. Και παρόλο που δεν είμαι εγώ όπως ο Νώε, πλησιάστε εσείς και ευλογηθείτε όπως ο Σημ και ο Ιάφεθ. Και παρόλο που δεν είμαι όπως ο Μελχισεδέκ, ευλογηθείτε και γίνετε εσείς όπως ο Αβραάμ. Και παρόλο που δεν είμαι όπως ο Ισαάκ, ευλογηθείτε εσείς όπως ο Ιακώβ. Και παρόλο που δεν είμαι όπως ο Μωυσής, να είστε εσείς όπως ο Ιησούς του Ναυή. Και παρόλο που δεν είμαι όπως ο Ηλίας, δεχθείτε εσείς διπλό το πνεύμα όπως ο Ελισσαίος, που το ζήτησε. Θα αρχίσω μάλιστα να δίνω ευλογίες σ’ εσάς τους μαθητές μου.

 

ΕΥΛΟΓΙΕΣ ΣΤΟΥΣ ΜΑΘΗΤΕΣ ΤΟΥ

Αββά, θαυμαστέ άνθρωπε, εύχομαι ο Χριστός να δοξάσει τη μνήμη σου επάνω στη γη, και να γίνει το πρόσωπό σου όμοιο με πρόσωπο αγγέλου της δόξας του Θεού, και να ομοιωθείς με τον μέγα Μωυσή, ώστε όλοι, όσοι σε βλέπουν, να εννοήσουν ότι είσαι εκλεκτός δούλος του Θεού.

Και συ Αβραάμ, επειδή ήρθες και έμεινες κοντά μου, να σε ακούσει ο Θεός του Αβραάμ στις προσευχές και στις δεήσεις σου, και προτού να ανοίξεις το στόμα σου, να το γεμίσει με σοφία και σύνεση, όπως κάπου λέει ο Προφήτης- «Άνοιξε το στόμα σου και θα το γεμίσω».

Εσένα, Συμεών, να σε ακούσει ο Θεός, όταν θα τον παρακαλείς με τις προσευχές σου, και να μπεις στην ουράνια πόλη. Να γεμίσει η εκ­κλησία της, όπως το ποτήρι του κεράσματος, από λαούς που επιζητούν τη σωτηρία. Ας έρθουν νύφες να σε δουν και έγκλειστες να ακούσουν τη διδασκαλία σου- από αυτές, οι νύφες είναι οι μητέρες, και οι έγκλειστες είναι όσες κρατούνταν μέσα στο ζυγό του Εχθρού- όταν όμως ήρθε ο Χριστός τις ελευθέρωσε. Θα ακούσουν από σένα παραβολές σύνεσης, και εύχομαι να λάβουν με τη μεσολάβησή σου διδασκαλία ζωής που πη­γάζει από το Άγιο Πνεύμα. Θα απολαύσουν από σένα τη σωτηρία των ψυχών τους, και στην παράταξη εκείνων που έχουν ανάγκη θα είσαι σαν σοφός γιατρός. Έτσι εύχομαι να διαδοθεί στον κόσμο η φήμη σου.

Μάρα, άνθρωπε Γαλιλαίε, πράε και ειλικρινή, ταπεινέ και σωστέ· πράε όχι από τη φύση, αλλά με τον εκούσιο τρόπο ζωής· ο οποίος αθλώντας με την ελπίδα του Θεού, αγωνίσθηκες μαζί μου στα παθήματά μου. Ο ίδιος λοιπόν ο Θεός ας δώσει το μισθό σου μαζί με τους οσίους· το μισθό δηλαδή που θα πάρεις μαζί με όλους τους Αγίους.

Ζηνόβιε, άνθρωπε γιζαραίε, που εξηγείται κυνηγός, άνθρωπε εξασκημένε, ισχυρέ πολεμιστή. Εύχομαι να γίνει ο λόγος σου σαν φωτιά και να εξολοθρεύσει τα πλήθη των ασεβών και σαν φλόγα που διασχίζει το δάσος, έτσι να τους καταφάει η μάθησή σου, και να αποκτήσεις όλη τη γνώση του Θεού. Και όπως ο Δαβίδ αναδείχθηκε ένδοξος, νικώντας τον υπερήφανο Γολιάθ, έτσι και συ θα νικήσεις τις ψυχές των πλανεμένων ανατρέποντάς τες. Να ενδυθείς την πανοπλία των Αγίων, και περικεφαλαία την ελπίδα της σωτηρίας και το στήριγμά των αγίων Απο­στόλων· αυτή η πανοπλία είναι το Άγιο Πνεύμα, και περικεφαλαία ο στηριγμός του. Ο στύλος μάλιστα του Θεού να είναι συνοδοιπόρος σου· ο Δεσπότης δηλαδή και η βοήθεια του, η οποία με κανέναν τρόπο δεν έχασε ποτέ τη δύναμή της σε κάτι.

ΚΑΤΑΡΙΕΤΑΙ ΤΟΥΣ ΑΙΡΕΣΙΑΡΧΕΣ

Παυλονά, να είναι καταραμένη η μητέρα σου ανάμεσα στις γυ­ναίκες. Αλίμονο στην κοιλιά που σε γέννησε, διότι έγινες συμμέτοχος σε όλες τις αιρέσεις και περνάς την πόρτα των ληστών τα έργα σου δη­λαδή είναι γεμάτα από κάθε μοχθηρία. Αφού απογυμνώθηκες, απορρίφθηκες όπως ο Ιούδας ο Ισκαριώτης, επειδή έγινες προδότης και καταντροπιάσθηκες από όλες τις εργασίες σου. Διότι ο στύλος του στη­ρίγματος, αυτός που εγκατέλειψες, θα δείξει στο σώμα σου φρικτό θαύμα· ο στύλος δηλαδή που στηρίζει τον ουρανό, και στον οποίο είναι θεμελιωμένη η φύση όλης της δημιουργίας· διότι σ’ αυτό το στύλο είναι θεμελιωμένη όλη η δημιουργία, η θάλασσα δηλαδή και όλα όσα υπάρ­χουν σ’ αυτή. Εμπιστεύθηκες σε σπασμένο καλάμι, εγκαταλείποντας τη βακτηρία του σταυρού, η οποία ενδυναμώνει τους ασθενείς και θε­ραπεύει όλων το πάθος των ψυχών και των σωμάτων.

Αρουάδ, άνθρωπε απείθαρχε, που θέλησες να εξαφανίσεις τα συ­στήματα των συνάξεων των εκκλησιών του Θεού, τα συναθροισμένα από το πανάγιο Πνεύμα. Να εξαφανισθεί η μνήμη σου μεταξύ των αν­θρώπων και να μη βρεθεί στο βιβλίο των ζώντων, διότι εγκατέλειψες τον οίνο της ζωής, δηλαδή το αίμα του Χριστού, και τον ουράνιο άρτο, δηλαδή το σώμα του Χριστού, και έφαγες την τροφή των σιχαμερών θυ­σιών, και ήπιες το κατακάθι των αμαρτιών, τη θολερή χολή. Ο Λόγος του Θεού, ο Υιός του Πατρός, τον οποίο εξύβρισε το ασεβές στόμα σου με τη σχολαστική εξέταση, θα ζητήσει από σένα λόγο για την άρνησή σου σ’ αυτόν, και για όλες μαζί τις αιρέσεις· δηλαδή για τους Αρειανούς και τους Μανιχαίους, για τους Καθαρούς και τους Οφίτες και τους Μαρκιωνιστές, για τους Ευνομιανούς και τους Ευχίτες και τους Καυχίτες, για τους Παυλιανούς και τους Ουαλεντίνους και τους Ουϊταλιανούς και τους ακάθαρτους Βορβοριανούς και όλους τους υπόλοιπους ασεβείς, οι οποίοι λατρεύουν ξύλα και λίθους, τον ήλιο και τη σελήνη· οι οιωνιστές δηλαδή και οι αστρολόγοι, οι οποίοι χωρίσθηκαν διαφωνώντας εναντίον της αγίας δόξας της άχραντης Τριάδας, του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.

Ας είναι ευλογητός ο εκλεκτός, που διάλεξε την καθολική Εκ­κλησία του, την αγία αμνάδα, την οποία ο λυμεώνας λύκος δεν την κα­τασπάραξε, και την άσπιλη περιστερά, την οποία ο δόλιος κυνηγός το γεράκι δεν την έπιασε, παρόλο που την καταδίωξε για να την ξεσχί­σει. Διότι στο χέρι του Κυρίου υπάρχει ποτήρι με κατακάθι, και αυτό το κατακάθι θα το πιούν όλοι οι αποστάτες του Χριστού, οι μεριστές της αγίας και μοναρχικής Τριάδας· αυτό το ποτήρι αφού το ήπιαν και οι εχθροί της αλήθειας, το γένος των Ιουδαίων, το ξέρασαν, και όρμησαν με σκληρότητα εναντίον του Σωτήρα μας Ιησού Χριστού. Και δεν είναι καθόλου παράδοξο· διότι ένα λυσσοφόρο σκυλί, όταν κυριευθεί από τη λύσσα, δαγκώνει τον αφέντη του. Κατά τον ίδιο τρόπο συμπεριφέρθη­καν και οι Ιουδαίοι, και είναι κυριευμένοι ακόμη· διότι λυσσώντας βλασφημούν τον Δεσπότη τους.

Εμείς όμως ας δοξάσουμε τον υπερυψωθέντα Θεό των όλων, τον οποίο αδυνατούν να πλησιάσουν οι απόγονοι των αποστατών. Διότι αν υπήρχε σ’ αυτούς τρόπος να ανεβούν στον ουρανό οι αμαρτωλοί, οπωσ­δήποτε θα διχογνωμούσαν και θα πρότειναν και εκεί διαχωρισμό, στον οίκο της ευσέβειας, στα ουράνια σκηνώματα, με οποίο τρόπο επιχείρη­σαν τον παλαιό καιρό οι πρόγονοί τους, στην πυργοποιία, να ανεβούν με βιασύνη στον ουρανό, και αφού αποκρούσθηκαν, έπεσαν από τη χάρη, με το να βρεθούν σε απορία και να ασεβήσουν άσκοπα, επειδή χωρίσθηκαν οι γλώσσες τους με ανεπανόρθωτο χωρισμό.

Αν όπως εδώ, εκείνους που επιχείρησαν αυτό, τους βρήκε μια τόσο αβάστακτη συμφορά, επειδή θέλησαν να ανεβούν στον τόπο των επουρανίων και στις συναναστροφές των αγρυπνούντων, και αν η τιμω­ρία τους έπεσε τόσο φανερά πάνω στα κεφάλια τους, πόσο περισσό­τερο θα είναι άξιοι για αυστηρή τιμωρία, αδελφοί, εκείνοι που σκέφθηκαν να διασπείρουν στις καρδιές των ανθρώπων χωρισμό αποστασίας εναντίον του Θεού και Πατέρα, και εναντίον του Υιού, και εναντίον του Αγίου Πνεύματος;

 

ΟΠΟΙΟΣ ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΕΙ ΤΗΝ ΟΡΘΗ ΠΙΣΤΗ

Μελετάτε λοιπόν τα διδάγματα μου, ως μαθητές μου, και μην απομακρυνθείτε από την καθολική πίστη, την οποία και ο ίδιος δι­δάχθηκα από την παιδική ηλικία και φύλαξα σταθερή, ούτε να ξεστρα­τίσετε από αυτή από κάποιο δισταγμό. Αν όμως κάποιος θα βαδίσει με δισταγμό ή θα ξεστρατίσει και θα χωρισθεί από τον Θεό και την αγία του Εκκλησία, να καταβιβασθεί αναπνέοντας και ζωντανός στον άδη, να είναι συμμέτοχος της κατάρας και κληρονόμος του Κάϊν, και να στε­νάζει επάνω στη γη και να τρέμει. Και οποίος θα θεωρήσει τον Υιό κατώτερο από τον Πατέρα, να κατεβεί και αυτός άταφος στη γη. Οποίος πάλι αμφιβάλλει εναντίον του Αγίου Πνεύματος, αυτός να μη βρει έλεος στην κρίση. Και οποίος υπερηφανευθεί εναντίον της καθολικής Εκκλησίας, να λεπρωθεί όπως ο ανόητος Γιεζί.

Οποίος θα εγκαταλείψει την ορθή πίστη της σύνεσης, να σφιχθεί με το σχοινί της ασέβειας του προδότη Ιούδα. Την πίστη δηλαδή που εγώ παρέλαβα, την διδάχθηκα από τους Αγίους Αποστόλους· και αυτή την πίστη, αφού την παρέλαβαν οι ίδιοι από τον Θεό, την διακήρυξαν σε όλο τον κόσμο. Είναι μάλιστα αβάστακτη και αναπόφευκτη ασέβεια η βλασφημία στον Θεό – αυτής άλλωστε της βλασφημίας την παγίδα να την αποφεύγετε φανερά, μαθητές μου- διότι εκείνος που υπερηφανεύεται βλασφημώντας, κηρύττει την αποστασία από τον Θεό των όλων και διασαλεύει το θεμέλιο του λόγου της πίστης· αν μάλιστα πιεζόμαστε από μεγάλο βάρος, δε θα μπορούμε να σηκώσουμε ψηλά το κεφάλι μας, επειδή συρόμαστε σαν δούλοι από την ταλαίπωρη σάρκα.

Ας μη λοιπόν προσθέσουμε στους εαυτούς μας αμαρτίες πάνω στις ανομίες μας. Έχω μάλιστα προσδοκία ελπίδας σ’ αυτή την πίστη και παρηγοριά αγάπης ενώπιον του Κυρίου, διότι δε χλεύασα διόλου σε όλη τη ζωή μου τον Κύριο, και ανόητος λόγος δε βγήκε από τα χείλη μου. Διότι εκείνους που σε μίσησαν, Κύριε, τους μίσησα ολότελα, και τους εχθρούς σου τους αποστράφηκα οριστικά.

Βάλτε στις καρδιές σας, αδελφοί, τη θύμηση των λόγων μου, επει­δή οι λόγοι αυτοί δόθηκαν σ’ εμένα από τον Θεό, και ας γίνει εργασία για τον Θεό αυτή η καλλιέργεια: να αγρυπνάτε δηλαδή αδιάκοπα, να ψάλλετε και να νηστεύετε και να πιστεύετε με αγάπη, να ελπίζετε και να περιμένετε τον Δεσπότη των όλων και Σωτήρα μας Χριστό, να έχετε επιπλέον μαζί μ’ αυτά και την υποδοχή των ξένων με φροντίδα, διότι εκείνος που υποδέχεται έναν ξένο, υποδέχεται ολότελα τον Θεό· και να μην πει κανείς έναν τέτοιο άνθρωπο ξένο, άλλωστε ο καθένας είναι κα­λύτερα δικό μας μέλος και να γίνετε ως προς την πίστη πάρα πολύ σταθεροί, φυλάγοντας τον εαυτό σας από κείνους που είναι αντίθετοι στην πίστη· εννοώ δηλαδή τους εργάτες της αμαρτίας και τους ματαιολόγους και τους φρεναπάτες.

Αυτό φρόντισε να διδάξει και ο Απόστολος· διότι αυτό δεν τον έκανε να διστάσει να μιλήσει έτσι· «Να ξέρετε ότι μετά την αναχώρησή μου θα έρθουν σ’ εσάς άγριοι λύκοι, που δε θα λυπηθούν το ποίμνιο, που θα κηρύττουν διεστραμμένα για να παρασύρουν τους μαθητές πίσω τους» Και άλλου λέει· «Αυτοί θα μπουν με ενδύματα προβάτων, οι ίδιοι όμως είναι αρπαχτικοί λύκοι». Τα λόγια τους βέβαια είναι γλυ­κά, η καρδιά τους όμως είναι γεμάτη από χολή και πίκρα. Και φορούν βέβαια πένθιμο ένδυμα, είναι όμως μαθητές του Διαβόλου που από την αρχή της δημιουργίας μας φθονεί· γι’ αυτό λοιπόν και είναι σπορά των δικών του ζιζανίων.

Φυλάγοντας λοιπόν τον εαυτό σας με κάθε φροντίδα, να αποφεύ­γετε τη συναναστροφή τους. Και σάς φέρνω, αγαπητοί, ως ολοφάνερο παράδειγμα αυτό, ότι δηλαδή ένας κυνηγός, αν βρεθεί να στέκεται σε βασιλικό κτήμα, και αν ακόμη δεν αποδειχθεί ότι έκανε κάτι παράνομο, όμως θα κατηγορηθεί ως τολμηρός, και θα οδηγηθεί σε ανακρίσεις και θα υποστεί την καταδίκη σύμφωνα με το νόμο, επειδή είναι ξένος από αυτό τον τόπο.

Μη λοιπόν καθίσετε στο συνέδριο της ματαιοφροσύνης τους και μη βαδίσετε το δρόμο της διάνοιάς τους· διότι δε διαφέρει το να συγκα­τοικήσει κανείς με τον δαίμονα από το να συγκατοικήσει με αποστάτη και παράνομο άνθρωπο· όταν δηλαδή εξορκίζεται ο δαίμονας, θα φο­βηθεί και θα φύγει, επειδή δεν έχει τη δύναμη να μείνει εκεί όπου προφέρεται εναντίον του το όνομα του Χριστού. Εσύ όμως, άνθρωπε, που είσαι εξωτερικά στο σώμα του Χριστού, αν βρίσκεσαι και εσωτερικά μέσα στο πνεύμα του, θα είσαι τέλειος άνθρωπος του Χριστού· επειδή ο άνθρωπος που δεν έχει πάρει το βάπτισμα, μοιάζει με κάποιο σπίτι ετοιμασμένο για το βασιλιά, που όμως ακόμη δεν το κατοίκησε ο βα­σιλιάς.

Ακούστε, μαθητές μου, τα διδάγματά μου, και να με θυμάστε πάντοτε. Να μην απομακρυνθείτε από τον αληθινό δρόμο και να μην ξεφύγετε από τις παραδόσεις μου. Όταν μάλιστα ακούσετε πολέμους και ταραχές στον κόσμο, να ξέρετε ότι το τέλος είναι πολύ κοντά· και να κρατάτε την ελπίδα σας με βεβαιότητα· διότι είναι γραμμένο ότι θα γίνουν όλα όσα έχουν ειπωθεί μέσα στη Γραφή. «Ο ούρανός και η γη θα παρέλθουν· ένα γιώτα η μια στιγμή από το νόμο δεν είναι δυνατό να παρέλθει», όπως ο Διδάσκαλός μας ορκίσθηκε στον εαυτό του και είπε. Να ξέρετε μάλιστα ότι αυτός λέει την αλήθεια και ποτέ δεν ψεύδεται. Επειδή λοιπόν πρόκειται να παρουσιασθούμε στον αμετάτρεπτο κριτή της δικαιοκρισίας, ας φροντίσουμε να κάνουμε με υπομονή τους εαυτούς μας τέλειους με τα καλά έργα.

Ενώ λοιπόν ο Άγιος συμβούλευε με δάκρυα και παράγγελλε αυτά, και ο λαός όλης της πόλης στεκόταν γύρω του και έκλαιγε, κάποια γυ­ναίκα, με όνομα Λαμπροτάτη, θυγατέρα του μεγάλου Αριστείδη, αφού διέσχισε το πλήθος των ανδρών και των γυναικών, έπεσε γονα­τιστή μπροστά του, και του είπε· «Στο όνομα του Θεού σου, που αγά­πησες από τη νιότη σου ως τα γηρατειά· επειδή μας όρκισες και μας παράγγειλες να μην κάνουμε κιβώτιο (φέρετρο) επίτρεψε σ’ εμένα τη δούλη σου να κάνω ένα φτωχικό, και να τοποθετήσω σ’ αυτό το τίμιο λείψανό σου». Και αυτός, αφού δέχθηκε τη θερμή διάθεσή της, είπε σ’ αυτή· «Γυναίκα, πήγαινε και κάνε σύμφωνα με τη διάθεσή σου· αλλά και άλλες που θέλουν να κάνουν αυτό, μην τις εμποδίσεις. Όμως, μην κά­νεις το μνήμα μου μαρμάρινο, διότι δε θα ωφεληθεί η μάταια δόξα. Σου αφήνω ωστόσο αυτή την πολύ μικρή εντολή, την οποία να θελήσεις να την φυλάξεις· να μην καθίσεις δηλαδή ποτέ σε δίφρο, διότι ούτε δίκαιο ούτε νόμιμο είναι σ’ έναν άνδρα να γέρνει τον αυχένα του στο ζυγό και να περιφέρει ως δορυφόρος αυτήν που έφερε την καταστροφή μας και έγινε αιτία του θανάτου· διότι βάζεις στο ζυγό τον Χριστό, τον οποίο έρχεσαι να προσκυνήσεις. Ή μήπως δε διάβασες και δεν άκουσες ότι η κεφαλή κάθε άνδρα είναι ο Χριστός; Αλλά και όταν ζυγίζεις, να έχεις στη μνήμη σου την ανάσταση, και την ανταμοιβή των πράξεων που θα γίνει σ’ εμάς από τον Θεό· διότι με το μέτρο που θα μετρήσει κανείς, μ’ αυτό και θα μετρηθεί αυτός. Άκουσες μάλιστα εξίσου και τον ίδιο τον Θεό να λέει· ότι “τον καθένα σας θα κρίνω σύμφωνα με τις πράξεις σας, Ισραηλίτες· ορκίζομαι στον εαυτό μου, λέει ο Κύριος”».

Τότε ορκίσθηκε η κόρη μπροστά στο λαό που παραβρίσκονταν, λέγοντας· «Στο όνομα του Θεού, τον οποίο λάτρευσες σταθερά από τη νιότη σου ως τα γηρατειά σου. Από τη στιγμή αυτή δε θα ανεβώ σε δί­φρο (ξύλινο σκαμνί χωρίς πλάτη) και δε θα ζευχθεί πια άνθρωπος στο όχημά μου· και αν ψευσθώ, ας έρθει την ίδια ώρα η μάχαιρα της παράλυσης για τη νιότη μου, και ας κληρονομήσω το αιώνιο πυρ μαζί με τους ασεβείς. Και αν παραβώ τις εντολές σου, να μη γίνω δεκτή, αλλά να διαπομπευθώ μπροστά στην εκκλησία του Θεού».

Και ο μακάριος Εφραίμ απάντησε και είπε σ’ αυτή· «Παιδί μου, προτού να έρθει το τέλος μου, θα σε ευλογήσω σύμφωνα με τη διάθεσή σου. Να μη λείπει από τους απογόνους σου διδασκαλία οσίων στους αι­ώνες. Όταν έρθει ο Χριστός να αλλάξει τον ουρανό και τη γη, ο ίδιος θα κάνει γραπτό το μνημόσυνό σου στο βιβλίο των ζώντων, στη βασιλεία των ουρανών. Και η ειρήνη του Θεού, η οποία στεφανώνει τους Αγίους με άχραντα στεφάνια, ας σε επιβραβεύει σύμφωνα με την κλήση. Διότι στον Θεό και Πατέρα ανήκει η δόξα, και στον Υιό η προσκύνη­ση, και στο Άγιο Πνεύμα η μεγαλοπρέπεια, πριν από όλους τους αιώνες, τώρα και πάντοτε, και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν».

Αυτά και περισσότερα απ’ αυτά αφού είπε, παρέδωσε την ψυχή του και ετελειώθη ο μακάριος εν Κυρίω, με αγαθή πολιτεία. Και για το σώμα του έγινε, όπως όρισε από πριν στους μαθητές του· για να δοξασθεί ο παντοκράτορας Θεός. Αμήν.

 

 

ΟΣΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ – ΕΡΓΑ – ΤΟΜΟΣ ΕΒΔΟΜΟΣ

Κείμενο – Μετάφραση – Σχόλια – Κωνσταντίνου Γ. Φραντζόλα, Φιλολόγου

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΟ ΠΕΡΙΒΟΛΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ


Εκτύπωση   Email